ΦΩΣ
Μέσ΄ απ΄ την παγωνιά και τα ερείπια
Προβάλει αθόρυβα, δειλά Ένα φως.
Τρέχουν να σφίξουν τις αχτίδες του Μές΄ στις καρδιές τους
Να ρουφήξουν νέκταρ και γαλήνη.
Τα μάτια τους γίνηκαν βδέλλες πάνω του
Διψώντας γι αλήθεια και λύτρωση
Φτάνοντας δίπλα του πικράθηκαν.
Ήταν χλωμό κι απατηλό το φως.
Κι αργά στην κούραση του ανήδονου στοχασμού
Θάβονται οι άγουροι καρποί
Ανήσυχοι Στη σκοτοδίνη της ασάφειας και της αμφιβολίας
Μα πάντα ακράτητοι
Και λαίμαργοι για φως.
Αντώνη Δημητρίου Τσιλάκη