Ποιητής και μάγος παραμυθάς. Ξένος και συγχρόνως τόσο δικός μας. Πρόσφυγας από άλλον τόπο μακρινό, που διάλεξε τη γη μας για πατρίδα της καρδιάς του. Που έκανε τους δικούς μας μεγάλους ποιητές φίλους και δασκάλους του και τη γλώσσα μας στη διαχρονικότητά της γλώσσα μητρική του.
Μιλάμε για τον Πέρση ποιητή, συγγραφέα διηγημάτων και παραμυθιών, σπουδαίο μεταφραστή Φερεϋντούν Φαριάντ.
Το όνομά του Φερεϋντούν, περσικό, σήμαινε ‘αυτός που φέρνει φως’. Το επίθετό του Ραχίμι, δεν το πολυσυμπαθούσε επειδή ήταν αραβικής προέλευσης, έτσι διάλεξε ένα περσικό καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, Φαριάντ. Σκοπός της ποίησης έλεγε είναι η ομορφιά που νικάει το κακό. Και από τον ποιητή ζητούσε” να θυσιάζεται για έναν κόσμο ιδανικό, που θα τον προσφέρει στο συνάνθρωπό του. Κι αυτό να το κάνει ακόμα κι αν ξέρει ότι θα αποτύχει.
Γιατί χρέος του ποιητή είναι να ακολουθεί τα όνειρά του. Και τα όνειρα είναι σύννεφα και τα σύννεφα δεν πιάνονται.” Κι αλλού έγραφε, ότι “τα όνειρά μου είναι όλο περιστέρια, χαρταετοί και πολύχρωμα μπαλόνια”. Κι όμως τα όνειρά του, κι ας μη πιάνονταν αφού ήταν σύννεφα και χαρταετοί και πολύχρωμα μπαλόνια, αυτός τα κυνήγησε για να τα κάνει πραγματικότητα.. Δεν τον πτόησε ούτε ο πόλεμος που κατέστρεψε την πατρίδα του, ισοπέδωσε το σπίτι του, αφάνισε αδελφούς και φίλους κι αυτόν τον έστειλε πρόσφυγα σε ξένους τόπους, ούτε ο ρατσισμός και η καταφρόνια που αντιμετώπισε, ούτε η φτώχεια και η ανέχεια που τον συνόδευε σ όλη του τη ζωή. Η αγάπη του για τις λέξεις, η πίστη του στον άνθρωπο του ‘δινε τη δύναμη να μην υποστέλλει τις σημαίες του και να συνεχίζει τον αγώνα τον καλό στο δύσκολο δρόμο που διάλεξε για τον εαυτό του.
Το μήνυμά του, όπως χαράχτηκε στο έργο του κι όπως η ίδια του η ζωή μαρτυρεί, ήταν η ελευθερία στη σκέψη, στην επιλογή, στην ιδέα, στην ιδιαιτερότητα και η εναντίωση στις φυλετικές διακρίσεις και σε κάθε μορφή ρατσισμού. “Ένα μεγάλο πρόβλημα του κόσμου, έλεγε, είναι ο φασισμός που περνάει και στην νοοτροπία.
Όλα τα κακά στην ζωή των ανθρώπων, όλες οι καταστροφές στις χώρες, προέρχονται από εκείνους που λένε ‘Πιστεύω ότι…’. Αυτές οι φράσεις θα έπρεπε να μην υπάρχουν στις γλώσσες των ανθρώπων, γιατί φέρνουν το μίσος..”
Ο Γρηγόρης Χαλκιόπουλος, ο οποίος και του αφιέρωσε το βιβλίο του “Το ταξίδι του Φερεϋντούν “, σημειώνει ” Ο ίδιος ο Φερεϋντούν πέρασε πολλά στα Κάτω Πατήσια, όπου έμενε για πολλά χρόνια δίχως χαρτιά και άδεια παραμονής. Ένιωσε τον ρατσισμό πάνω του, όταν του πατούσαν τα κουδούνια ή του έγραφαν με σπρέι «σήκω φύγε Ασιάτη», αλλά δεν παρέδωσε τα όπλα. Σπούδασε αρχαία και νέα ελληνικά, έγραψε ποίηση, έκανε μεταφράσεις, μέχρι που τιμήθηκε με το Βραβείο Άντερσεν και τα κρατικά βραβεία του Ιράν και της Ελλάδας για τις μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Κανείς όμως δεν γνώριζε πως αυτός ο πρόσφυγας, που έμενε σ ένα κρύο υπόγειο δίχως χρήματα, αλλά με περισσή αξιοπρέπεια, ήταν ο σπουδαίος φιλέλληνας ποιητής της Περσίας, για τον οποίο ο Τίτος Πατρίκιος στο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ δήλωνε: «Μετά τον Ηρόδοτο ο Φερεϋντούν Φαριάντ είναι ο άνθρωπος που ενώνει με τη γέφυρα των μεταφράσεων του, τους δυο λαούς του Ιράν και της Ελλάδας»’
Ο Φερεϋντούν είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης Κοινωνικές Επιστήμες και Συγκριτική Λογοτεχνία. Ήταν πολύγλωσσος ( μιλούσε περσικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, αραβικά, ελληνικά )ί ένας άνθρωπος με πολύ βαθειά γνώση.
Σ’ ένα ταξίδι του στην Ελλάδα το 1980 συναντήθηκε με τον Γιάννη Ρίτσο στη Σάµο. Μετά γύρισε στην Περσία, όπου είχε ξεσπάσει πόλεμος, και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1986 µετά την καταστροφή της γενέτειράς του από τον Ιρανοϊρακινό πόλεμο που κράτησε οχτώ χρόνια. Ο Γιάννης Ρίτσος τον στήριξε πολύ και τον βοήθησε να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα αφού πρώτα ο Φερεϋντούν πάμπολλες φορές είχε κινδυνέψει να απελαθεί. «Ο δάσκαλός μου Γιάννης Ρίτσος μου έλεγε: Θα λες είσαι Πέρσης και θα καμαρώνεις φουσκώνοντας τα στήθια σου. Κι εγώ του έλεγα: Μα οι Πέρσες από τον Πέρση το γιο του Περσέα και της Ανδρομέδας προήλθαµε. Αγαπούσε ο Ρίτσος τον πρόσφυγα, τον µετανάστη, τον άνθρωπο!»., ανέφερε. Στην Περσία κυκλοφόρησε πρόσφατα πολυσέλιδη ανθολογία 100 σύγχρονων Ελλήνων ποιητών, σε δική του μετάφραση. Στο μεταφραστικό του έργο συµπεριλαµβάνονται οι εξαίσιες δουλειές του για τον Αραγκόν, Ελιάρ, Νερούντα και άλλων ποιητών, ενώ του Ρίτσου το δίγλωσσο έργο «Ο Πέτρινος Χρόνος» που αποτελείται από 1.100 σελίδες, σε ελληνικά και περσικά, θεωρείται από τα μεγαλύτερα δίγλωσσα μεταφραστικά έργα που έχουν γίνει παγκοσμίως. Το πιο γνωστό και πολυδιαβασμένο του ποιητικό έργο είναι: “Ο ουρανός χωρίς διαβατήριο”, το οποίο προλογίζοντας ο μεταφραστής του στα ελληνικά και φίλος του Γιάννης Ρίτσος έγραψε:
“Κύριο γνώρισμα των ποιημάτων του είναι η απλότητα, η ακρίβεια, η καθαρότητα, χωρίς περιττά στολίδια, χωρίς διακοσμητικά στοιχεία κι εύκολους λυρισμούς. Ωστόσο, μέσα σ’ αυτή την απλότητα, ξαφνικά παρεμβαίνει ένας στίχος παράδοξος, ένας στίχος εντελώς απροσδόκητος-κι αυτός ακριβώς ο στίχος δίνει μια νέα διάσταση σε όλο το ποίημα, φωτίζει μ’ ένα νέο φωτισμό κάθε λέξη του ποιήματος, μεγεθύνοντας την αισθητική του σημασία και αξία. Μια ποίηση αληθινά αξιοθαύμαστη.”
Ο Φερεϋντούν πέθανε από καρκίνο στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου του 2012 και τάφηκε στο κοιμητήριο της Καισαριανής, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει.
“Κυρά πανάρχαιη Ελλάδα
κρύψε με κάτω
απ τη γαλάζια σου ποδιά.”
Ήταν η πιο κρύα μέρα εκείνου του χειμώνα, όμως ούτε οι -3 βαθμοί ούτε το χιονόνερο στάθηκαν εμπόδιο στους φίλους του ποιητή να του κάνουν το τελικό του κατευόδιο στην ελληνική γη, που τόσο τίμησε και αγάπησε.
Άλλωστε για τον Φερεϋντούν, που πάλεψε για έναν κόσμο ανοιχτό σε όλους δίχως φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, η πατρίδα δεν μπορεί να ορίζεται και να χωρίζεται από σύνορα. “Πατρίδα μου,”όπως έγραψε, ” είναι ένας ουρανός χωρίς διαβατήριο, χωρίς πύλη “.
“Όνειρα με χαρταετούς και περιστέρια” παιδικό βιβλίο του Φερεϋντούν Φαριάντ, που
βραβεύτηκε στην Περσία και παράλληλα απέσπασε και το βραβείο Άντερσεν. Το ίδιο βιβλίο μεταφράστηκε στην Ελλάδα από το Γιάννη Ρίτσο και εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Κέδρος», ενώ ανθολογήθηκε για τις δυο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού από το Υπουργείο Παιδείας
Στο βιβλίο παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή δύο αγοριών φτωχικής οικογένειας στην Περσία. Ο Αλβάν γράφει ωραίες εκθέσεις και λατρεύει τους χαρταετούς. Ο Μεϊλού, ο μεγαλύτερος αδελφός, αγαπά τα περιστέρια. Ο καλύτερος φίλος του Αλβάν είναι ο Σαλέμ. Τα καλοκαίρια, τα παιδιά χωρισμένα σε δύο ομάδες, την ομάδα Τακ και την ομάδα Ζαρίν, παίζουν πετροπόλεμο. Όμως ξεσπά πραγματικός πόλεμος. Γίνονται μεγάλες καταστροφές και σκοτώνονται πολλοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και οι δύο μικρές αδελφές του Σαλέμ, η Τουλή και η Σεκουλή. Τα παιδιά υπερασπίζονται ενωμένα την πατρίδα τους. Κι ο Αλβάν ονειρεύεται ότι κάποτε ο πόλεμος θα τελειώσει.
Μικρό απόσπασμα:
“… Οι βροχοσταγόνες του μεγάλου συννεφόδεντρου γέμισαν όλο τον ουρανό με μικρά πράσινα λιόφυλλα. Τα φύλλα τύλιξαν ολόγυρα τ’ αυτόματα και τα ντουφέκια και τα έκαναν σαν ανάλαφρα κλωνάρια δέντρων. Απ’ τις κάννες των όπλων, αντί για σφαίρες, μπαρούτι και καπνό, τινάζονται λουλούδια, πεταλούδες, λιμπελούλες και μπομπόνια. Τα παιδιά της ομάδας Ζαρίν πυροβολούν την ομάδα Τακ όχι με σφαίρες, αλλά με μικρά μπουκέτα λουλούδια και πολύχρωμες πεταλούδες. Κι απ’ αντίκρυ, η ομάδα Τακ απαντάει με λιμπελούλες και μπομπόνια*. Ο αέρας έχει γεμίσει μυρωδιές απ’ τα λουλούδια κι απ’ τα μπομπόνια. Ήταν σαν μέρα Πρωτοχρονιάς ή σαν γιορτή των Αγίων Πάντων. Τα παιδιά των δύο αντίθετων μαχαλάδων ξεσπούν σε γέλια και τα γέλια τους ανεβαίνουν ως τον έβδομο ουρανό. Γέλια, γέλια, χαρές και αγάπες κυριεύουν τα πάντα. Ο Αλβάν, εκεί ψηλά, πλάι στο πελώριο δέντρο που οι ρίζες του είναι στον ουρανό και τα κλαδιά του σ’ όλον τον κόσμο, ο Αλβάν με τα χρωματιστά μπαλόνια του πετάει ανάλαφρα, πλημμυρισμένος από χαρά και νιώθει πως ο ήλιος και το φεγγάρι είναι δυο ρόδες στο δικό του ποδήλατο. Θέλει να πηδήσει στη σέλα των άστρων και κρατώντας το τιμόνι του ανέμου να φύγει μες στο άπειρο.
Άξαφνα, κάτω στη γη, ανάμεσα απ’ τους καπνούς και τα σκοτάδια, βλέπει ένα περιστέρι ν’ ανεβαίνει. Το περιστέρι είναι ο Ριπιδάτος, τ’ αγαπημένο περιστέρι του Μεϊλού. Λίγο πιο κει, η Τουλή κι η Σεκουλή, οι αδερφές του Σαλέμ, για δες, στους ώμους τους έχουν φυτρώσει κάτι μικρά χρυσά φτεράκια και φτερουγάνε πίσω απ’ το Ριπιδάτο κι έρχονται κοντά του. Ο Αλβάν απ’ την πολλή χαρά έγινε ανάλαφρος σαν πούπουλο. Το μυρωδάτο αεράκι περνάει απ’ το διάφανο βλέμμα του κι απ’ τ’ ολόδροσο χαμόγελο του.
Τούτη τη στιγμή, ο Σαλέμ, καβάλα σ’ ένα κίτρινο περιστέρι, πλησιάζει τον Αλβάν. Οι δυο φίλοι αναπήδησαν κι έδωσαν τα χέρια. Και τότε, όλα τα παιδιά, κι απ’ τις δυο ομάδες, πιάστηκαν χέρι χέρι σ’ ένα μεγάλο κύκλο χορού. Ο Αλβάν έτρεξε ίσα στο χαρταετό του τον Κοκκινολαίμη και πήρε το μεγάλο τηλεγράφημα κρεμασμένο στο σπάγκο του. Πάνω στο τηλεγράφημα βλέπει γραμμένη την έκθεση του που πρέπει να διαβάσει στην τάξη του σχολείου του τον επόμενο χρόνο. Όλα τα παιδιά τον παρακαλούν να τους τη διαβάσει. Ο Αλβάν πλησιάζει το χαρτί κοντά στα μάτια του κι αρχίζει να διαβάζει αργά αργά τις λέξεις και τις φράσεις γεμάτες φως. Έτσι που διαβάζει, είναι σαν να διαβάζει για τους ανθρώπους όλου του κόσμου, κι έτσι ψηλά που στέκεται μοιάζει σαν να ‘ναι η ψυχή όλων των παιδιών του κόσμου κι έχει να πει ένα παγκόσμιο μήνυμα. Η έκθεσή του αρχίζει μ’ αυτά τα λόγια:
Τα όνειρά μου είναι όλο περιστέρια, χαρταετούς και πολύχρωμα μπαλόνια…”
Φερεϋντούν Φαριάντ
Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος
ΟΥΡΑΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ
ΦΕΡΕΫΝΤΟΥΝ ΦΑΡΙΑΝΤ
Πρόλογος: Γιάννης Ρίτσος
Φύτεψα λέξεις στο χαρτί.
Φύτρωσε ένα δέντρο με πλατιά φύλλα.
Φυλακισμένα ποιήματα χρόνια και χρόνια.
Οι λέξεις αιωρούνται σαν ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Περιμένουν.
Καλύπτω τις τρύπες
με φεγγάρι, με ποιήματα
ή με τα φιλιά σου.
Περνώντας από μια νύχτα στην άλλη
έχασα τη λάμπα μου.
Σκοτωμένοι, σκοτωμένοι, κι άλλοι κι άλλοι.
Ουρανός πώς να βγάλει τα μαύρα του-
Η μοναξιά μ’ έφερε κοντά στα πουλιά.
Μ’ έμαθε να πετάω.
Πόλεμοι, χρόνια, σκοτωμένοι.
Περισσότερο γερνάνε οι μητέρες.
Στον μαυροπίνακα της νύχτας
μ’ ένα κομμάτι κιμωλία γράψε:
φως, φως, φως.
Ποιητής είσαι.
Ρολόι του ηλιοτρόπιου
στο χέρι του καλοκαιριού.
Δώδεκα η ώρα μεσημέρι
των πουλιών.
Μάταιο γαλάζιο,
μάταιη αναμονή,
πολλές πέτρες.
Τα φιλιά μας γεράσανε.
Αποταμίευσε το φως,
έχεις μπροστά σου πολλούς δρόμους,
πολλές νύχτες.
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
Εσένα βλέπω.
Εσύ με βλέπεις;
Εγώ γράφω.
Η μικρή αδελφή μου
κεντάει πεταλούδες
στα περιθώρια του ποιήματός μου.
Ερειπωμένος κόσμος,
καμένη ιστορία,
αρχεία πεταμένα στους δρόμους
χωρίς άλογο, χωρίς τροχό, χωρίς σημαία.
Κι ένα κοτσύφι
μάταια προσπαθεί
να θυμηθεί το τραγούδι του.
Επαναστάσεις, πόλεμοι, πραξικοπήματα,
και πάλι, και πάλι, και πάλι.
Κι ένας τυφλός ζητιάνος
μ’ ένα κλουβί πουλιού στο χέρι
περνάει χτυπώντας το ραβδί του
στο σκοτεινό δρόμο.
Τα φιλιά που μού ‘δωσες χτες βράδυ
τα φύτεψα στη γη.
Ένα μεγάλο δέντρο φύτρωσε.
Ανεβαίνω στην κορφή του.
Φτάνω κάπου, που δεν ξέρεις
ούτε εσύ ούτε εγώ.
Εγώ και το άγαλμα
δανειζόμαστε τα φτερά του σπουργιτιού
και στον ουρανό του ανεξήγητου
πετάμε.
Μαραμένα λουλούδια στο βάζο
Αδιάβαστα βιβλία.
Μισοτελειωμένα ποιήματα.
Έριξαν τα κλειδιά στο πηγάδι.
Ξέρεις;
Αυτός που δίνει σήμα
στα καράβια
δεν είναι ο φάρος
αλλά ο φαροφύλακας.
Ούτε φεγγάρι ούτε άστρο ούτε τριζόνι.
Κλείσιμο δίχως τοίχους.
Με την αιχμή του μολυβιού μου
ανοίγω μια τρύπα στη νύχτα.
Εκτινάζεται φως.
Τη γλώσσα της ποίησης την έμαθα
απ’ τ’ άστρα, απ’ τα πουλιά, απ’ τα φύλλα
κι απ’ τους πλανόδιους τροχιστές.
Ο ήλιος φεγγοβολάει σαν πάντα
σκληρός κι αδιάφορος.
Σήμερα σκοτώσαν δώδεκα παλικάρια.
Δώδεκα μαυροφορεμένα χελιδόνια
κάθισαν στα όρθια ντουφέκια τους.
Μιλάω στο δέντρο.
Το δέντρο δίνει το μήνυμά του στον ουρανό.
Ο ουρανός γίνεται πιο γαλάζιος.
Όλα τα δέντρα δικά σας.
Δώστε μου μόνο ένα φύλλο
να βάλω στο πέτο μου
ή στο ποίημά μου.
Σε κάθε παύση σκοτεινή,
ανάμεσα στις λέξεις σου,
βάζεις ένα άστρο.
Παρέα μου και χαρά μου
τα πρόσωπα, τ’ αστέρια
και τ’ ανοιχτά παράθυρα.
Τα κλειδιά,
που είχε η μητέρα κρεμασμένα στη ζώνη της,
ήξεραν τα μυστικά των παιδικών μας χρόνων
και τα κρυφά περάσματα της νύχτας.
Αυτό το φως το μυστικό,
το κρυμμένο στις λέξεις,
ένα φεγγάρι στο πηγάδι.
Η Παλαιστίνη πολεμάει με πέτρες.
Φωνάζει με πέτρες.
Με πέτρες χτίζει τα όνειρά της
και τα τραγούδια της.
Το τραγούδι των καναρινιών
σπάζει το κλουβί,
ανοίγει ένα παράθυρο μέσα μου.
Από κει κοιτάζω
τον γαλάζιο ουρανό
και τα μάτια σου.
Το παρελθόν
πολύ νωρίς το ξεχάσαμε,
για τούτο χάσαμε
και το παρόν.
Τρία λευκά πουλιά
φτερούγισαν αβέβαια
στο μέλλον.
Το φεγγάρι
μια παλιά πληγή
στο στήθος
του πατρικού ουρανού.
Μόνος μπροστά στη θάλασσα.
Ένα κύμα μού έφερε
ένα μπουκάλι σφραγισμένο.
Το ανοίγω: Τα φιλιά σου.
Δυο πορτοκάλια κι ένα σπαθί.
Καταιγίδα στη στέγη.
Στο κρεβάτι
απόν το σώμα σου.
Μέσα στη νύχτα
μια άλλη νύχτα
μ’ ένα φεγγάρι σκοτωμένο
στα γόνατά της.
Η μητέρα πέθανε.
Ο πατέρας πέθανε.
Οι ποιητές εξορίστηκαν.
Δε βγαίνουν τα φύλλα των δέντρων,
δε βγαίνουν οι σημαίες,
δε βγαίνει ο ήλιος.
Κι ακόμη περιμένουμε.
Τα χρόνια περνούν.
Ο ήλιος, με τον ίδιο ρυθμό,
ανοιγοκλείνει τα παράθυρα.
Παιδιά γεννιούνται.
Οι μέρες κυκλοφορούν με τρίκυκλα.
Γερνάμε.
Μάταια προσπαθώ να σκεφτώ ένα αστέρι.
Κλειδωμένες πόρτες. Κλειδωμένοι τοίχοι.
Σ’ έναν τοίχο καρφώνω το ποίημα.
Δεν φωτίζει.
Σωπαίνω.
Οι λέξεις μέσα μου αναδύονται.
Ένα χάρτινο πουλί στο τραπέζι
τραγουδάει.
Τις λέξεις τις κάνω δικές μου-
ένας κόσμος κλεισμένος κι απέραντος,
σύννεφα, δέντρα, περιστέρια
και αβαρή κλειδιά.
Πάνω σ’ έναν πανσέ
έγραψα τ’ όνομά σου.
Μια πεταλούδα κάθισε στα χείλη μου.
Καθένας με τα όπλα του
πολεμάει το σκοτάδι.
Εσύ με το ντουφέκι σου,
το άστρο με τις αχτίνες του
κι εγώ με το ποίημα.
Πικρή ξενιτιά.
Ούτε γράμμα, ούτε χτύπημα της πόρτας.
Τίποτα.
Ένα σπουργίτι
κάθισε στο παράθυρό μου
μ’ έναν στίχο της Σαπφώς
στο ράμφος του.
Τις νύχτες με πανσέληνο
τ’ αγάλματα
κατεβαίνουν απ’ τα βάθρα τους
και πίσω απ’ τα κυπαρίσσια
κάνουν έρωτα.
Όλα μου τα ταξίδια εσύ.
Όλες μου οι θάλασσες εσύ.
Όλα μου τα ναυάγια εσύ.
Όταν σε συλλογιέμαι
ένας άνεμος με παίρνει
μαζί με το κρεβάτι μου
χωρίς πυξίδα, χωρίς τιμόνι, χωρίς πανί.
Εγώ κοιμάμαι.
Οι λέξεις αγρυπνούν.
Σχηματίζουν στον ύπνο μου
πουλιά και δέντρα.
Ξυπνώ.
Ούτε πουλί ούτε δέντρο.
Η μοναξιά μ’ έφερε κοντά στα πουλιά.
Μ’ έμαθε να πετάω.
Στον μαυροπίνακα της νύχτας
μ’ ένα κομμάτι κιμωλία γράψε:
φως, φως, φως.
Ποιητής είσαι.
Πατρίδα μου είναι
ένας ουρανός χωρίς διαβατήριο
χωρίς πύλη.
Μπαίνω απ’ τον αέρα.
Μιλάω στα δέντρα περσικά.
Εγώ είμαι ξένος.
Μιλάω στα δέντρα περσικά.
Τα δέντρα μο αποκρίνονται.
Μέσα σ’ αυτή τη συγγένεια
δεν είμαι ξένος.
Τη γλώσσα της ποίησης την έμαθα
απ’ τ’ άστρα, απ’ τα πουλιά, απ’ τα φύλλα
κι απ’ τους πλανόδιους τροχιστές.
Καλύπτω τις τρύπες
με φεγγάρι, με ποιήματα
ή με τα φιλιά σου.