Ο Χικμέτ όταν γράφει την “ Κυριακή” του είναι κλεισμένος στις φυλακές Τσάνγκιρι. Το καθεστώς τον έχει ήδη καταδικάσει σε σαράντα χρόνια φυλακή. Το έγκλημά του; Είναι κομμουνιστής. Γιατί αρνείται να δεχτεί τη φτώχεια και την αθλιότητα της ζωής του λαού του, το πνευματικό σκοτάδι, την εγκατάλειψή του στη σκοτεινή του μοίρα. Γιατί έκανε τη μοίρα όλου του κόσμου δική του μοίρα.
Αυτός ο από κούνια αριστοκράτης, που τα είχε όλα, αγωνίζεται γι αυτούς που δεν έχουν τίποτα, που ζουν μέσα στην αδικία και την απανθρωπιά, θύματα της κοινωνικής βίας και της εκμετάλλευσης. Αγωνίζεται για την ομορφιά της ζωής, όχι ως μία ουτοπία αλλά ως μια ιστορική αναγκαιότητα, που τη δικαιούνται όλοι οι κατατρεγμένοι και βασανισμένοι αυτού του κόσμου. Πώς να παλέψεις όμως για την ομορφιά αν δεν την έχεις μέσα σου; Και ο ποιητής την έχει όλη κλεισμένη στην καρδιά του.
Γι αυτό και αντέχει. “Τρύπησαν την καρδιά μου από δεκαπέντε μεριές. Θάρρεψαν πως δε θα χτυπάει πια η καρδιά μου από τη λύπη της. Η καρδιά μου πάλι χτυπά. Η καρδιά μου πάλι θα χτυπήσει.” Γι αυτό και δε λυγίζει.
Μετά από μια απομόνωση ατέλειωτων ημερών επιτέλους του επιτρέπουν οι δεσμώτες του να δει φως και ουρανό. Ένας ήλιος κι ένας γαλάζιος ουρανός. Μια μικρή εικόνα του μεγάλου απέραντου κόσμου μέσα από την αυλή της φυλακής του. Κι αυτός είναι ευτυχισμένος μόνο γιατί υπάρχει εκείνη τη στιγμή. Γιατί ο κόσμος από μόνος του είναι ένα όμορφο πανηγύρι. Γιατί η ζωή από μόνη της είναι το απόλυτο καλό και “τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό απ’ τη ζωή δεν είναι” και “είναι η ζωή επιτέλους ωραία αδελφέ μου”.
Είναι ευτυχισμένος γιατί είναι κομμάτι αυτού του υπέροχου σύμπαντος “Η γης, ο ήλιος και η αφεντιά μου”. Κι ακόμα, γιατί είναι άνθρωπος και οι άνθρωποι είναι αυτοί “που οδηγούν τους ανθρώπους στις καλύτερες μέρες” Και γιατί δεν μπορεί να είσαι επαναστάτης και να μην είσαι γεμάτος από χαρά, από ενθουσιασμό, από πίστη για το αύριο που έρχεται.
“Το ξέρω ακόμα δεν τελείωσε της δυστυχίας το συμπόσιο. Μα θα τελειώσει” γιατί “τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα”.
Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η
Σήμερα ημέρα Κυριακή.
Και σήμερα πρώτη φορά
μ΄ αφήκαν να βγω στη λιακάδα.
Κι εγώ πρώτη φορά στη ζωή μου
κοίταξα ασάλευτος τον ουρανό.
Πόσο μακριά από μένα είναι,
πόσο γαλάζιος είναι, πόσο απέραντος.
Κάθομαι καταγής γιομάτος σεβασμό
τη ράχη μου στον άσπρο τοίχο ακουμπώντας.
Όχι, δεν είναι τούτη τη στιγμή
για να ριχτώ στα κύματα.
Όχι, ο αγώνας τούτη τη στιγμή
ούτε κι η λευτεριά κι ούτε η γυναίκα.
Η γης, ο ήλιος κι η αφεντιά μου.
Είμαι ένας άνθρωπος ευτυχισμένος.
Ναζίμ Χικμέτ
Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος