Την ελπίδα για το ανθρωπινότερο αύριο, που ποτέ δε σβήνει, τον ορίζοντα, που πάντα θα αναζητά ο άνθρωπος για να μπορεί να συνεχίζει να ζει έρχεται να μας θυμίσει ο στίχος του Βρεττάκου.
Και μας χρειάζεται αυτή η υπόμνηση. Γιατί η επιβίωση στην οποία έχουμε ξεπέσει δε λέγεται ζωή και ο ορίζοντας κρατιέται ανοιχτός μόνο όταν ο άνθρωπος στέκεται ορθός και αγωνίζεται.
Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν
Αὐτή τήν τραχύτητα
τῶν λέξεων, ψυχή μου, πῶς τή μπορεῖς;
Χαμήλωσε τώρα, ἤ σώπασε,
ὅπως οἱ πέτρες, ἤ ὅπως
ὁ ἄλαλος πόνος, ἤ ἄλλαξε.
Γίνου κάτι ἄλλο. Κάτι σάν τήν ἀφή
τοῦ ἥλιου στά δάχτυλα
τοῦ τυφλοῦ.
Κλείσου τώρα καί γνέσε,
μαλλί τοῦ ἥλιου, τό αἷμα σου,
ζῶσε τόν κόσμο. Γίνου κλωστές,
ὥρα νά ὑφάνουμε.
Χρειάζεται ὁ κόσμος ροῦχα ψυχή μου,
γιά ὧρες βροχῆς, γιά ὧρες ἀνέμου,
γιά ὧρες ἀφέγγαρης λύπης
καί νύχτας. Γύρω ἀπό τήν
ἐρημιά τῆς ἐλπίδας, χρειάζεται ὁ κόσμος
ἕναν ὁρίζοντα. Γίνου καθώς
ἀπάνω ἀπ’ τούς λόφους κάποτε ὁ Μάης
βροχούλα μετάξινη:
Παρηγορία καί φῶς, στούς ὤμους
τοῦ κόσμου.
Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν,
Από το ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, 1961