Στον απόηχο της σφαγής και του θριάμβου του Πολυτεχνείου, της ηθικής της θυσίας που δε ζητάει πληρωμή και της καταισχύνης αυτών που σαν λογιστάδες συμψηφίζουν με αξιώματα και αγαθά πάσης φύσεως τη συμμετοχή τους στον αγώνα, έρχεται η ποίηση να μιλήσει εξ ονόματος αυτών των λίγων που τίμησαν με τις πράξεις τους, το ήθος και την ανιδιοτέλειά τους την έννοια του μαχητή της ανθρώπινης ελευθερίας . Αυτών των λίγων που δε φοβήθηκαν το πλήθος των πολλών, που στάθηκαν μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα και δε λύγισαν, που βράχνιασαν να φωνάζουν και δε φημώθηκαν, που θύμωσαν πολύ και δε χαμήλωσαν το μπόι τους. Αυτών που θα μείνουν να φυλάνε τις θερμοπύλες ακόμα κι αν στο προσκλητήριο της τιμής και του αγώνα δεν παρουσιαστεί κανείς και μείνουν μόνοι. “Βογγήστε, φωνάξτε, θυμώστε, κάντε το χρέος σας ” απευθύνουν έκκληση στο άμορφο, άβουλο και αλλοτριωμένο πλήθος. Σ αυτούς που παθητικά υπομένουν να ληστεύονται, να διαφετεύονται και να εξουσιάζονται δέσμιοι του φόβου, της άγνοιας και της αδυναμίας τους να αντιληφθούν ότι χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει πραγματική ανθρώπινη ζωή.
Αυτοί οι λίγοι και αποφασισμένοι σαλπίζουν την ανάγκη της συλλογικής δράσης, της συνειδητής παρεμβολής στο ιστορικό γίγνεσθαι, που περνάει μέσα από την ανειρήνευτη πάλη για τη χειραφέτηση του ανθρώπου, μέσα από την επαναστατική πράξη και σύγκρουση μ αυτούς που αντιμάχονται το δίκιο και τη λευτεριά. Κι αν δεν μπορείτε να κάνετε το χρέος σας, τους λένε, τουλάχιστον “Ντραπείτε” ,γιατί τη θέση τη δική σας θα τηνε πάρουνε οι πεθαμένοι. Για να πεθάνουνε ακόμα μια φορά για όσα αξίζει κανείς να ζει και να πεθαίνει.
Και είναι αλήθεια. Στην ιστορική εξέλιξη όποιοι υπερασπίστηκαν την ανθρώπινη ελευθερία και ευτυχία, όποιοι έδωσαν μάχη για την επαναστατική αλλαγή του κόσμου ακόμα κι αν χρονικά ανήκουν στο ιστορικό παρελθόν εξακολουθούν να είναι σύγχρονοι, αεί παρόντες στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας, αληθινοί αντίπαλοι των εκάστοτε καταπιεστών, ενσωματωμένοι στην Πράξη αυτών, που ονειρεύονται και παλεύουν συνειδητά και άοκνα για τη δημιουργία της κοινωνίας εκείνης στην οποία η ελευθερία και η κοινωνική ισότητα των ανθρώπων θα είναι διασφαλισμένη. Γιατί, η κάθε είδους σκλαβιά είναι πάντοτε καρπός της κοινωνικής ανισότητας της καταπίεσης και εκμετάλλευσης των πολλών από τους λίγους.
Ποίημα του χρέους, λοιπόν, οι στίχοι του Λουντέμη. Του Χρέους του χθεσινού, σημερινού και αυριανού ανθρώπου να αρνηθεί τη μοίρα του υποταγμένου σκλάβου και να παλέψει για να γίνει κύριος του εαυτού του και των αγαθών που παράγει με τη δύναμη των χεριών και του μυαλού του. Αυτό είναι το πεπρωμένο του και πρέπει να το κατακτήσει
Βογκήστε μαζί μας.
Γιατί εμείς είμαστε λίγοι
κι είναι πολλοί κείνοι
που μας κάνουν να βογκούμε.
Φωνάξτε μαζί μας
γιατί η φωνή μας είναι μικρή
και δε φτάνει ωε τις φάρμες της Καλιφόρνιας
όπου το μπαμπάκι είναι μπόλικο
για να βουλώσουν τ΄ αυτιά τους.
Εμείς… -το ‘πε κι ο Μακρυγιάννης-
«ο θεός μας ηθέλησεν ολίγους»
ίσα-ίσα μια καραβιά ναυαγούς
ίσα ίσα μια ομοβροντία
για τα εκτελεστικά τους αποσπάσματα.
Φωνάξτε λοιπόν μαζί μας
σ΄ άγριο κοντσέρτο θυμού
γιατί εμείς –μόνοι μας-
φωνάξαμε πολύ μες στους αιώνες
και βράχνιασε η φωνή μας.
Φωνάξτε!
Γιατί υπάρχει φόβος –ο Τύραννος-
μην ακούοντας τη φωνή μας
να νόμισε πως αγαπήσαμε το ζυγό μας.
Γιατί είναι ξένος αυτός ο τύραννος και δεν ξέρει
πως του Έλληνα ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει.
Φωνάξτε λοιπόν μαζί μας.
Φωνάξτε για σας και για μας.
Γιατί η σημαία του τρόμου υψώθηκε
και στα δικά σας κάστρα
και το βόλι ξέφυγε από την κάννη του.
Φωνάξτε εσείς. Γιατί εμείς
έτσι κι αλλιώς θα φωνάζουμε.
Κι αν δεν πάρουμε απόκριση
θα σύρουμε φωνή προς τα πίσω.
Θα σημάνουμε πρόσκληση
στους νεκρούς της Ιστορίας μας
και θα βογκήξουν τα κόκκαλα του Μαραθώνα
και τ΄ ατίθασα νερά της Σαλαμίνας
θ΄ ανεμίσουν τις χαίτες τους.
Και τότε… ας ντραπούν οι ζωντανοί
ας ντραπούν οι ζωντανοί
που υποχρέωσαν τους νεκρούς
να πεθάνουν δυο φορές
για την ίδια Λευτεριά.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ