Να ‘ναι προεκλογική περίοδος, να διαβάζεις γραμμένους με μεγάλα γράμματα στη μάντρα ενός σχολείου στίχους από τον Οδηγητή” του Βάρναλη και να μη θυμηθείς κάποιους άλλους στίχους που μιλάνε για το γαϊδαράκο τον Κυρ Μέντιο δε γίνεται.
Αλησμόνητη η παρομοίωση του Ελληνικού λαού με το γαϊδαράκο, που ενώ κάνει όλες τις δουλειές αγόγγυστα, οι πάντες-αφέντες, δούλοι- τον δέρνουνε και τον αφήνουνε νηστικό. Με παρωπίδες στα μάτια που δεν του επιτρέπουν να βλέπει παρά μόνο το δρόμο που τον πάνε σέρνεται αγκομαχώντας με το κεφάλι σκυμμένο συμφιλιωμένος με τη μοίρα και το ριζικό του. Ακέραια δεν ισχύει αυτό και για μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού; Μέχρι τα βάρη των πολέμων του φορτώνουνε στη ράχη του κι εκείνος τα σηκώνει υπομονετικά, ανίκανος να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητας, ανίκανος να καταλάβει πως άλλος δουλεύει και άλλος τρώει, πως υπομένει το μαρτύριό του μένοντας υποταγμένος στα κελεύσματα του αφεντικού και των υπηρετών του. Δεν φορτώνεται το ένα μετά το άλλο τα βάρη της οικονομικής κρίσης των πολυεθνικών ομίλων στις πλάτες του ενώ εκείνος δεν αντιδρά και συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στα αφεντικά του;
“Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο, άιντε σύμβολο αιώνιο…” λέει ο στίχος του Βάρναλη που δημοσιεύτηκε τη δεκαετία του 1950, που ισχύει μια χαρά και σήμερα. Θύμα, που υπομένει αδιαμαρτύρητα μειώσεις μισθών και συντάξεων, κόψιμο κοινωνικών δαπανών, αύξηση της φορολογίας, αύξηση πολεμικών δαπανών. Όποτε κάνει πως μουλαρώνει τον ξυλοφορτώνουν τα ΜΑΤ όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων. Πέφτουν σαν όρνια πάνω του πολιτικοί και δημοσιογράφοι στα ΜΜΕ και του λένε, πως αν δε συμμορφωθεί θα έρθουν τα χειρότερα. Τον έμαθαν να είναι και ευχαριστημένος με τη μοιρασιά του “σανού”. Για να αυξηθεί το συσσίτιο των απόρων και των χαμηλοσυνταξιούχων μειώνεται το συσσίτιο κάποιων άλλων που βαφτίστηκαν υψηλοσυνταξιούχοι. Για να αυξηθούν οι νατοϊκές δαπάνες, για να χρηματοδοτηθούν ιδιωτικές επιχειρήσεις κλείνουν σχολεία, βρεφονηπιακοί σταθμοί, υπολειτουργούν νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα. Μέσα από έξω από μνημόνια ξεπουλιέται η δημόσια περιουσία για να πληρωθούν οι τόκοι για τα δάνεια που χαρίστηκαν στους επιχειρηματικούς ομίλους. Μοιράζεται και ο σανός πότε στον ένα γαϊδαράκο και πότε στον άλλο. Έτσι αντιμετωπίζεται η πείνα της ανεργίας: αυτό το εξάμηνο “τρώνε” κάποιοι συμβασιούχοι, που απολύονται για να μη πεθάνουν της πείνας κάποιοι άλλοι.
“Ψώνιο” βαφτίζει τον ελληνικό λαό με το δίκιο του ο Βάρναλης. Όπως τότε έτσι και τώρα τον ψωνίζουν φτηνά οι πολιτικάντηδες. Όταν υποφέρει από τα βάρη που του φορτώνει στην πλάτη η κυβέρνηση της Ν.Δ., βγαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και του πουλάει στα λόγια ελπίδα. Κι όταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει με τη συναίνεση της Ν.Δ. να του φορτώνει στην πλάτη νέα βάρη, τότε πιστεύει στο μπλα-μπλα της Ν.Δ που υπόσχεται να του αυξήσει τη μερίδα του σανού.
Τέτοια τροπάρια ψέλνουν ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ, ΠΑΣΟΚ και τα παρατρεχάμενα κόμματα που επιδιώκουν να παίξουν το ρόλο του διαιτητή στη διαμάχη των δύο κύριων υπηρετών του αφεντικού, το ρόλο του χρήσιμου στην περίπτωση που η τράπουλα δε βγαίνει, που χρειάζονται κάποια ρετάλια για να ραφτεί το κουστούμι που θα του φορέσουν.
Με τα τροπάρια αυτά που ξεκουφαίνουν τα αυτιά του, ο γαϊδαράκος δεν αντιλαμβάνεται μια διαφορετική φωνή, αυτή του ΚΚΕ, που δεν του τάζει λαγούς με πετραχήλια, αλλά του λέει πως μόνη λύση είναι ο δικός του αγώνας για να ξεφορτωθεί τα αφεντικά, να πάρει ο ίδιος στα χέρια του τη διαχείριση του πλούτου που παράγει. Εκλογές έρχονται. Θα τολμήσει να υπερασπιστεί το δικό του συμφέρον και όχι το συμφέρον των αφεντικών; Και τότε τι θα γίνει; Το απαντά ορθά κοφτά ο Βάρναλης: “Θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς”. Ο κόσμος των αφεντικών θα γίνει κόσμος των εργαζομένων.
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
Κώστα Βάρναλη
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
5
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ’ αφήναν νηστικό.
Τα παιδιά, τα καλοπαίδια,
10
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ’ αχαμνά!
Ανωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
15
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου ’βγαινε η ψυχή.
Είκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα, στην εμπασιά
20
του χωριού, την εκκλησιά.
Και ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ’ αφεντός τα στρέμματα.
25
Και στον πόλεμ’ «όλα για όλα»
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ’ αφέντη το φαΐ.
Και γι’ αυτόνε τον ερίφη
30
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Αλλ’ εμένα σε μια σφήνα
μ’ έδεναν το Μάη το μήνα
35
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Κι ο παπάς με την κοιλιά του
μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
40
—Σε καβάλησε ο Χριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ’ η Χώρα κι οι Καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
45
—Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
—Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
—Αντραλίζομαι!… Πεινώ!…
—Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
Κι έλεα: όταν μιαν ημέρα
50
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι εγώ,
του θεού τ’ αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
55
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Κι όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
60
(ένα πουφ! είν’ η ζωή),
η ψυχή μου θε να δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ’ Αβράμη,
τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του
να φιλάει τα γένια του! …
65
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Κωλοσούρθηκα και βρίσκω
70
στη σπηλιά τον αϊ-Φραγκίσκο:
—«Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γερο κυρ Μέντη
απ’ την αδικιά τ’ αφέντη
75
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Το σκληρόν αφέντη κἄνε
από λύκο άνθρωπε κάνε!…»
Μα με την κουβέντ’ αυτή
80
πόρτα μού ’κλεισε κι αφτί.
Τότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
85
—«Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παραδώ.
Αν το δίκιο θες, καλέ μου,
90
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρεις. Οπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Μη χτυπάς τον αδερφό σου—
τον αφέντη τον κουφό σου!
95
Και στον ίδρο το δικό σου
γίνε συ τ’ αφεντικό.
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
Χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
100
θά ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Κοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ’ η πλάση κοκκινίσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».