Ποια είναι η αγάπη του ποιητή; Τι είναι αυτό που τον κάνει για χάρη της “να λιώνει χιλιάδες τόνους γλωσσικό μετάλλευμα;” Που του φουσκώνει τα πανιά για να σαλπάρει σε ταξίδια μακρινά σ άγνωστες θάλασσες, αφού το κάθε ποίημα είναι μια πορεία στα σκοτεινά χωρίς χάρτη και πυξίδα;
Που, ενώ πεθαίνει όταν ένα τριαντάφυλλο μαραίνεται, μπορεί και ανασταίνεται μόνο με τη μυρωδιά ενός μπουμπουκιού που ανθίζει;
Που τον κάνει να αφουγκράζεται τον παλμό της ζωής, όπως αυτός χτυπάει εκεί έξω στον μεγάλο απέραντο κόσμο άλλοτε γιορταστικά και τις πιο πολλές φορές θρηνητικά;
Που του δίνει τη δύναμη να παλεύει για να γίνουν οι στίχοι του σφαίρες που χτυπάνε το κακό και τ’ άδικο στα χέρια των ταπεινών και αποφασισμένων;
Που τον κάνει να νοιώθει υπεύθυνος για τη μοίρα όλου του ανθρώπινου γένους και να αιμορραγεί γι αυτό;
Που δεν επιτρέπει στη συνείδησή του να μένει σιωπηλή κι αμέτοχη στα όσα συμβαίνουν;
Που τον κάνει να αγωνίζεται για να ξεχερσώνει το άγονο τοπίο μέσα του πρώτα κι έπειτα όπου το συναντά;
Μήπως είναι η μυστική συνάντηση με τη λέξη που περιμένει μόνο αυτόν για να της δώσει το φιλί της ζωής και να ξαναζωντανέψει μες από το ρίγος της ψυχής του τα αρχικά της χρώματα, αυτά που φθάρηκαν από τη χρήση των πολλών; Μήπως είναι το χαμόγελο που ο μαχητής πρέπει να φοράει κάθε που ξεκινάει έναν πόλεμο μικρό ή μεγάλο, μέσα του ή έξω του; Μήπως είναι εκείνη η αλήθεια που του ζητάει να την κάνει ακόμα πιο αληθινή; Εκείνη η πίστη που γίνεται βεβαιότητα και γνώση, ότι “παρ όλ’ αυτά τη μοίρα μας στα χέρια μας την κρατάμε “;
Τελικά η αγάπη του ποιητή είναι η Αγάπη. Αγάπη για τα φανερά και τ’ αφανέρωτα. Για τα παρόντα και για όσα έρχονται από το χθες. Για όσα ποθεί και μέλλονται να ‘ρθουν. Αγάπη για τον άνθρωπο που στενάζει και συνθλίβεται μέσα στις μυλόπετρες ενός ανάλγητου κοινωνικού συστήματος που ενώ όλο και περισσότερο φτιασιδώνεται, όλο και πιο ανυπόφορη γίνεται η δυσοσμία του.
Διότι ο ποιητής αν δεν αγαπά δεν μπορεί να εκφραστεί, δεν μπορεί καν να υπάρξει. Αγαπάει τα πάντα ακόμα κι όταν μιλάει για μίσος. Αγαπάει πάνω απ’ όλα τη ζωή και τα μυστήριά της. Είτε είναι γι αυτόν χαρά είτε θλίψη. Είτε τον πάνε στον ουρανό είτε τον κατρακυλάνε στην κόλαση. Αυτός μένει πάντα ο αφοσιωμένος της ζωής. Κι αυτή η αγάπη τον κάνει να αγωνίζεται για να γίνει αντιληπτό αυτό που δεν είναι αυτονόητο για όλους. Να μη συμβιβάζεται με την ασχήμια της ζωής και να μην αρκείται να την κρίνει και να την καταδικάζει μόνο, αλλά να γίνεται αυτός ο σαλπιστής της νέας ζωής, “χαλαστής μαζί και κτίστης”. Να γίνεται “ταπεινός εργάτης, γεωργός που μοχθεί να καλλιεργήσει τα χωράφια του για να πετάξουνε κλώνους ως και οι πέτρες, για ν ανθίσουν οι μηλιές, για να πετάξουν βλαστάρια τα αμπέλια”.
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Η αγάπη του ποιητή
Είναι το λουλούδι που μιλά
Η λέξη που δε γράφτηκε
Η φωνή που δεν ακούστηκε
Ο Θεός που δε λατρεύτηκε
Η αλήθεια που δεν έγινε ακόμη αληθινή.
Η αγάπη του ποιητή
Είναι μια μέρα που κυλά στην άβυσσο του χρόνου
Και μια σταγόνα βροχής που ενώνεται με τους ωκεανούς.
Μια πέτρα που κρατάει τον Πύργο της Βαβυλώνας όρθιο.
Η αγάπη του ποιητή
Είναι το ποίημα που αρχίζει
όταν φουσκώνουν βλαστοί στο σώμα του
και δεν τελειώνει παρά με το τέλος του
Κάθε φορά που ένα φτερούγισμα ακούγεται
Κάποτε ίσως και πυροβολισμοί
Τότε που οι παλμοί στο στήθος θυμίζουν ποδοβολητό
Και το φιλί δεν έχει όριο
Που η φωτιά λιώνει ατσάλινα συρματοπλέγματα για να φέρει σιμότερα το αύριο
Κι ο κόσμος χάνεται μακριά τρέχοντας πίσω απ την ψυχή του ανέμου
Ως τη στιγμή που θ΄ απλωθεί γαλήνη
Είναι η αγάπη του ποιητή.
Όταν η ίδια στιγμή έρχεται και ξανάρχεται στο νου
Τη μέρα και τη νύχτα, πάντοτε ίδια όμορφη
Και μονάκριβη σαν ανεμώνη,
Απλώνοντας την ηρεμία στο πρόσωπό του
Και ζωγραφίζοντας χαμόγελα στα μάτια του
Είναι η αγάπη του ποιητή.
Ο ζέφυρος σφυρίζει ευτυχισμένος
Και ζωγραφίζει πάνω στα κύματα
Την αγάπη του ποιητή.
Το τριαντάφυλλο που πέρασε απ΄ το ‘να χέρι στ΄ άλλο
Σκύβει το κεφαλάκι του
Κι ευλαβικά προσκυνά
την αγάπη του ποιητή.
Τ΄ αηδόνι σταματά να αφουγκραστεί
Κι έπειτα αρχίζει πιο γλυκά να τραγουδά
Ώσπου οι γελαστές του νότες
γίνονται ο ύμνος της χαράς γύρω απ
Την αγάπη του ποιητή
Η αγάπη του ποιητή είναι θλιμμένη
Σα ψιχάλα του Οκτώβρη
Σαν κιτρινόφυλλο που εγκατέλειψε το δέντρο
Σαν το άγαλμα του Ευτυχισμένου Πρίγκιπα
Σαν τον αποχαιρετισμό και σαν τη Δύση.
Η αγάπη του ποιητή είναι ένα ποτήρι δάκρυα
Πρόσφορο στα ξερά χείλη της ερήμου
Ώρα δώδεκα το μεσημέρι
Τότε που η όαση
Δεν φαίνεται ούτε σαν αυταπάτη.
Είναι ένα απέραντο αμπέλι
Που ένα τσούρμο κοπελιές τρυγά γελώντας
Μπροστά στα ξέχειλα κοφίνια
Και στα τσαμπιά που περισσεύουν μέχρι να σαπίσουν.
Η αγάπη του ποιητή είναι ο ανοιξιάτικος ουρανός
Τότε που ο ήλιος ξεπλένει τα ρυάκια των δακρύων
Στεγνώνει τα χρώματα και αφουγκράζεται τους ύμνους των Θεών.
Είναι η απελπισμένη αναμονή του μακρινού Ονείρου
Είναι η αντοχή της πικρής γεύσης χιλίων ημερών
Στη σκέψη και στη θύμηση
Τότε που το χαμόγελο ξεχνά να εγκαταλείψει την έκφραση
Τα χείλη πονούν και σκάνε από τη δίψα
Και λες πως οι παλμοί στο στήθος βιάζονται να σωθούν την ώρα εκείνη
γνωρίζοντας καλά πως είναι μετρημένοι
Μισώντας της ρουτίνας το ρυθμό
Είναι η αγάπη του ποιητή.
Η αγάπη του ποιητή είναι μονάχα μία
Άλλοτε ιτιά κι άλλοτε πεταλούδα
Τη μια φορά στον άνεμο αντίκρυ με στήθη αντιστασιακά
Την άλλη ευαίσθητη στην αύρα και στο πρωτοβρόχι.
Η αγάπη του ποιητή
Είναι η νέα πίστη στην ασυνόρευτη αγάπη, στ’ ατέλειωτα που ψάχνουν ένα τέλος και στ αδικαίωτα που τα χαμένα δίκια τους γυρεύουν.
Δεν είναι ψέμα πως η αγάπη του ποιητή πεθαίνει
μαζί με το τριαντάφυλλο που μαραίνεται
Ούτε πως ανασταίνεται
από τη μυρωδιά ενός μπουμπουκιού
που ανθίζει.
Η αγάπη του ποιητή είναι ο σταυρός
Οι χτύποι και ο πόνος των καρφιών
Το ξύδι, η χολή
Και η συγνώμη η τελευταία.
Κανένας επιτάφιος δεν είναι τόσο πένθιμος
σαν η καρδιά του παύει να χτυπά
Ούτε και ανάσταση τόσο ανοιξιάτικη
όταν η μαρμαρόπλακα του καταχείμωνου ραγίζει
και η αγάπη του ποιητή γίνεται τότε
τραγούδι γιορτινό
για μια ζωή, που θάνατο δεν ξέρει
για ένα θάνατο που είναι λίπασμα για την ίδια τη ζωή.
Αντώνης Δημητρίου Τσιλάκης