image_print

Μέσα σ΄ έναν κόσμο που βρίθει ματαιοδοξίας, έπαρσης, αλαζονείας ο παμμέγιστος αυτός ποιητής και άνθρωπος, ο βαθύτατα σεμνός, ονειροπόλος κι εύθραυστος, που είχε ορίσει ως καθήκον του στη ζωή και στην τέχνη να υπηρετεί τον άνθρωπο μέσα από μια διαρκή προσφορά που δε ζητά αναγνώριση και ανταλλάγματα, έρχεται με την ταπεινότητα του μεγάλου να κάνει για καθένα χωριστά από μας μια καταβύθιση στα εσώτερα του εαυτού του σε αναζήτηση της αλήθειας. Μιας αλήθειας, που για να βρεθεί απαιτεί μια ενσυνείδητη ισοπέδωση του “εγώ” που γίνεται εφικτή μόνο όταν η υπέρβαση γίνεται βίωμα. Μιας αλήθειας, που απαιτεί μια χειρουργική επέμβαση στα άδυτα της ύπαρξης για να φωτιστούν τα σκοτάδια, που είτε από άγνοια είτε από φόβο επιτρέπουμε να την καλύπτουν. Μιας αλήθειας που κερδίζεται από την άρνησή μας να επιβεβαιώνουμε την ύπαρξή μας μέσα από το φαίνεσθαι, μέσα από εικόνες ωραιοποίησης του εαυτού μας που φτιάχνουμε για μας και για τους άλλους. Μιας αλήθειας που όσο πιο σκληρή κι επώδυνη είναι, τόσο και πιο απελευθερωτική γίνεται και ελπιδοφόρα, ότι τελικά το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή θα σηματοδοτεί κάτι καλό και αγαθό.
Ανατέμνοντας την ψυχή του, γυμνώνοντας την δίχως ίχνος αυτολύπησης και φόβου ο ποιητής μας δείχνει το δρόμο της συνειδητής ζωής που οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτοπραγμάτωσή του,που τον κάνει δημιουργό του εαυτού του, ικανό να φέρει πιο κοντά το όνειρο ενός καλύτερου αυριανού κόσμου. Άλλωστε ο Λειβαδίτης ήταν από εκείνους, που γι αυτόν τον αυριανό καλύτερο κόσμο οδοιπόρησε σ αυτή τη ζωή υπηρετώντας τις ύψιστες ανθρώπινες αξίες, κρατώντας πάντα πεισματικά “ανοιχτή την πόρτα στην αδικαίωτη ελπίδα μέχρι ν΄ ανθίσει μες στην καρβουνόσκονη σαν ένα άσπρο τριαντάφυλλο”.

Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά

Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ’ όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι’ αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα.

Δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά, μετά τ’ απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα.

Ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον αργά, ότι είσαι ένας άλλος από κείνον που ονειρευόσουνα,
ντρόπιασα τ’ όνομά μου για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ― κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός.

Tις νύχτες έκλαψα, συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ’ αυτόν τον δαίμονα μέσα μου που τα ήθελε όλα,
τού ‘δωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις, τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε,
τού ‘δωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ, χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε.

Bούλιαξα σε μικροζητήματα, φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα στα σκυλιά.

Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.

Τάσου Λειβαδίτη,

Πόιηση, Εκδόσεις Κέδρος (1984)
Πηγή: antikleidi.gr

image_print