“Ποιόν περιμένετε να ρθει;
Ποιόν καρτερείτε να σας σώσει;
Εσείς οι ίδιοι με τα χέρια σας
με το μυαλό σας, με την πράξη
αν δεν αλλάξετε τη μοίρα σας
ποτέ της δεν θ αλλάξει”
Λόγια δυνατά με διαχρονική ισχύ και πάντα επίκαιρα, όσο ο άνθρωπος δεν παίρνει τη μοίρα του στα χέρια του, όσο οι λαοί μοιράζουν εξουσιοδοτήσεις και πληρεξουσιότητες αρνούμενοι να αποφασίσουν για τις τύχες τους με βάση τα συμφέροντά τους. Γέννημα- θρέμμα του λαού, ο ποιητής ,“που ψαρεύει τ άπιαστο και τ άφταστο”, όπως γράφει ο Ρίτσος είναι ο άγνωστος για τους πολλούς Φώτης Αγγουλές, που σαν σήμερα το 1964 ξεψύχησε στο διάδρομο της τουριστικής θέσης του πλοίου “ Κολοκοτρώνης” ταξιδεύοντας από Χίο προς Πειραιά . Στην τσέπη του είχε μόνο είκοσι δραχμές και στην καρδιά του μόνο πόνο, θλίψη και ατέλειωτες πληγές από τις αδικίες και τους κατατρεγμούς που έζησε.
Μικρό παιδί γνώρισε τον ξεριζωμό από τη γενέθλια γη της απέναντι όχθης,τη φτώχεια και την πείνα στη νέα πατρίδα και τον ατέλειωτο μόχθο για να μπει λίγο ψωμί στο τραπέζι. Η βιοπάλη ήταν μονόδρομος για τον μικρό Φώτη, που ψάρευε μαζί με τον πατέρα κι έβγαινε μετά στις ρούγες της Χίου,την πατρίδα του ξενιτεμού του, όπως την έλεγε, για να ξεπουλήσει την πρωινή ψαριά. ‘Ο Φώτης αν και όπως έγραφε ο δάσκαλός του ήταν “παιδί προικισμένο με σπάνια προσόντα που δύσκολα συναντάς” άφησε το σχολείο στη δεύτερη τάξη ενώ στα εννιά του χρόνια μπορούσε κι έγραφε και διάβαζε καλύτερα κι από τους μεγάλους. Εγκύκλια μαθήματα δεν πήρε ποτέ, η ποιητική του φλέβα όμως γεμάτη ευαισθησίες για όλα τα μεγάλα και τα μικρά που οι κεραίες της ψυχής του συνελάμβαναν άρχισε πολύ γρήγορα να ψάχνει να εκφραστεί. Από τα δίστιχα που σκάρωνε για να διαλαλεί τα ψάρια του μέχρι τα ποιήματα που γράφει όπου βρει χαρτί και μολύβι. Όταν έφηβος πια παρατά το ψάρεμα, το ένστικτό του τον οδηγεί σ ένα χώρο που μύριζε βιβλίο. Πιάνει δουλειά στο τυπογραφείο που εξέδιδε τη Χιώτικη εφημερίδα “Ελευθερία” κι εκεί μέσα έρχεται σε επαφή με συγγραφείς και μεγάλους διανοητές. Διαβάζει τα πάντα. Ρουφάει τη γνώση που τόσο βάρβαρα την είχε στερηθεί κι από απλό μαστορόπουλο γίνεται διορθωτής. Σύντομα τυπώνει το πρώτο του βιβλιαράκι με πεζά και ποιήματα, αφιέρωμα ψυχής στο Τσεσμέ,στη πατρίδα- μάνα που τον γέννησε και στους ανθρώπους της.
“Στη γης πατώ κι η γης πονεί κι αψά φωνάζει.
Ποιος έχει πόνο στην καρδιά και δεν αναστενάζει;”
Στις εκλογές του 33 μέσα από την εφημερίδα αλλά και με άρθρα που γράφει, όπου βρει, στέκεται στο πλευρό του “Ενιαίου μετώπου εργατών-αγροτών” και δίνει μάχη εναντίον των κομμάτων που υποστήριζαν οι εφοπλιστές. Η ταξική του συνείδηση αν και αδιαμόρφωτη ακόμα σε θεωρητικό επίπεδο, τον βάζει εν τούτοις εκεί όπου ανήκει. Μπορεί να μην έχει διαβάσει ακόμα το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και να μην ξέρει ποιος το έγραψε μπερδεύοντας τον Μαρξ με τον Ένγκελς, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να βρεθεί στο μετερίζι του αγώνα δίπλα στους ταπεινούς και καταφρονεμένους αυτού του κόσμου. Όταν σε πείσμα της τρομοκρατίας των μαύρων καιρών της Μεταξικής δικτατορίας γράφει εναντίον του Μουσολίνι και του φασισμού δικάζεται και κλείνεται στη φυλακή. Στην κατοχή, μόλις οι Γερμανοί επιβιβάζονται στο νησί, ο Αγγουλές μαζί με άλλους αντιφασίστες φεύγει μ ένα καΐκι για τη Μέση Ανατολή. Τον τοποθετούν στο τυπογραφείο που εκδίδει το στρατιωτικό περιοδικό Ελλάς. Με προϊστάμενο το Σεφέρη, που είχε ακολουθήσει την κυβέρνηση στο Κάιρο, κονταροχτυπιούνται στο θέμα της στόχευσης της τέχνης. Γράφει υπερασπιζόμενος τη στρατευμένη ποίηση. Αυτή που γράφεται από τους προλετάριους για τους προλετάριους. “ Η αστική ποίηση είναι ποίηση του Εγώ, η προλεταριακή του Εμείς, άρα και της ανθρωπότητας όλης. Σήμερα μπορεί να είναι αδέξια. Αύριο θα είναι ποίηση υψηλότερη από την αστική.” Κι ο μεγαλοσχήμων Σεφέρης από το θώκο του πρέσβη, μεγαλοαστός από την κούνια του, με την υπεροψία της τάξης του και υπερασπιζόμενος το δόγμα, ότι η ποίηση δεν απευθύνεται στους τσαγκάρηδες που γυρνούν το βράδυ κατάκοποι από τη δουλειά, γράφει για τον “Μιαρό Γιακωβίνο”, όπως αποκαλεί τον Αγγουλέ στις Μέρες Δ : “Νομίζει ότι δουλεύει για το λαό ξεχαρβαλώνοντας τα άξια πράγματα , βρομίζοντας τα καθαρά με πασαλείμματα ,τσαπατσουλεύοντας, όπως του είπα. Οι άνθρωποι αυτοί (σαν τον Αγγουλέ) νομίζουν ότι τέχνη σημαίνει στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική”. Πώς να καταλάβει ο ποιητής των διπλωματικών σαλονιών που συγχρωτιζόταν μόνο με την παγκόσμια πνευματική ιντελιγκέντσια τον εργάτη ποιητή που κάθισε στα σχολικά θρανία δύο μόνο χρόνια και αυτομορφώθηκε με διαβάσματα κάτω από στύλους και μέσα στους δρόμους της σκληρής βιοπάλης;
Στη Μέση Ανατολή συμμετέχοντας τον Απρίλη του 44 στην εξέγερση των στρατευμένων συλλαμβάνεται μαζί με άλλους κομουνιστές από τους Άγγλους και γυρίζοντας από φυλακή σε φυλακή στο τέλος μεταφέρεται με αγγλικά καμιόνια και κλείνεται στα σύρματα του Ντεκαμερέ, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, πραγματική κόλαση, για τους αντιφρονούντες Έλληνες στρατιώτες. Εκεί οι κακουχίες και οι άθλιες συνθήκες επιδεινώνουν το άσθμα που τον βασανίζει και εξαθλιώνουν ακόμα περισσότερο την ήδη βεβαρημένη του υγεία. Όταν το Νοέμβρη του 45 επιστρέφει στη Χίο, είχε ήδη υπογραφεί η Συμφωνία της Βάρκιζας και έχει ξεκινήσει σε βάρος των κομμουνιστών ένας ορυμαγδός διώξεων, επιθέσεων, εξευτελισμών, τραμπουκισμών. Ο Φώτης ως μέλος του ΚΚΕ υφίσταται την εκδικητικότητα, το μίσος και το άγριο κυνηγητό του κράτους και του παρακράτους. Τον φωνάζουν στη χωροφυλακή κι εκεί ο διοικητής, όπως ενημέρωσε το ΓΕΣ “… Στον εν λόγω ασπασθέντα τας κομμουνιστικάς ιδέας επεδείχθη η συνήθης δήλωσις την υπογραφή της οποίας ηρνήθη επιμόνως. Έκτοτε παρακολουθείται η δράσις του.” Τριγυρίζει όλο το νησί έχοντας πάντα στο κατόπι του σκιά κανονική ένα χωροφύλακα, που κάποια στιγμή ξεθεωμένος από το περπάτημα τον ρωτά. “Γιατί ρε Αγγουλέ το κάνεις αυτό;” “Μα για να πάρεις καθαρό αέρα”, του απαντά καλόκαρδα ο Αγγουλές.
Και η παρακολούθηση κάποια στιγμή φέρνει καρπούς. Το Μάρτη του 1948 συλλαμβάνεται μέσα σε μια στέρνα, όπου μαζί με τον κομμουνιστή σύντροφό του Μιχάλη Βιτάκη τυπώνουν έντυπα του Δημοκρατικού Στρατού. Δικάζεται από το στρατοδικείο και καταδικάζεται σε θάνατο. Γλυτώνει την εκτέλεση που μετατρέπεται χάρη στην κινητοποίηση όλου του νησιού και σε διεθνείς διαμαρτυρίες σε 12 χρόνια φυλάκισης.
Εκτίει την ποινή του σε πάμπολλες φυλακές και ξερονήσια. Βούρλα, Μακρόνησο, Κεφαλλονιά, Αλικαρνασσό, Ιτζεδίν, Άγιο Παύλο, όπου ετοιμοθάνατος υποβάλλεται σε εγχείριση στομάχου και τέλος φυλακές Κέρκυρας. Μετά την αποφυλάκισή του επέστρεψε στη Χίο με την εύθραυστη από όλα όσα πέρασε υγεία του οριστικά πια κλονισμένη και ζει ες αεί παρακολουθούμενος. Η ανέχεια και η μοναξιά τον τσακίζουν.
“Ναμαι, ξανάρθα πίσω.
Κι έχω τραγούδια να σας πω πολλά.
Μα πριν σας τραγουδήσω,
που είν τα κρίνα;
που ειν΄τα γιασεμιά;
Έχω μια θλίψη να κοιμίσω.
Θα φύγω. Για ένα ταξίδι θα φύγω; Ποιος το ξέρει;
Μ΄ ένα καράβι; Με φτερά πουλιού; Μ΄ ένα μαχαίρι;”
Ποιος θα πάει κόντρα στο καθεστώς και θα του δώσει δουλειά; Άνεργος, πάμπτωχος η κατάρρευση είναι κοντά. Το σώμα του τον προδίδει, η ψυχή του όμως ακόμα κρατά γερά και αντιστέκεται. Όταν μάλιστα τον παίρνουν στο τυπογραφείο της εφημερίδας “Χιακός λαός” βρίσκει την ευκαιρία να τυπώσει μια ανθολογία του με τίτλο “Πορεία μέσα στη νύχτα”, που περιλαμβάνει παλιά και νέα του ποιήματα και αμέσως μετά τυπώνει τη συλλογή “Φουτσιγιάμα”. Είχαν προηγηθεί από το 1934 ακόμα οι συλλογές “Αναβασιά”, “Κραυγές στον ήλιο”, “Μενεξέδες”, “Εντελβάις”, “Φλόγες του δάσους” και “Φωνές”. Στίχοι γραμμένοι σε κουτιά τσιγάρα, σε χαρτιά, σε πέτρες..Όπου έβρισκε επιφάνεια έγραφε. Μια ψυχή πλημμυρισμένη από πίστη στα ιδανικά του αγώνα για μια ζωή με μοιρασμένα τα αγαθά σε όλους και από τη βεβαιότητα ότι το αύριο του κόσμου θα είναι καλύτερο από το σήμερα.
Το 1963 μολύνεται από την αρρώστια των τυπογράφων, τη μολυβδίαση, και καταρρέει ολοκληρωτικά. Ανθρώπινο ερείπιο πια παύει να τρώει, να πίνει, να μιλάει. Πόσο ένα σώμα τυραννισμένο μπορεί να σταθεί χωρίς να λυγίσει; Πόσο μια ζωή βασανισμένη μπορεί να αντέξει χωρίς ένα διάλειμμα χαράς και ξεγνοιασιάς .Κι όμως η ζωή του κυρ Φώτη άντεξε για να επιτελέσει το χρέος της απέναντι στο παρόν και στο μέλλον του ανθρώπου.
Η ποίησή του ένα λυρικό πονεμένο τραγούδι με περιεχόμενο βαθιά ανθρώπινο γραμμένη κυρίως γι αυτούς, που η ζωή τους τσάκισε στα βάσανα, στις στερήσεις, στις κακουχίες. Όμως πουθενά δε βλέπουμε αδιέξοδα και πόρτες κλειστές. Δεν είναι πεσιμιστικός ο λόγος του. Ο ρεαλισμός που τον διακρίνει, καθώς περιγράφει τα πράγματα όπως ακριβώς είναι χωρίς φτιασιδώματα και ωραιοποιήσεις, είναι πάντα ανοιχτός στο καλύτερο και φωτεινότερο. Μόνο που το ξέρει και μας το λέει όσο πιο παστρικά γίνεται, ότι χάρες δε γίνονται ούτε εξ ουρανού θαύματα. Η ζωή αλλάζει μόνο με αγώνα.
“Αυτούς εγώ που τραγουδώ δεν έχουνε φτερά
δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ΄ αστέρια
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια
κι είναι δεμένοι με τη γη.
Απ της αυγής το χάραμα, ως του βραδιού τα θάμπη
μοχθούν για δυο πικρές ελιές και μια μπουκιά ψωμί
ιδρώνουν κι απ΄ τον ιδρώ τους ανθοβολούνε οι κάμποι
καίγονται κι από τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.”
Μέσα στις φυλακές ο Αγγουλές γράφει τα πιο όμορφα και αισιόδοξα ποιήματά του. Καταφάσκει τη ζωή τραγουδώντας τις δυσκολίες της ακόμα και τα βάσανά της. Πιστεύει στον άνθρωπο και στη δύναμη της ψυχής του. Η ιδεολογία του τον αρματώνει και του δίνει το θάρρος για να αντιπαλέψει τη βαρβαρότητα του συστήματος, τις διώξεις, τις συλλήψεις , την τρομοκρατία.
“Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή
μηδ΄ όσο στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι
Έχουμε τη ζωή πολύ πάρα πολύ αγαπήσει.”
Και είναι αυτή η μέγιστη αλήθεια που ο Αγγουλές με τη ζωή του και την τέχνη του υπηρέτησε. Οι ποιητές πεθαίνουν μόνο όταν ξεχνιούνται .Ο Αγγουλές έφυγε αλλά οι στίχοι του είναι εδώ για να τους διαβάζουμε και να παίρνουμε δύναμη από τη δύναμή τους. .
“ Ο Φώτης έφυγε.” Μας λέει ο Γιάννης Ρίτσος.
Μην τον κλάψετε.
Σε μιαν ακρογιαλιά της Χιος ψαρεύει ακόμα.
Στη νοτισμένην αμμουδιά βλέπουν τον ίσκιο του οι ψαράδες.
“Γεια σου”, του λένε και χαμογελάνε.
Εχ με της φυλακής τα σίδερα
έφτιαχνε βαρίδια για βαθιά ψαρέματα
στίχο το στίχο τους καημούς
φελούς τους λάφρυνε
μη και βουλιάξει το τραγούδι μέσα στ άδικο
………………………..
Ψαρεύει ακόμα ο Φώτης με την πετονιά του στίχου του
ένα χαμόγελο που εκείνος δε το γνώρισε
ένα χαμόγελο να το χαρίσει το καλό το απόβραδο
στους φίλους του τρατάρηδες
και στα φτωχόπουλα.
Έφυγε ο Φώτης. Μην τον κλάψτε.
Τραγουδήστε τον.’