Όταν ακούμε αφηρημένη ζωγραφική, ο πρώτος που μας έρχεται στο μυαλό είναι ο Πικάσο. Οι πολλοί λένε πως δεν τον καταλαβαίνουν. Αυτό είναι φυσικό γιατί δεν τον γνωρίζουν. Μερικοί τον θαυμάζουν και τον εξυμνούν ακριβώς επειδή… δεν τον καταλαβαίνουν.
Εμείς αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στην “αθέατη” πλευρά της τέχνης του Πικάσο. Στη στράτευση της τέχνης του στην υπηρεσία της ανθρωπότητας για την κατάργηση της εκμετάλλευσης.
Γενικά, το ζήτημα της στράτευσης της τέχνης, ποτέ δεν έπαψε να απασχολεί τους καλλιτέχνες και τους θεωρητικούς της τέχνης. Αρκετοί “βγάζουν σπυράκια” ακόμη και στο άκουσμα της λέξης. Ο καλλιτέχνης λένε πρέπει να είναι ελεύθερος να βγάζει προς τα έξω “το σώψυχό του”, να εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο, χωρίς καμιά απολύτως δέσμευση.
Η στράτευση της τέχνης πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις όταν οι θεωρητικοί του μαρξισμού υποστήριξαν την κομματική τέχνη σαν μια ανώτερη μορφή τέχνης. Μέχρι σήμερα θεωρητικοί της Δύσης δεν έπαψαν να απορρίπτουν με διάφορα επιχειρήματα τη στράτευσης των καλλιτεχνών και να απορρίπτουν μετά βδελυγμίας την κομματικότητα της τέχνης.
Μήπως η Τέχνη ήταν πάντα στρατευμένη;
Τι σημαίνει όμως“στρατεύομαι”; Ακριβώς ότι εννοεί η λέξη. Εντάσσομαι σε μια ομάδα, που έχει τις ίδιες αντιλήψεις με μένα. Ο καλλιτέχνης, σαν δημιουργός έχει ενεργητική συμμετοχή στην ομάδα. Είτε το καταλαβαίνει είτε όχι, χρησιμοποιεί την τέχνη του σα μέσο, σαν εργαλείο, σαν όπλο μέσα στην ομάδα. Εξυπηρετεί, επηρεάζει και υπερασπίζεται την ομάδα. Από την πρωτόγονη εποχή οι ζωγραφιές στα βράχια είχαν πληροφοριακό και διδακτικό χαρακτήρα. Στο διάβα των αιώνων η εξήγηση του κόσμου με θρησκευτικές αντιλήψεις στράτευσε την τέχνη σ’ αυτές τις αντιλήψεις. Από την εποχή των μάγων των φυλών μέχρι σήμερα η τέχνη παραμένει μέσο συνειδητής εξυπηρέτησης και μέσο προπαγάνδας όλων των θρησκειών. Η διαφορετικότητα κάθε θρησκείας εκφράζεται με τη διαφορετικότητα των καλλιτεχνικών εκφράσεων.
Μεγάλοι καλλιτέχνες εκφράζοντας τα θρησκευτικά τους αισθήματα έδωσαν εικαστικά και μουσικά αριστουργήματα, που πάντα θα προκαλούν το θαυμασμό της ανθρωπότητας. Θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες χρηματοδότησαν τη θρησκευτική τέχνη. Κανείς δεν εξέφρασε ποτέ την παραμικρή αντίρρηση για τη στράτευση των καλλιτεχνών σε οποιαδήποτε θρησκεία. Πάντοτε η τέχνη εξέφραζε και εξυπηρετούσε με τον οποιοδήποτε τρόπο την κοσμοθεωρία της άρχουσας τάξης. Όταν όμως εξέφραζε μια διαφορετική κοσμοαντίληψη και ερχόταν σε ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία, τότε οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης την απέρριπταν και την πολεμούσαν.
Οι στρατευμένοι καλλιτέχνες στην ιδεολογία του κομμουνισμού γνώρισαν την πολεμική, την αποσιώπηση, τη συκοφαντία και σε πολλές περιπτώσεις διώχθηκαν όχι μόνο σαν καλλιτέχνες αλλά και σαν άνθρωποι. Στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο υπάρχουν αμέτρητα τέτοια παραδείγματα. Ο Πικάσο, θρύλος του 20ου αιώνα και αντικείμενο ατέλειωτων συζητήσεων δεν αποτελεί εξαίρεση. Εξόριστος από την Ισπανία του, που λάτρευε και αναπολούσε με καημό, δεν ήταν απλά στρατευμένος σε μια κοσμοαντίληψη. Ήταν κομματικά στρατευμένος.
Δηλώσεις του Πικάσο για την κομματικότητά του
Η Ουμανιτέ στις 29-30 Οκτώβρη 1944 δημοσίευσε μια δήλωση του Πικάσο για την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας. Αντιγράφουμε: “Θα μ’ άρεσε πολύ να σας απαντήσω με ένα πίνακα: εδώ που τα λέμε δεν είμαι συγγραφέας, όμως δεν είναι εύκολο να σας στείλω τα χρώματά μου με τηλεγράφημα, γι αυτό θα προσπαθήσω να εξηγηθώ με λόγια… Η προσχώρησή μου στο κομμουνιστικό κόμμα είναι λογική συνέπεια όλης της ζωής μου, όλου μου του έργου. Γιατί υπερηφανεύομαι που το λέω, ποτέ δεν είδα τη ζωγραφική σαν τέχνη για καθαρή ευχαρίστηση, για διασκέδαση. Θέλησα με το χρώμα και το σχέδιο, αφού αυτά είναι τα όπλα μου, να προχωρήσω όλο και πιο πολύ στη γνώση του κόσμου και των ανθρώπων, γιατί τούτη η γνώση μας απελευθερώνει κάθε μέρα και περισσότερο. Πάντα προσπαθούσα να πω με το δικό μου τρόπο αυτό που θεωρούσα πιο αληθινό, το πιο δίκαιο, το καλύτερο, που φυσικά ήταν πάντα και το ωραιότερο, όπως ξέρουν καλά οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Ναι, γνωρίζω πως πάντα αγωνίστηκα με τη ζωγραφική μου σαν αληθινός επαναστάτης. Τώρα όμως κατάλαβα πως δεν φτάνει αυτό. Τούτα τα χρόνια της τρομερής καταπίεσης μου έδειξαν πως πρέπει να αγωνιστώ όχι μόνο με την τέχνη μου αλλά και με όλο μου το είναι … Για τούτο προσχώρησα στο κομμουνιστικό κόμμα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, γιατί μέσα μου ήμουν πάντα μαζί του. Μήπως οι κομμουνιστές δεν ήταν αυτοί που έδειξαν το μεγαλύτερο θάρρος και στη Γαλλία και στην ΕΣΣΔ και στην Ισπανία μου; Πως θα μπορούσα να διστάσω; Να φοβηθώ μήπως δεσμευτώ; μα εγώ αντίθετα, ποτέ δεν ένοιωσα πιο ελεύθερος, πιο ολοκληρωμένος. Κι ύστερα βιαζόμουν να ξαναβρώ μια πατρίδα: ήμουνα πάντα ένας εξόριστος, τώρα δεν είμαι πια. Την ώρα που περίμενα πως η η Ισπανία θα μπορέσει στο τέλος να με δεχθεί, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα μου άνοιξε την αγκαλιά του κι εγώ βρήκα εκεί όλους αυτούς που εκτιμώ περισσότερο, τους πιο μεγάλους επιστήμονες, τους πιο μεγάλους ποιητές, και κείνα τα όμορφα πρόσωπα των επαναστατημένων παρτιζάνων, που αντίκρισα τις βδομάδες του Αυγούστου. Είμαι ξανά κοντά στα αδέρφια μου.” (Μάριο ντε Μικέλι: “Τα γραφτά του Πικάσο” εκδόσεις Οδυσσέας)
Ο φίλος του- και επίσης ιδιότυπος κομμουνιστής- συγγραφέας Ιλια Ερενμπουργκ ίσως έχει δώσει στα απομνημονεύματά του την πιο ελκυστική αποτίμηση για τη σχέση του Πικάσο με τον κομμουνισμό: «Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι»γράφει «γνωρίζουν και αγαπούν τον Πικάσο μόνο λόγω των περιστεριών. […]Φυσικά, είναι αδύνατον να γνωρίσεις τον Πικάσο μόνο μέσα από τα περιστέρια. Αλλά πρέπει κανείς να είναι ο Πικάσο για να φτιάξει τέτοιο περιστέρι».
Η στρατευμένη τέχνη του Πικάσο
Ο Πικάσο,διατηρούσε πάντα στενές επαφές με το παράνομο αντιστασιακό κίνημα, οργάνωσε γιγαντιαίες εκθέσεις, έδωσε αριστουργήματα στρατευμένης και ταυτόχρονα μοντέρνας τέχνης. Όχι μόνο δεν έβλεπε καμία αντίφαση ανάμεσα σ΄ αυτές τις δύο έννοιες, αλλά θεωρούσε ότι μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά, ότι η μία οδηγούσε στην άλλη.“Δε μπορώ να χρησιμοποιήσω τις παραδοσιακές τεχνοτροπίες μόνο και μόνο για να έχω την ικανοποίηση πως με καταλαβαίνουν. (…) δε μπορώ να εξηγήσω γιατί ζωγραφίζω έτσι.” Έπανελάμβανε συχνά: «Όχι, η ζωγραφική δεν έγινε για να διακοσμεί διαμερίσματα. Είναι όπλο στον αμυντικό και επιθετικό πόλεμο ενάντια στον εχθρό»…
Δεν έβαζε όμως όρια στην εικαστική γλώσσα, που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας καλλιτέχνης. Ο ίδιος ακολούθησε το δρόμο, που η ιδιοσυγκρασία του μπορούσε να ακολουθήσει. Θαύμαζε τους καλλιτέχνες, που χρησιμοποιούσαν διαφορετικά από αυτόν θέματα και εικαστικές γλώσσες: “Δέστε,έλεγε, τον Βαν Γκογκ! Με τις πατάτες, αυτό το όμορφο πράγμα! Ζωγράφιζε πατάτες και παλιοπάπουτσα: Είναι τρομερό!”
Ο Πικάσο έκανε μια ζωγραφική, που όχι μόνο σεβόταν αλλά ξεκινούσε από την αντικειμενική πραγματικότητα: “Πρέπει να πάμε από τη Φύση στη Ζωγραφική” έλεγε. Κι ακόμη: Δε δίνω καμιά σημασία στο υποκείμενο αλλά μένω προσκολλημένος στο αντικείμενο. Σεβαστείτε το αντικείμενο” συμβούλευε.
Επέκρινε μάλιστα εκείνους που θέλουν να ζωγραφίσουν το αόρατο, “αυτό που ξεφεύγει από την τέχνη” θεωρώντας ότι ο νατουραλισμός δεν είναι αντίθετος απ΄ τη μοντέρνα τέχνη. Μελετούσε την παράδοση και δεν έπαυε να εκφράζει την εκτίμησή του για την κληρονομιά της ανθρωπότητας. Θεωρούσε για παράδειγμα ότι “η ελληνική κι η αιγυπτιακή τέχνη δεν ανήκουν στο παρελθόν: Σήμερα είναι πιο ζωντανές από χθες”. Ο ίδιος δεν έπαυε να μελετά και να αντιγράφει έργα μεγάλων καλλιτεχνών.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο για ένα ζωγράφο του μεγέθους του Πικάσο η Γαλλική αστυνομία προσπάθησε να βάλει εμπόδια στην κοινωνική προσφορά του. Για παράδειγμα απαγόρευσε “για λόγους ασφαλείας” τα εγκαίνια του ναού της ειρήνης, σ΄ ένα παλιό παρεκκλήσι όπου τοποθέτησε τους δύο πίνακές “Ο Πόλεμος” και “Η Ειρήνη”, που ζωγράφισε το 1952
Η “Σφαγή στην Κορέα” του Πικάσο
Πρέπει κανείς να υπηρετεί συνειδητά ή ασυνείδητα την αστική τάξη για να κλείνει τα μάτια μπροστά στη “Σφαγή στην Κορέα”. Ο Πικάσο καταλαβαίνει βαθιά την κοινωνική σημασία και τη δύναμη της τέχνης στον αγώνα για κατάργηση της κοινωνικής βίας. Δε διστάζει να χρησιμοποιήσει το ίδιο θέμα που χρησιμοποίησαν άλλοι μεγάλοι πριν από αυτόν. Η “Σφαγή στην Κορέα” έχει το ίδιο θέμα με τις “Εκτελέσεις της 3ης του Μάη” του Γκόγια. Ακριβώς το ίδιο με την “Εκτέλεση του Μαξιμιλιανού” του Μανέ. Χρησιμοποιεί το ίδιο θέμα για να στείλει ένα διαφορετικό μήνυμα.
Ο Γκόγια χρησιμοποιεί το κάτασπρο πουκάμισο του εκτελεσμένου για να φωτίσει ολόκληρο τον πίνακα. Οι εκτελεστές, σκοτεινές μορφές των εκπροσώπων της βίας, εκπροσωπούν τους φυσικούς αυτουργούς της βίας. Με αυτό τον τρόπο καταγγέλλει ο Γκόγια το έγκλημα.
Ο Μανέ, αργότερα, φωτογραφίζει την αδιαφορία του καπιταλιστικού συστήματος για τον άνθρωπο. Οι εκτελεστές του ενδιαφέρουν μόνο σαν ζωγραφικές μορφές. Ένας μάλιστα από τους εκτελεστές καθαρίζει το όπλο τους αδιαφορώντας για το έγκλημα, σα να μη συμβαίνει τίποτα σπουδαίο γύρω του. Η ζωγραφική “αναισθητοποιείται” εκφράζοντας την αναισθητοποίηση της κοινωνίας μπροστά στο έγκλημα. Προφητικός ο πίνακας του Μανέ για τη σημερινή εποχή. Οι τηλεθεατές παρακολουθούν “live” τον πόλεμο από τον καναπέ τους μασουλώντας “Home delivery”.
Ο Πικάσο προχωρεί ένα βήμα πιο μπροστά. Στον πίνακά του “Σφαγή στην Κορέα” δεν προβάλει τον ηρωισμό των εκτελεσμένων. Δεν αρκείται στην απλή καταγγελία ενός εγκληματία. Καταγγέλλει τη φρίκη του εγκλήματος της αστικής τάξης. Οι εκτελεστές δεν είναι απλοί στρατιώτες. Είναι η απαίσια, πολεμική μηχανή του ιμπεριαλισμού. Μια μάζα απρόσωπων σιδερόφραχτων ρομπότ, που δεν σημαδεύει τον άνθρωπο. Σημαδεύει έγκυες γυναίκες, ανήλικα παιδιά και μωρά στην αγκαλιά των μανάδων. Σημαδεύει την ίδια τη ζωή. Σημαδεύει τη γέννηση της ζωής.
Προφητικός ο πίνακας του Πικάσο όχι μόνο για τα πολεμικά εγκλήματα του ιμπεριαλισμού αλλά και για τις Αόρατες εκτελέσεις στον 21ο αιώνα. Με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, ενώ ο παραγόμενος πλούτος αυξάνεται με απίστευτη ταχύτητα, οι άνθρωποι πεθαίνουν επειδή δεν έχουν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ποιος μετράει ανάμεσα στους εκτελεσμένους τα εκατομμύρια παιδιά που πεθαίνουν σήμερα επειδή δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό; Ποιος μετράει ανάμεσα στους εκτελεσμένους τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που δεν έχουν περίθαλψη, αυτούς που πεθαίνουν επειδή δεν έχουν να αγοράσουν τα φάρμακά τους; Όλοι αυτοί πρέπει να προσμετρηθούν ανάμεσα στους νέους εκτελεσμένους της σιδερόφραχτης πολεμικής μηχανής του ιμπεριαλισμού. Όλοι αυτοί αποκαλύπτουν το φρικιαστικό πρόσωπο της κοινωνίας της αφθονίας του 21ου αιώνα.
Σα γιγάντιο φως ο Πικάσο θα καταγγέλλει στους αιώνες τη φρίκη των συνεχών σφαγών του ιμπεριαλισμού. Η Σφαγή στην Κορέα θα μιλάει εξ ονόματος όλων των σφαγών, στο Βιετνάμ, στη Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, στην Ασία, στην Ευρώπη, σ΄ όλο τον κόσμο. Όλων των σφαγών, πολεμικών και πολιτικών.
Τι θαρρείτε πως είναι ο καλλιτέχνης; ρωτούσε ο Πικάσο
Αγανακτούσε ο Πικάσο όταν τον συκοφαντούσαν οι τότε κατασκευαστές ειδήσεων ισχυριζόμενοι ότι θεωρεί πως η τέχνη και η πολιτική δεν έχουν τίποτα το κοινό και έδινε τις απαντήσεις του γραπτές: “Τι θαρρείτε πως είναι ο καλλιτέχνης Ένας ηλίθιος που έχει μονάχα μάτια αν είναι ζωγράφος, αυτιά αν είναι μουσικός και μια λύρα σ΄ όλα τα πατώματα της καρδιάς αν είναι ποιητής, ή αν είναι πυγμάχος μονάχα μούσκουλα: Αντίθετα είναι ταυτόχρονα πολιτικός άνθρωπος, αγρυπνά αδιάκοπα μπροστά στα θλιβερά, φλέγοντα κι ευχάριστα γεγονότα όλου του κόσμου και σχηματίζει ολοκληρωμένα την εικόνα του. Πως θα ήταν δυνατόν να αδιαφορεί για τους άλλους ανθρώπους και εν ονόματι αυτής της αριστοκρατικής αδιαφορίας να αποσπάται από τη ζωή που δημιουργούν οι άλλοι με τόσους κόπους. Όχι η ζωγραφική δεν έγινε για να διακοσμεί διαμερίσματα. Είναι όπλο στον αμυντικό και επιθετικό πόλεμο ενάντια στον εχθρό”.
Ο Πικάσο, με την κομμουνιστική ιδεολογία του, είχε σαν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας τον άνθρωπο. “Είμαι κομουνιστής γιατί πρέπει να υπάρξει λιγότερη δυστυχία” επαναλάμβανε και δημιουργούσε.