Νεανικό ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ για τα Χριστούγεννα των φτωχών και απόκληρων, τα Χριστούγεννα των “Μοιραίων”. Έτσι ξεκίνησε ο Μπέρτολ Μπρεχτ γεννημένος στο Μέλανα Δρυμό, στα Μαύρα Δάση της Γερμανίας. Με όπλα του την αγάπη για τους ανθρώπους, την ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, την αναζήτηση της αλήθειας που κρύβουν στο βάθος τα ίδια τα πράγματα έφτασε στην αδιαπραγμάτευτη επαναστατικότητα.
Λυρικός και βαθιά πραγματιστής, διαχρονικός και τόσο σημερινός και επίκαιρος βρίσκει κατευθείαν την πόρτα της καρδιάς αλλά και του μυαλού μας. Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή. Αλλά η γιορτή ρωτάει ο Μπρεχτ είναι για όλους; Πώς να γιορτάσει αυτός που πεινάει, αυτός που κρυώνει, αυτός που δεν έχει στέγη πάνω από το κεφάλι του για να προστατευτεί απ τα στοιχειά της φύσης; Ο απόκληρος όμως της ζωής θα μείνει για πάντα μακριά από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι; Κάποια στιγμή η φλόγα που ανάβει για να ζεσταθεί, μας λέει ο ποιητής, θα γίνει πυρκαγιά που θα κάψει στο πέρασμά της ό,τι εμποδίζει τον άνθρωπο να πάρει μέρος στη χαρά της ζωής, μιας ζωής που θα είναι γιορτή πραγματική για όλους.
Με το γιγαντιαίο πρωτοποριακό λογοτεχνικό και θεατρικό του έργο ο Μπρεχτ υπερασπίστηκε το δίκιο της εργατικής τάξης και όλων των καταπιεσμένων όπου γης. Η πορεία που ακολούθησε δίδαξε πως ο αγώνας για τη γέννηση ενός καλύτερου κόσμου πρέπει να δίνεται όσο δύσκολοι κι αν είναι οι καιροί.
ΦΤΑΝΟΥΝ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
“Φτάνουν Χριστούγεννα λοιπόν! Παραμονή.
Κι εμείς σαν όλους ετοιμάσαμε γιορτή.
Μα δεν είν’ άνετα σαν φάτνη εδώ μέσα.
Μπαίνει το κρύο από παντού, δεν έχει μπέσα.
Χριστούλη, κόπιασε, γεννήσου αν θες, μα κοίτα:
Σου στρώσαμε, δεν έχει τζάκι όμως και πίττα.
Τρέμουμε κι όλοι αγκαλιαζόμαστε σφιχτά
σαν τους πρωτόγονους σε σκοτεινή σπηλιά.
Το χιόνι πέφτει στο κορμί μας, το παγώνει
το χιόνι εισβάλει στην καλύβα και σαρώνει.
Κόπιασε, χιόνι, μπες, θα βρεις φίλους εδώ:
Κι εμάς μας έδιωξαν από τον ουρανό.
Κρασί ζεσταίνουμε, παλιό και δυνατό
κάνει καλό με τέτοιον άγριο καιρό.
Ζεστό κρασί, ξύλα στην πόρτα καρφωμένα.
Έξω, ουρλιάζουνε αγρίμια θυμωμένα.
Κοπιάστε, αγρίμια, να κρυφτείτε απ’ το χιονιά:
Ούτε τ’ αγρίμια έχουνε ζεστή φωλιά.
Θα ρίξουμε τα πανωφόρια στη φωτιά,
να γίνει η φλόγα της για λίγο πυρκαγιά,
να ζεσταθούμε ενώ θα καίγεται η στέγη,
να ζούμε όταν το σκοτάδι πια θα φεύγει.
κόπιασε, άνεμε–εκεί έξω πως αντέχεις;
Κι εσύ κουράστηκες, κι εσύ σπίτι δεν έχεις.
Μπέρτολ Μπρεχτ