Γενάρη του 1960 όταν σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα πρόωρα και παράλογα ήρθε το τέλος ενός μεγάλου των γραμμάτων. Στα 47 του χρόνια και μόλις τρία χρόνια μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ λογοτεχνίας ο Αλμπέρ Καμύ έφυγε από τη ζωή έχοντας στην τσάντα του έτοιμα προς έκδοση τα χειρόγραφα ενός νέου του βιβλίου. Φιλόσοφος, συγγραφέας, δημοσιογράφος, ηθοποιός, σκηνοθέτης, βαθύτατα πολιτικοποιημένος, ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του 20ου αιώνα, ο Καμύ κλόνιζε με κάθε του δράση, κοινωνική ή πνευματική, στερεότυπα και δόγματα, καθιερωμένες αλήθειες και συμβάσεις, προσωπεία και είδωλα. Κι αυτό είναι φυσικό για κάποιον που θεωρούσε, πως υπέρτατη αρετή του ανθρώπου είναι να αντέχει απέναντι σε ό,τι τον ακυρώνει, σε ό,τι τον ψευτίζει και τον απομακρύνει από τον αυθεντικό του εαυτό. Σε ό,τι τελικά τον φέρνει σε αντίθεση με την προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας.
Αυτό που εμείς κρατάμε από την πνευματική κληρονομιά του Καμύ είναι οι αξιακοί κώδικες ενός ανθρώπου που στη ζωή και στο έργο του μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής του υπηρέτησε με όλη του τη δύναμη και ως υπέρτατες αρχές την αλληλεγγύη στους ταπεινούς και αδύνατους, τη δικαιοσύνη και την ισότητα για όλους, την κατάκτηση της ατομικής και κοινωνικής ελευθερίας, τον αποτροπιασμό του για κάθε διάκριση που είχε ως βάση τη θρησκεία, το χρώμα, την εθνότητα. “Αγαπώ υπερβολικά τη χώρα μου, έλεγε, για να είμαι εθνικιστής”.
Γι αυτόν η τέχνη είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την αληθινή ζωή κι έχει ως καθήκον να στηρίξει και να εμπνεύσει ώστε το άτομο σπάζοντας τα σύνορα του εγώ να παλέψει για να συντρίψει εκείνες τις ψυχικές και υλικές, εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις, που δεν τον αφήνουν να βαδίσει προς τη δημιουργία ενός ανώτερου κόσμου. Για τον νομπελίστα συγγραφέα που δεν έχει πρόβλημα να αμφισβητεί ακόμα και το προσωπικό του ιδεολογικό οικοδόμημα και η σκέψη ακόμα της παραίτησης από αυτόν τον αγώνα συνιστά πραγματικά καταστροφικό πισωγύρισμα τόσο για το δημιουργό όσο και για την τέχνη. Γι αυτό και ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι μάχιμος για λογαριασμό ολόκληρης της κοινωνίας και να μη φυλακίζεται στα τείχη του φόβου και της υποταγής μπροστά στις εξουσίες που αποζητούν τη σιωπή και την παθητική αποδοχή με στόχο την αλλοτρίωση της συνείδησης και τον εξανδραποδισμό ατόμων και λαών. Όσο όμως κι αν λατρεύει την τέχνη δεν την απολυτοποιεί . “Προσωπικά, μου είναι αδύνατον να ζήσω χωρίς την τέχνη μου. Αλλά ουδέποτε την έβαλα πάνω απ’ όλα”. Αντιλαμβάνεται τη θέση του δημιουργού δίπλα στον πάσχοντα άνθρωπο θεωρώντας ότι ο καλλιτέχνης “δεν θα τονώσει την τέχνη και τη διαφορετικότητά του παρά μόνον αποδεχόμενος την ομοιότητά του με όλο τον κόσμο” μέσα σε μια κοινωνία “όπου δεν θα κυριαρχεί πλέον ο κριτής αλλά ο δημιουργός, είτε είναι εργάτης είτε διανοούμενος”. Στηλιτεύει τόσο “τα καθεστώτα μετρίων που δύνανται σήμερα να καταστρέψουν τα πάντα, αλλά αδυνατούν πλέον να πείσουν”, όσο και εκείνη τη νόηση που “έχει καταντήσει να υπηρετεί το μίσος και την καταπίεση”. Θέλει τον καλλιτέχνη να συμμετέχει στους αγώνες για την ειρήνη όχι όμως πασιφιστικά, αλλά να αγωνίζεται για “μια ειρήνη ανάμεσα στα έθνη που να μην είναι απότοκος δουλείας”.
Αν και είναι αρκετά πραγματιστής για να πιστεύει στην παντοδυναμία της αγάπης και το λέει ξεκάθαρα στο δοκίμιό του “Ο μύθος του Σίσσυφου” ότι “αν έφτανε η αγάπη τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά”, εν τούτοις σημειώνει πως «Αν είχα να γράψω ένα βιβλίο περί ηθικής με εκατό σελίδες, οι ενενήντα εννέα θα ήταν λευκές. Στην τελευταία θα έγραφα: Δεν γνωρίζω άλλο χρέος από την αγάπη.» Ευγενικός, πράος, καλοσυνάτος ονειροπόλος, ευαίσθητος εύρισκε αμέσως τον δρόμο της καρδιάς, έγραψε για τον Καμύ η Λητώ Κατακουζηνού όταν τον φιλοξενούσε στην Αθήνα στην τελευταία του επίσκεψη στην πολυαγαπημένη του Ελλάδα. Ο Καμύ είχε ήδη συνυπογράψει επιστολή συμπαράστασης στους Έλληνες αγωνιστές της ελευθερίας που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο (1949), ενώ αργότερα κράτησε την ίδια στάση και για τους αγωνιστές της Κύπρου. «Πράγματι», παραδεχόταν, «υπήρξε μια γαλλική εθνική αλληλεγγύη και υπήρξε και μια ελληνική εθνική αλληλεγγύη: η αλληλεγγύη της οδύνης. Αυτή την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε κάθε στιγμή και όχι μόνο με το ένδυμα της οδύνης».
Δείγμα της τρυφερής του ιδιοσυγκρασίας και της ψυχικής του ευγένειας το γράμμα που έγραψε ο Καμύ στον παλιό του δάσκαλο αμέσως μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας: “…Όταν άκουσα την είδηση, η πρώτη μου σκέψη μετά τη μητέρα μου ήσασταν εσείς. Χωρίς εσάς, χωρίς το χέρι που στοργικά απλώσατε στο φτωχό παιδί που ήμουν τότε, χωρίς τη διδασκαλία και το παράδειγμά σας, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί…” Τα φώτα της δημοσιότητας δεν είχαν σβήσει από τη μνήμη του τον υπέροχο εκείνο δάσκαλο που, όταν μικρό και πάμπτωχο ορφανό με μια μάνα που ξενοδούλευε για να το ζήσει, αγωνιζόταν να μάθει γράμματα, αυτός τον πίστεψε και τον στήριξε.
Αξίζει να διαβάσουμε ολόκληρη την ομιλία του Αλμπέρ Καμύ στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, στο τέλος του συμποσίου που έκλεισε την τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ.