Στην καμμένη γη φυτρώνουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά. Εκεί που κάρπιζε ο μόχθος των ανθρώπων ανεγείρονται τουριστικές μονάδες. Ευκαιρία μετά τα λεγόμενα “ακραία φαινόμενα” να μετατραπούν οι εύφοροι κάμποι σε θανατηφόρες λίμνες. Και οι καλλιεργητές; Ποια τύχη έχουν οι καλλιεργητές, αυτοί που περήφανοι γέμιζαν τις χούφτες τους με τους καρπούς τους; Απελπισμένοι βλέπουν από τη μια στιγμή στην άλλη το βιος τους να χάνεται, το μέλλον τους να σκοτεινιάζει; Σερβιτόροι, που υποκλίνονται, πιτσαδόροι που ματώνουν την άσφαλτο, στρατιές ολόκληρες υπηρετών και παρασίτων στις χωματερές του κεφαλαίου.
Πού χάθηκε ο κύριος και αδελφός μου που υμνεί ο Νικηφόρος Βρεττάκος; Αυτός που σπέρνει, αυτός που υψώνει τα στάχυα στην αγκάλη του γελώντας; Η μοιρολατρία, η αποδοχή του “δε γίνεται τίποτα”, που σαν σαράκι τρώει τις σάρκες των ανθρώπων του μόχθου μεγαλώνει τα αδιέξοδα. Μόνο με τη συμπόρευση στο δρόμο του αγώνα.
Ο ποιητής όμως πιστεύει στον άνθρωπο του μόχθου. Σ αυτόν που χτίζει, σπέρνει και οργώνει, που έχει τη δύναμη να ανάψει καινούργια αστέρια φωτεινά στους ουρανούς, να ζωγραφίσει με δικά του εξαίσια χρώματα την ομορφιά της μέρας, που μπορεί να ημερέψει τα στοιχειά της φύσης, να ανοίξει δρόμους εκεί που δεν υπήρχαν, να φτιάξει πόλεις νέες μέσα σ έναν κόσμο που θα στηρίξει στις δικές του και μόνο πλάτες. Για να γίνει το όραμα όμως πραγματικότητα πρέπει ο ίδιος ο άνθρωπος να πιστέψει στον εαυτό του και τη δύναμή του. Να πετάξει από πάνω του το σαράκι της μοιρολατρίας και του “τίποτα δε γίνεται”. Να συμπορευθεί μ αυτούς που έχουν τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες ανάγκες, τα ίδια όνειρα για έναν άλλο κόσμο στο δρόμο του αγώνα. Μόνο έτσι μπορεί αυτός που παράγει τα ανθρώπινα αγαθά να γίνει ο κτίστης της νέας ζωής, ο υπερήφανος άνθρωπος που με τη δύναμη του μυαλού και των χεριών του, ολόρθος κάτω από βροντώδεις θύελλες θα ξανακάνει τη γη έναν παραδεισένιο τόπο άγραφης γοητείας, όπως είναι το όνειρο του ποιητή.
Ωδή στον άνθρωπο
Κύριός μου και αδελφός μου:
Αυτός που χτίζει.
Αυτός που οργώνει.
Αυτός που τείνει να συσκοτίσει τους πλανήτες
και δικούς του να εντοιχίσει αστέρες
και να βάλει χρώματα της προτίμησής του
στις αυλαίες που ανοίγουνε και κλείνουν
το αβυσσαλέο πανόραμα της μέρας!
Που ημερώνει τα σκοτεινά συμπλέγματα της φύσης,
τους ατίθασους καιρούς που πελαγοδρομούν στην άβυσσο
και ξεριζώνουν των ορέων τις πέτρες σαν φτερά πουλιών!
Αυτός που κατεβαίνοντας ανοίγει δρόμους μες στης γης τα έγκατα
κι ανεβάζει το κάρβουνο στους ώμους του!
Κύριος κι αδελφός μου.
Αυτός που σπέρνει.
Αυτός που υψώνει τα στάχυα στην αγκάλη του γελώντας.
Που βυθίζοντας στο διάστημα τις φλόγινες κεραίες του
αιχμαλωτίζει τα μυστικά ποτάμια του
και τα οδηγεί από το άπειρο κάτω στη γη
όπως ένας μουτζουρωμένος άφτερος άγγελος
που κρατεί στα χέρια του τα χρυσά ηνία των αστεριών!
Αυτός που ανακαλύπτει μέσα σε κάθε κυβικό νεκρού χώρου της νύχτας
έγχρωμα φώτα, οράματα, φθόγγους!
Και που ζημιώνοντας τις δυο φωτιές, το πνεύμα του και το αναμμένο μέταλλο,
δένει τα οικοδομήματα του χρόνου,
που ανεμοσείονται απ’ του χώρου τα υπερωκεάνια ρεύματα,
ολόρθος κάτω από βροντώδεις θύελλες
με τις πλάτες του στηρίζοντας τις πόλεις!
…………………………………………………
Για σένα υπάρχω μοναχά, Κύριέ μου κι Αδελφέ μου,που λειτουργείς
οργώνοντας τη γης μέσα στου σύμπαντος την απαράμιλλη εκκλησιά,
τη στολισμένη με παντός είδους αστερισμούς, με παντός είδους χρώματα,
που τη διασχίζουνε και την περικυκλώνουνε ποτάμια άγραφης γοητείας
οι δυο παράδεισοι: της μέρας και της νύχτας.
……………………………………………………….
Από τη συλλογή “ Ο Ταύγετος κι η σιωπή”
Νικηφόρου Βρεττάκου