Ισχυρισμός είναι ένας συλλογισμός που, κατά την άποψη αυτού που τον χρησιμοποιεί, δεν χρειάζεται απόδειξη. Τον θεωρεί αυταπόδεικτο. Ο συλλογισμός αυτός προσπαθεί να επιβληθεί δυναμικά, χωρίς να υποστηρίζεται από λογικά επιχειρήματα.
Στην εποχή μας έχει ευρύτατη εφαρμογή στο μάρκετινγκ αλλά έχει ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία στην πολιτική.
Στη σύγχρονη Προπαγάνδα χρησιμοποιείται συχνά με τη μορφή μιας ενεργητικής, ενθουσιώδους δήλωσης, που παρουσιάζεται σαν γεγονός, ενώ δεν είναι αναγκαστικά αληθινή. Υπαινίσσεται πως δεν χρειάζεται επεξήγηση και απόδειξη και θα πρέπει να γίνει αποδεκτή ασυζητητί.
Ο ισχυρισμός είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη μορφή προπαγάνδας διότι μπορεί να περιέχει μυθεύματα ή ψέμματα. Συνήθως είναι μια απλούστευση, δηλαδή μια σύντομη απάντηση σε σύνθετα κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Ξεκινά συνήθως με εκφράσεις όπως “Δεν υπάρχει αμφιβολία …”, “Όλοι μας ξέρουμε…” κλπ. Οι εκφράσεις αυτές δεν είναι πάντοτε αθώες. Χρησιμοποιούνται για να αποφευχθεί η ανάλυση, η απόδειξη, για να κλείσει η πόρτα σε οποιαδήποτε αμφιβολία, απορία ή αντίρρηση.
Η επιβολή των ισχυρισμών
Ένας από τους τρόπους επιβολής ενός ισχυρισμού είναι η επανάληψη. Άλλος τρόπος είναι ο αυταρχισμός με τον οποίο εκφράζεται ή ο δραματικός τόνος της φωνής, που μπορεί να συνοδεύονται με κατάλληλες κινήσεις της κεφαλής, εκφράσεις και χειρονομίες.
Οι τεχνητές συνθήκες έλλειψης χρόνου και κλίματος έντασης βοηθούν στην εύκολη αποδοχή του ισχυρισμού. Δηλαδή σε συνθήκες που ο στόχος της προπαγάνδας δεν προλαβαίνει να σκεφτεί, ή δεν έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί νηφάλια, ο ισχυρισμός περνώντας απαρατήρητος κάνει την καταστροφική δουλειά του, που μπορεί να είναι απλά η απόσπαση ενός Ναι ή ενός Όχι από το στόχο. Ο στόχος μπορεί να είναι ένα πολιτικό ακροατήριο ή και ολόκληρος ο λαός. Αυτό το Ναι ή το Όχι μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες αν αφορά σε ένταξη σε κάποιο διεθνή οργανισμό, συμμετοχή σε πολεμικές περιπέτειες, ή εκλογική αναμέτρηση.
Ισχυρισμοί συνδυασμένοι με άλλες μορφές προπαγάνδας
Ένας ισχυρισμός μπορεί να περιλαμβάνει ασαφείς έννοιες, απειλές, να υπαινίσσεται δόξες ή συμφορές. Όσο πιο υψηλή θέση κατέχει αυτός που τον εκφράζει τόσο πιο εύκολα γίνεται αποδεκτός, διότι ο κοινός άνθρωπος πιο εύκολα συμφωνεί παρά διαφωνεί με κάποιον που θεωρεί ανώτερό του, ισχυρότερό του. Η επιβεβαίωση μάλιστα από την πλευρά του ηγέτη ότι ενεργεί προς όφελος του κοινού ανθρώπου λειτουργεί σαν στήριγμα για την αποδοχή του ισχυρισμού.
Η συνειδητή και για πολλαπλούς στόχους χρήση της τεχνικής του ισχυρισμού για την καθυπόταξη τμημάτων της κοινωνίας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η τεχνική αυτή δεν χρησιμοποιείται ούτε στον ίδιο βαθμό ούτε με το ίδιο τρόπο σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το πνευματικό και μορφωτικό επίπεδο, η κοινωνική ομάδα ή τάξη του στόχου παίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στην αναγκαιότητα χρήσης όσο και στη διαμόρφωση κλίματος αποδοχής ενός ισχυρισμού. Για παράδειγμα, σε μία ομιλία του προς μία συνάθροιση βιομηχάνων ένας πρωθυπουργός προσπαθεί περισσότερο να πείσει το ακροατήριο παρά να επιβληθεί με ισχυρισμούς, ενώ ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει σε μια διακήρυξη, συνέντευξη ή σε μια προεκλογική ομιλία.
Μετά τη χρήση του ισχυρισμού και την επίτευξη του σκοπού του, η εκ των υστέρων κριτική αντιμετώπιση ή ακόμη και η διάψευση του ισχυρισμού δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο στόχος έχει επιτευχθεί με όλες τις συνέπειες, που μπορεί να έχει και η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση μπορεί να είναι ασύμφορη, ή ιδιαίτερα επώδυνη, ή ακόμη και αδύνατη.