O Τάσος Λειβαδίτης με την μοναδική του διεισδυτικότητα σκίζει το προπέτασμα και αποκαλύπτει στους στίχους του αυτούς γυμνή την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην μεγάλη περιπέτεια της ζωής. Λάτρης και υμνητής της ζωής στην κάθε συγκλονιστική κι ανεπανάληπτη στιγμή της “Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη σημαία, άλλο άστρο, άλλη δικαιοσύνη απ΄ τη Ζωή”. Ταυτόχρονα είναι αφιερωμένος με αδιατάρακτη συνέπεια στην υπόθεση του ανθρώπου “Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί” και του καλύτερου αυριανού κόσμου, ο ποιητής, αν και έχει επίγνωση του τραγικού της ανθρώπινης μοίρας δε χάνει την πίστη του στη δύναμη του ανθρώπου ούτε τη χαρά και την αισιοδοξία του “όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου”. Καθώς μας φέρνει αντιμέτωπους με τον μικρόκοσμό μας, με τα σημάδια που μας άφησαν οι μικρές και μεγάλες μας στιγμές, καταφέρνει να δώσει απ την αρχή νόημα σε έννοιες σκληρές και κακοφορμισμένες, όπως αυτές της ταπείνωσης, του πόνου, της ήττας. Τις ξεπλένει, τις καθαρίζει και μας τις παραδίνει καινούργιες και λαμπερές. Οι ταπεινώσεις, μας λέει, ότι είναι εργαλεία, που μας προπονούν για να μη γονατίζουμε και να μη λιγοψυχούμε απ΄ τα μεγάλα βάρη, αυτά που δοκιμάζουν σε κάθε βήμα τις αντοχές και τις δυνάμεις μας – ω, εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου. Ο πόνος είναι το ψωμί, που μας θρέφει και μας κρατάει ζωντανούς. Και οι ήττες, συντρόφισσες αγαπημένες, που μας συμφιλιώνουν με το φόβο αυτής της ίδιας της ήττας. Κι όταν τα δεσμά του φόβου σπάσουν τότε όλα γίνονται μπορετά και εύκολα. Κι ο πήχυς ανεβαίνει. Και το όνειρο έρχεται πιο κοντά.
Για τον ποιητή, που με τη ζωή του υπερασπίστηκε την πίστη του ότι στους αγώνες για την εξύψωση του ανθρώπου κάθε συμβιβασμός είναι μια καμουφλαρισμένη εθελοδουλία, ο άνθρωπος, θεός αυτός στη θέση του ανύπαρκτου θεού, έχει χρέος σ΄ αυτό το σύμπαν “το ανεξιχνίαστο κι απρόβλεπτο”, να φωτίσει τα σκοτάδια του και να παλέψει για να κάνει τον κόσμο του ομορφότερο κι ανθρωπινότερο, γιατί “ο ήλιος είναι για όλους τους ανθρώπους και η μέρα είναι κοντά.
Το υπόγειο
Αν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε.
Εγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές,
τις καλοσύνες μου συχνά επηρμένες,
μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου να τελειώνω
– α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
(από την Ποίηση. Τόμος Πρώτος 1950-1966, Κέδρος 1985)