Γιατί τον σκότωσαν γιατί
το γελαστό τον ποιητή
αυγούλα στη Γρανάδα..;
Γιατί η αληθινή ποίηση είναι πράξη αγάπης, εξανθρωπισμού και απέραντης αλληλεγγύης. Γιατί ανήκει στη δούλεψη του αγαθού και του ωραίου.
Γιατί ξεδιψάει και καθαρίζει την ψυχή από κάθε φτηνό και μιαρό. Γιατί προετοιμάζει την αυγή, που αναπότρεπτα θα χαράξει. Γιατί για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς άλλους ακόμα η ποίηση είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του φασισμού. Κι αυτό το ήξεραν οι φασίστες μελανοχίτωνες, που τα ξημερώματα της 19ης Αυγούστου του 1936 ανέλαβαν να σιγήσουν για πάντα “το αηδόνι της Ανδαλουσίας”. Τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Τον ποιητή που πίστευε ότι κάθε αληθινός ποιητής είναι και επαναστάτης.”Εγώ πάντα θα είμαι στο πλευρό αυτών, που δεν έχουν τίποτα και στους οποίους δεν επιτρέπεται καν να απολαύσουν ειρηνικά το τίποτα που έχουν”.
Χωρίς να τον περάσουνε από δίκη αφού πρώτα τον ανάγκασαν να σκάψει μόνος του τον τάφο του, αυτοί για τους οποίους είχε γράψει: ” Μαύρα τ άλογά τους και τα πέταλά τους μαύρα πάνω στις κάπες τους γυαλίζουν κεριού και μελανιού λεκέδες. Μα η χωροφυλακή προχωράει σπέρνοντας φλόγες….” , τον τουφέκισαν άνανδρα και πισώπλατα. Το έγκλημα έγινε κάπου 200 μέτρα μακριά από μια παράξενη πηγή με παγωμένο αναβράζον νερό, που οι Άραβες στα χρόνια τους την ονόμαζαν Αιναδαμάρ, δηλαδή πηγή των δακρύων.
Στη συλλογή του”Ποιητής στη Ν. Υόρκη” έγραφε ο Λόρκα σ ένα του ποίημα
” Έπειτα κατάλαβα ότι είχα δολοφονηθεί.
Με έψαξαν σε καφετέριες, νεκροταφεία και εκκλησίες… αλλά δε με βρήκαν.
Δε με βρήκανε ποτέ; Όχι ποτέ δε με βρήκαν.”
Και πράγματι αυτό το ποίημα λειτούργησε ως προφητεία. Ογδόντα χρόνια έχουν περάσει και ο τάφος του μεγαλύτερου Ισπανού ποιητή του 20ου αιώνα παραμένει ακόμα άγνωστος.
Ο Φεδερίκο ντελ Σαγράδο Κοραθόν ντε Χεσούς Λόρκα, ποιητής, ζωγράφος, μουσικός και θεατρικός συγγραφέας, πολυσχιδής προσωπικότητα με αστείρευτο ταλέντο είναι η ίδια η Ισπανία, είναι το ανδαλουσιάνικο τοπίο, είναι οι ηλιοκαμμένοι άντρες με τα λευκά πουκάμισα , τα κορίτσια με τα πολύχρωμα ή τα κατάμαυρα πένθιμα φουστάνια, είναι το ντουέντε της ισπανικής ψυχής. Το ντουέντε, λέξη που δύσκολα μεταφράζεται και ορίζεται σε άλλη γλώσσα, αποτελεί μια ψηλάφηση στα λιγότερα συνειδητά επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί που κατοικούν οι πληγές και οι οδύνες, τα απόκρυφα όνειρα, εκεί που βρίσκονται όλα τα ανείπωτα και τα ανομολόγητα. Έχει ειπωθεί πολύ εύστοχα: ” Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει ντουέντε”. Ο ίδιος ο ποιητής έγραφε για το ντουέντε: “Η Ισπανία καίγεται αδιάκοπα από το ντουέντε. Είναι μια χώρα θανάτου, μια χώρα ανοιχτή στο θάνατο”.
Σ όλες τις χώρες ο θάνατος είναι ένα τέλος. Φτάνει και τα παραθυρόφυλλα κλείνουν. Όχι στην Ισπανία. Στην Ισπανία ανοίγουν. Πολλοί Ισπανοί ζουν ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους ως τη μέρα που θα πεθάνουν και τότε τους βγάζουν στον ήλιο. Σε καμμιά άλλη χώρα ο πεθαμένος δεν είναι πιο ζωντανός απ ότι στην Ισπανία.”
Τα θέματα που έρχονται και ξανάρχονται στο έργο του Λόρκα είναι ο γενέθλιος τόπος του, η πολυαγαπημένη Ανδαλουσία της καρδιάς του. Ελιές, ατέλειωτες σειρές από ασημοπράσινες ελιές και περιβόλια.“Ο κάμπος με τις ελιές ανοίγει και κλείνει σαν μια βεντάλια. Οι ελιές είναι φορτωμένες κραυγές”. Είναι ο θάνατος και ο έρωτας, ένας έρωτας άγριος και απόλυτος, που μπορεί να λυτρωθεί μόνο με το θάνατο. Είναι η μοίρα και η ζωή, η ζωή που διαφεντεύεται από τη μοίρα καθώς γίνεται άθυρμα στα χέρια της. Είναι η ζωή που πορεύεται μαζί με το θάνατο σε αχώριστη παρέα, “τη ζωή και το θάνατο του κόσμου, που φιλιούνται κι αγκαλιάζονται”. Είναι ο άνθρωπος αντάρτης, που παλεύει σ έναν αγώνα άνισο, του οποίου η έκβαση έχει από τα πριν αποφασισθεί από δυνάμεις σκοτεινές και υπέρτερες.
Το τραγικό στοιχείο διαποτίζει όλο το έργο του Λόρκα με ένα λυρισμό όμως που γλυκαίνει ακόμα και τη συμφορά, που κάνει τρυφερό ακόμα και το θάνατο. Στον πυρήνα του ποιητικού και θεατρικού του έργου” η σάρκα”, το σώμα, ως απόλυτος αφέντης και δυνάστης, συνεργάζεται με τη μοίρα στο ύπουλο παιχνίδι, που εξυφαίνει σε βάρος της ανθρώπινης βούλησης και λογικής.
Στο “θρήνο για τον Ιγνάθιο Μεχία Σάντσο”, πρώτο της Ισπανίας ταυρομάχο και φίλο καρδιακό του Λόρκα, ο ποιητής ωθούμενος από το πόνο για το τραγικό και άδικο τέλος του Ιγνάθιο, δημιουργεί ένα πραγματικό έπος ηρωικό και πένθιμο, αντίστοιχο και αντάξιο του αδικοχαμένου.
“Πέντε η ώρα που βραδιάζει,
πέντε ακριβώς την ώρα που βραδιάζει
φέρνει έν αγόρι το νεκροσέντονο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη
πέντε η ώρα που βραδιάζει
Θάνατος τ άλλα, θάνατος μονάχα.
Παλεύει η περιστέρα με τ’ αγρίμι
πέντε η ώρα που βραδιάζει
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά
πέντε η ώρα που βραδιάζει
τ’ αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος
πέντε η ώρα που βραδιάζει
οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι
πέντε η ώρα που βραδιάζει
Ήτανε πέντε σ’ όλα τα ρολόγια
ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ
Δε θέλω να το βλέπω
η θύμησή μου καίγεται!
Μηνύστε το στα γιασεμιά
με την αέρινη ασπράδα.
Δε θέλω να τον βλέπω
…….
Πέντε η ώρα. Εδώ έχουμε την ακινητοποίηση, το πάγωμα του χρόνου στην ώρα του μεγάλου κακού . Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. Όλα έγιναν μια κηλίδα κόκκινο αίμα, που όλο μεγαλώνει βάφοντας κόκκινο έναν ολόκληρο ωκεανό. Ο θάνατος σε όλη του τη φρίκη “…Δε θέλω να τον βλέπω..”, λέει και ξαναλέει, αλλά και σε όλη του το μεγαλοπρέπεια. Με εκπληκτικές εικονοποιήσεις και μεταφορές, κάνοντας συχνή χρήση από επαναλαμβανόμενα αγαπημένα του μοτίβα, όπως το φεγγάρι, το νεκροσέντονο, καταφέρνει να μας κάνει κοινωνούς ενός κόσμου πάθους για ό,τι μεγάλο, ωραίο και σημαντικό, να μας δείξει πόσο εύκολα γίνεται ή υπέρβαση και το πέρασμα από τα απλά και καθημερινά στα σπουδαία και μεγάλα, πόσο το τυχαίο παραμονεύει σε κάθε στιγμή για να μετατρέψει το συνηθισμένο άνθρωπο σε τραγικό ήρωα.
Ο Λόρκα όπως στο έργο του έτσι και στη ζωή του υπήρξε ελεύθερος, περήφανος κι ανυπότακτος. Είχε τη γενναιότητα να είναι ο εαυτός του, αρνούμενος τον πουριτανισμό και την ομοφοβία μιας κοινωνίας αυστηρής, σκληρά απαγορευτικής και υποκριτικής.
Ο μήνας Αύγουστος, μήνας σημαδεμένος από τη μοίρα και το θάνατο. Αύγουστο σκοτώθηκε ο φίλος του ο αγαπημένος, το καμάρι της Ισπανίας ο ταυρομάχος Ιγνάθιο Μεχία Σάντσο. Αύγουστο διάλεξε σε ποίημά του ως μήνα θανάτου ο ποιητής
“Στις 25 Ιουνίου άνοιξε ο Αμάργκο τα μάτια του
και στις 25 Αυγούστου ξάπλωσε για να τα κλείσει” .
Αύγουστο μήνα έγινε και η συνάντηση με το δικό του θάνατο.“Εμείς μόνοι μας επιλέγουμε το θάνατό μας”, έγραφε ο Ρίλκε, εννοώντας ότι είναι ο θάνατος ως ένα βαθμό η απόληξη πολλών δικών μας επιλογών. Όμως, όπως και νάναι, ο θάνατος, που τον παραμόνευε
…..”Μεσ’ απ’ τον κάμπο, μεσ’ απ’ τον άνεμο
άλογο μαύρο, κόκκινο φεγγάρι.
Είν’ ο θάνατος εκεί και με παραμονεύει
ψηλά απ’ τους πύργους πάνω
της μακρινής μου Κόρδοβας.”
. . . . . . . . . . . . . . . .
ήρθε από το μίσος αυτών, που εχθρεύονταν όσο τίποτε άλλο, όλα αυτά τα αληθινά και ωραία, που έκφραζε και εκπροσωπούσε η ζωή του και το έργο του. Πόσο έξω είχε πέσει ο Λόρκα, όταν με την τρυφερή του πίστη στο καλό, έλεγε “Είμαι ποιητής και κανείς δεν πυροβολεί τους ποιητές”. Η διακήρυξη του Φράνκο, ότι ” θα προστατέψει την Ισπανία από τη διεθνή κομμουνιστική συνωμοσία”, δεν άφηνε κανένα περιθώριο.
Έτσι στα 38 του χρόνια,ξημερώματα 19 Αυγούστου του 36, έφυγε ο ποιητής για το στερνό ταξίδι..
” … απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα από τα διψασμένα της χωράφια τ ανοιχτά.”