ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ Εξανθρωπισμός του ανθρώπου
image_print

“Δεν είναι αρκετό να γεννηθείς άνθρωπος – έγραφε ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Πρέπει και να γίνεις. Και αυτός είναι ο σκοπός του διαβάσματος. Ο εξανθρωπισμός του ανθρώπου”.

Στο παρακάτω άρθρο του ο Ραφαηλίδης μας μιλάει με το δικό του χαρισματικό τρόπο για το διάβασμα και την ανάγνωση, που αποτελούν σίγουρο όχημα και για τη μεταφορά γνώσεων αλλά και για την αναζήτηση της γνώσης- αλήθειας. Όχι της γνώσης, που δίνεται ως λάφυρο στο τέλος μιας μάχης ή της γνώσης έπαθλο στο τέλος ενός δρόμου αντοχής αλλά για τη γνώση, που είναι αυτή η ίδια η μάχη, αυτός ο ίδιος ο δρόμος. Δρόμος με εμπόδια. Δρόμος που τον πορεύεσαι αγκομαχώντας. Δρόμος ατέρμονος, που το τέλος του, αν έχεις τα κουράγια και δεν τον εγκαταλείψεις στη μέση, σε πάει ως το τέλος της θνητής σου ύπαρξης. Γιατί το ταξίδι της γνώσης είναι το ίδιο το ταξίδι της ζωής. Και η αλήθεια δεν προσφέρεται ποτέ έτοιμη σε συσκευασία δώρου.

Το διάβασμα, η ανάγνωση και ο περιπλανώμενος αναγνώστης
(Από το περιοδικό Διαβάζω Νο 58 4-3-1983)
Αν από το αρχαιοελληνικό ρήμα “διαβιβάζω” διαγράψετε σαν πλεονάζουσα τη μεσαία συλλαβή “βι”, θα πάρετε το νεοελληνικό ρήμα “διαβάζω” που σημαίνει, ακριβώς, διαβιβάζω, δηλαδή μεταφέρω απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Μ’ άλλα λόγια, το διάβασμα είναι μια πράξη μεταφοράς της γνώσης από εκείνον που την έχει στον άλλο που δεν την έχει και που θα επιθυμούσε να την αποχτήσει.
(…)
Το διάβασμα λέγεται και “ανάγνωση”. Τούτη η αρχαιοελληνική και πάντα σε χρήση λέξη παραπέμπει σε μια οντολογική αντίληψη της γνώσης, ενώ η νεοελληνική λέξη “διάβασμα” παραπέμπει σε μια διαλεκτική αντίληψη της γνώσης. Πράγματι, “αναγιγνώσκω” ή “αναγινώσκω” σημαίνει στα αρχαία ελληνικά αναγνωρίζω, γνωρίζω καλά και με σαφήνεια κάτι που προϋπάρχει από μένα τον αναγνώστη. Κι αυτό που προϋπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, είναι η γνώση των άλλων, ή καλύτερα η αλήθεια καθεαυτή σα μια δυνατότητα που ενυπάρχει στη φύση. Στην ανάγνωση η γνώση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία, όπως στο διάβασμα αλλά μια επίμονη αναζήτηση αληθειών που υπάρχουν κάπου έτοιμες και που περιμένουν να τις “συλλέξουμε”, αν διαθέτουμε το μεγάλο χάρισμα να ερχόμαστε σε επαφή με το πνεύμα.

Εδώ η αλήθεια που ψάχνουμε με την ανάγνωση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία αλλά μια οντότητα που υπάρχει κάπου και μας περιμένει εκεί απαθής να την πιάσουμε με την απόχη του μυαλού μας, σα να ήταν πεταλούδα. Όμως, τέτοιες “ακίνητες” αλήθειες δεν υπάρχουν, παρά μόνο στα μυαλά των θεολόγων. Η αλήθεια δεν είναι πράγμα, δεν έχει διαστάσεις, δεν έχει βάρος, δεν έχει σχήμα. Ούτε, ακόμα, είναι οντότητα άυλη και πνευματική. Η αλήθεια είναι μια διαρκής αναζήτηση που δεν σταματάει ποτέ. Η, αλήθεια συνεπώς είναι πάντα σχετική, και ο βαθμός της εγκυρότητάς της εξαρτάται πάντα απ’ τη νόηση και την παιδεία εκείνου που την ψάχνει, καθώς κι απ’ το ιδεολογικό σύστημα στα πλαίσια του οποίου την ψάχνει.
(…)
Τόσο η ανάγνωση όσο και το διάβασμα προϋποθέτουν ένα έξυπνο και στοχαστικό υποκείμενο που είτε μετέχει στη διαδικασία της μεταβίβασης της γνώσης (διάβασμα) είτε ψάχνει για τα σταθερά ερείσματα του νου (ανάγνωση). Το δυστύχημα είναι πως τούτο το αναγκαίο για τη γνώση υποκείμενο,δηλαδή ο αναγνώστης, δεν είναι ούτε πάντα έξυπνο ούτε αναγκαστικά στοχαστικό. (Η βαθιά και πλήρης μεταφυσική προσέγγιση των προβλημάτων προϋποθέτει κι αυτή βαθιά και πλήρη νόηση. Το παραλήρημα και η έκσταση δεν βοηθούν τη μεταφυσική, βοηθούν μόνο την αποβλάκωση). Έτσι, τοδιάβασμα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, έχει εκπέσει σε μια εντελώς χρησιμοθηρική διαδικασία, μηχανική, ανούσια και αντιπνευματική, που δεν αποσκοπεί ούτε στη μεταβίβαση της γνώσης, που είναι το διάβασμα στη διαλεκτική-του έννοια, ούτε στην αποκάλυψη αληθειών, που είναι το διάβασμα(ανάγνωση) στην οντολογική του έννοια.
(…)
Οι περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν για τους παρακάτω λόγους: Για να αποχτήσουν ένα χρήσιμο στον βιοπορισμό τους δίπλωμα, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις πετύχουν το σκοπό τους. Εδώ το διάβασμα είναι ένα “αναγκαίο κακό” που μπορεί να γίνει μαρτύριο για τον σπουδαστή που πασχίζει να πάρει ένα δίπλωμα κι όχι να μάθει κάτι από αγάπη για τη μάθηση και προσωπικό ενδιαφέρον για τη γνώση. Σ’ αυτή την περίπτωση ο δάσκαλος, εντέλλεται να παίξει ρόλο χωροφύλακα της γνώσης, και γιαυτό συχνά αφήνει τη διδαχή και πιάνει την μαγκούρα. Πρόκειται για την τυπικά αστική αντίληψη περί γνώσεως, νοούμενης σαν “χρήσιμο εργαλείο” στην πιο χυδαία εκδοχή. Είναι χρήσιμη η γνώση γιατί μ’ αυτήν θα βγάλουμε λεφτά.

Για ν’ αποχτήσουν κοινωνικό κύρος, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις το αποχτήσουν ή το συνεχίζουν “με μέτρο”, ίσα ίσα για να τροφοδοτούν το κύρος τους και για να μη βρεθούν ξαφνικά “ντεμοντέ”. Είναι καταπληκτικό το τι ανοησίες διαβάζουν οι “παράγοντες”, των οποίων τα φρικαλέα αναγνωστικά γούστα τα επισημαίνουμε κάθε Χριστούγεννα σ’ εκείνους τους άκρως αποκαλυπτικούς αναγνωστικούς απολογισμούς των εφημερίδων, που λες και γίνονται ίσα ίσα για να εκθέσουν τους αποπνευματοποιημένους “πνευματικούς” μας ανθρώπους.
Για να ξεκουράζονται απ’ τη “σοβαρή” τους δουλειά!!! Εδώ έχουμε τον πλήρη και ολικό εξευτελισμό της λειτουργίας της ανάγνωσης, που γίνεται πράξη τελείως περιστασιακή και περιθωριακή, ίσης αξίας και σημασίας με το κουμ-κάν ή με τη μεσημβρινή σιέστα.
(…)
Απομένει μια τελευταία κατηγορία αναγνωστών: Είναι αυτοί που διαβάζουν από μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη, που θέλουν οπωσδήποτε να ικανοποιήσουν κάποιες ουσιαστικές περιέργειές τους και να βρουν απαντήσεις — που εκ των προτέρων ξέρουν πως δεν θα τις βρουν τελικά— σε μερικά πρωταρχικά και βασανιστικά ερωτήματα σχετικά με τον κόσμο μέσα στον οποίο βρέθηκαν τυχαία πεταγμένοι με μια γέννηση για την οποία δεν φέρουν καμιά ευθύνη. Μ’ άλλα λόγια είναι αυτοί που δεν αρκούνται στο γεγονός πως γεννήθηκαν άνθρωποι και που προσπαθούν να γίνουν άνθρωποι,προτάσσοντας έτσι την ύπαρξη στην ανθρώπινη “ουσία” τους, όπως θα έλεγε ο Σάρτρ. Η γεμάτη αίμα και δυστυχία ανθρώπινη Ιστορία μαρτυράει πως δεν είναι αρκετό να γεννηθεί κανείς άνθρωπος. Πρέπει να γίνει άνθρωπος. Κι αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της ανάγνωσης: Μας κάνει ανθρώπους ικανούς να ξεχωρίζουμε το ανθρώπινο απ’ το ζωώδες, το νοητικό απ’ το ενστικτώδες, το καλό απ’ το κακό, το όμορφο απ’ το άσχημο, το δίκαιο απ’ το άδικο.

Αν δεν γίνουμε ικανοί για τέτοιους διαχωρισμούς, που πρέπει να γίνονται αυτόματα ύστερα από μια κάποια ηλικία, θα έχουμε διαρκώς ανάγκη από ερμηνευτές των γραφών, που ως γνωστόν δεν τις ερμηνεύουν πάντα προς όφελος μας. Αν προηγηθεί η ανθρώπινη “ουσία” της ανθρώπινης ύπαρξης το μόνο που θα μπορούσε να μας σώσει πια είναι μια βαθιά, πλήρης και ειλικρινής πίστη στο Θεό, που όλα τα ξέρει κι όλα τα μπορεί για λογαριασμό ημών των ταπεινών, των αγνοούντων και των ανήμπορων.

Μπορούμε έτσι να δώσουμε αποφασιστική λύση στο φρικτό πρόβλημα της υπαρξιακής μας αγωνίας. Αλλά σε τι θα διαφέρει πια ο άνθρωπος απ’ το πρόβατο αν έπαυε να αγωνιά και να βιώνει την αγωνία του με πληρότητα, όπως ο Κίργκεργκορντ, για παράδειγμα, που όλο προσέγγιζε το Θεό κι όλο τούφευγε, ή όπως ο Καμύ που έζησε και πέθανε ηρωικά και πένθιμα, σαν τον Σίσυφο που τον λάτρεψε περίπου σα θεότητα;
Όταν μιλάμε για σωστούς αναγνώστες, λοιπόν, πρέπει να αναφερόμαστε μόνο σ’ αυτούς που αντιμετωπίζουν τη γνώση σαν απολύτως αναγκαία για την ίδια-τους την ύπαρξη, όπως το οξυγόνο. Οι υπόλοιποι, απλώς γεννήθηκαν άνθρωποι που αρνούνται τον παραπέρα εξανθρωπιστισμό – τους μέσα απ’ τη γνώση. Δικαίωμά τους να εξομοιώνουν την κατάστασή τους μ’ αυτήν του προβάτου
.

 

 

image_print