image_print

Ξεπερνάει μερικές φορές η ποίηση τον δημιουργό της. Γιατί η ποίηση είναι τέχνη και η τέχνη είναι απύθμενη, ασύνορη, άχρονη, αειθαλής, αμάραντη. Κι έχει τη δύναμη όπως λέει ένας άλλος μεγάλος των γραμμάτων μας “..Να σ’ αναφλέξει όλον μεμιάς να καίγεσαι…ώσπου να γίνει η σάρκα σου φως”. Και ο ποιητής δεν μπορεί να λέγεται ποιητής αν δεν ξεσκίζει τις σάρκες του μέχρι να ξεπηδήσει σαν πίδακας το αίμα, αν δεν πετάει σαν έρωτας-θεός πάνω απ’ την γη, αν την ψυχή δε σκάβει νύχτα-μέρα μέχρι τα έγκατά της. Κι εκεί που θα ‘λεγε κανείς πως ονειρεύεται, εκείνος μετράει τα βήματα που τον χωρίζουν απ΄ την κόλαση. Ή εκεί που δεν αντέχεις άλλο να τον βλέπεις να σπαράζει από πόνο, εκείνος σου χαρίζει ένα τσούρμο παιδιά που μόλις γέννησε. Γι αυτό και παύεις να ρωτάς ποιος άνεμος φουσκώνει τα πανιά του, κι αφήνεις τους στίχους του να ταξιδέψουν τις δικές σου σκέψεις μέχρι το άπειρο. Έτσι που το φως του καλοκαιριού να μεταμορφώνεται σε φως του κόσμου κι ο έρωτας της φύσης σε έρωτα του νέου κόσμου που γεννιέται.

“Ένα και δυο”. Και παίρνει τη δική του απόφαση ο ποιητής.

“Ένα και δυο” κι εμείς την προχωράμε μέχρι την άκρη του ονείρου των ανθρώπων.

“Ένα και δυτη μοίρα μας θα τη χαράξουμε με το δικό μας μόχθο, πάνω στο χέρσο δρόμο που χαράζει η ιστορία.

Οδυσσέα Ελύτη: Ήλιος ο Πρώτος (ΧΙΙΙ)

Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μες στις κυδωνιές
Το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματα
Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα
Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ’ αλώνια
Που καμώνουνται τον γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα.

Οι ζωγραφιές του ανάστα ο Θεός
Στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα δάχτυλα τους
Ο ασβέστης που βαστάει στη ράχη του τα μεσημέρια
Και τα τζιτζίκια τα τζιτζίκια μες στ’ αυτιά των δέντρων.

Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλία
Μεγάλο καλοκαίρι από φελλό
Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια
Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια
Των βράχων φυσαρμόνικες
Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη του κακού ψαρά
Ξέρες περήφανες στις πετονιές του ήλιου.
Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας
Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ’ εμείς.

Οδυσσέας Ελύτης, Ήλιος ο Πρώτος (ΧΙΙΙ) , Ίκαρος, Αθήνα 1979, έκτη έκδοση

image_print