Μόνο λίγες βδομάδες είχαν περάσει από τότε που η πληγωμένη και περήφανη πρωτεύουσα είχε γιορτάσει την απελευθέρωσή της από το φασιστικό ζυγό. Μια απελευθέρωση, που δεν την είχε χαρίσει κανένας δυνατός του κόσμου αυτού, παρά μόνο είχε κερδηθεί από το αίμα και τη θυσία του λαού της.
Κι ο λαός αυτός ανήσυχος τώρα παρακολουθεί τα μαύρα σύννεφα να πυκνώνουν στον ουρανό και μια θανάσιμη απειλή να διαγράφεται στον ορίζοντα. Δεν πρόλαβε να χαρεί τη χιλιάκριβη τη λευτεριά του και κινδυνεύει να την ξαναχάσει και να γυρίσει πίσω στην άθλια χωρίς ελπίδα κι όνειρα ζωή, που είχε πριν από τον πόλεμο. Αυτή τη ζωή που δεν μπορεί πια να ανεχτεί, γιατί κατάλαβε ότι αξίζει μια πολύ καλύτερη.
Οι πρώην Σύμμαχοι γίνονται ο νέος εχθρός.
Κάπου όμως μακριά σε κάποια επιτελικά γραφεία εξυφαίνονταν άλλοι σχεδιασμοί, που δεν είχαν καμμιά σχέση με τις δικές του προσδοκίες, με το δικό του όνειρο για ένα φωτεινότερο αύριο. Το Λονδίνο βιαζόταν να κλείσει το ελληνικό θέμα, να “εξομαλυνθεί” η πολιτική λειτουργία στη χώρα με τον τρόπο, που φυσικά εξυπηρετούσε τα δικά του συμφέροντα. Στην ουσία οι Βρετανοί επιζητούσαν την επανάληψη του σκηνικού του 1935, την ανασύσταση των παραδοσιακών αστικών κομμάτων και την επαναφορά του θεσμού της ισχυρής βασιλείας. Οι οδηγίες που αφορούσαν το μεγάλο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης “στόχευαν πρώτα στον αφοπλισμό και μετά στην οργανωτική του αποσάθρωση και υποταγή.” Για το σκοπό αυτό ο βρετανικός στρατός επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέτρο έκρινε αναγκαίο. “Ενεργήστε σαν να επρόκειτο για κατακτημένη πόλη, στην οποία είχε ξεσπάσει τοπική εξέγερση.” Ήταν το τηλεγράφημα, που έστειλε ο Βρετανός πρωθυπουργός στον υποστράτηγο και διοικητή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, Ρόναλντ Σκόμπυ, ξεκαθαρίζοντας τις προθέσεις της τότε υπερδύναμης.
Το σχέδιο της υποδούλωσης
Το σχέδιο της σύγκρουσης είχε αρχίσει να υλοποιείται με ημερολογιακή ακρίβεια από πολύ νωρίτερα. Ήδη από τις 14 Οκτώβρη μόλις ένα εικοσιτετράωρο από την αποχώρηση των Γερμανών κάνοντας πράξη την επιθυμία που διατύπωσε από τα τέλη Αυγούστου ο Τσόρτσιλ “Εξαιρετική μου επιθυμία είναι να ενσκήψουμε εξ ουρανού, για να προλάβουμε το ΕΑΜ. ” Άγγλοι αλεξιπτωτιστές έπεσαν στα Μέγαρα και στη συνέχεια μπήκαν ως “απελευθερωτές” στην ελευθερωμένη από τον ΕΛΑΣ Αθήνα και καταλαμβάνοντας το κέντρο της πόλης στρατωνίστηκαν στα στρατηγικά της σημεία. Από την επόμενη κιόλας αρχίζουν οι προκλήσεις των ταγματασφαλιτών και το αίμα των πρώτων νεκρών που βάφει τους δρόμους της Αθήνας προετοιμάζει βήμα- βήμα την τραγωδία του Δεκέμβρη.
Στις 18 Οκτώβρη τα βρετανικά στρατεύματα που αποβιβάζονται στον Πειραιά με τη συνοδεία του Σκόμπυ κουβαλούν μαζί με τα όπλα τους και τα σατανικά σχέδια της ένοπλης επέμβασης, που θα έθετε τη χώρα κάτω από τη βρετανική κυριαρχία και θα ενταφίαζε οριστικά την προοπτική για το χτίσιμο μιας νέας κι ευτυχισμένης Ελλάδας . Μαζί είχε αποβιβασθεί και ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο διορισμένος απ’ τους Άγγλους πρωθυπουργός της Ελλάδας, που είχε ήδη δεσμευθεί στους εντολοδόχους του ότι θα ξανάφερνε στο θρόνο τον Γλύξμπουργκ και θα έθετε την Ελλάδα υπό τον βρετανικό έλεγχο. Στην ομιλία του στην ίδια πλατεία Συντάγματος, που σε λίγο θα την αιματοκυλούσε χωρίς κανένα δισταγμό, με ψέμματα -πιστεύουμε και εις την λαοκρατία- και υποσχέσεις κέρδιζε χρόνο προετοιμάζοντας τη σύγκρουση.
Παρά τις διαπραγματεύσεις και συζητήσεις, που μόνο για κωλυσιεργία γίνονταν στο πλαίσιο της κυβέρνησης “Εθνικής Ενώσεως”, το βρετανικό σχέδιο προχωρούσε κανονικά. Μέσα στο Νοέμβρη είχαν συγκεντρωθεί στην Αθήνα και είχαν ενισχυθεί όλες εκείνες οι στρατιωτικές μονάδες και ένοπλοι σχηματισμοί που διάκεινταν εχθρικά προς το ΕΑΜ. Και μόλις οι προετοιμασίες αυτές συμπληρώθηκαν ο στρατηγός Σκόμπυ έστειλε τελεσίγραφο ζητώντας τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και της Πολιτοφυλακής, ενώ όλα τα ένοπλα σώματα της αστικής αντίδρασης, Ορεινή Ταξιαρχία, επιστρατευμένοι των εθνικών οργανώσεων, Χωροφυλακή και Αστυνομία, παρέμεναν ανέπαφα.
Η σύγκρουση προ των πυλών
Το ΕΑΜ απέρριψε φυσικά το τελεσίγραφο του Σκόμπυ και οι υπουργοί του παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Πυρετός στα τυπογραφεία του ΕΑΜ. Πυρετός μάχης για να τυπωθούν τρικ και προκηρύξεις, να γραφούν πανό με το ίδιο θέμα, όπως παλιά στα χρόνια της κατοχής : “Ελευθερία ή θάνατος” και για πρώτη φορά εκείνο το μεγάλο σύνθημα με τα κεφαλαία γράμματα, που σε λίγο θα βάφονταν κόκκινα από το χυμένο αίμα: “Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στην τυραννία διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα” Τυπώνουν όλη νύχτα, γιατί αύριο όλη η Αθήνα κατεβαίνει σε συλλαλητήριο.
Ποια μέρα ξημερώνει; Κυριακή, 3 του Δεκέμβρη του 1944.
“Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!.. Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει. Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο», γράφει ο Λουντέμης.
O «Ριζοσπάστης», που κυκλοφόρησε από τα χαράματα, έγραφε στην κορυφή της πρώτης του σελίδας: «Όλοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα – Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου! Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!». Στο κύριο άρθρο με τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», έγραφε ο Γ. Ζέβγος” Το λόγο τώρα τον έχει ο ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους. Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας, που αντιμετώπισαν νικηφόρα τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών. Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονάν την Ελλάδα και το λαό της θα βρεθούν ενωμένοι στις γραμμές του για να υπερασπίσουν τη λευτεριά του, τη ζωή του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την εθνική ανεξαρτησία. Ο ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας»
Η κυβέρνηση Παπανδρέου που αρχικά είχε δώσει την άδεια να γίνει το συλλαλητήριο, τα μεσάνυχτα του Σαββάτου 2 Δεκέμβρη την ανακαλεί με την πρόφαση, πως το συλλαλητήριο είναι η απαρχή «σειράς επαναστατικών πράξεων «αι οποίαι απέβλεπαν εις κατάλυσιν του κράτους». Ξεκάθαρο πια, ότι στόχευση ήταν η παραπέρα όξυνση του κλίματος. Όμως και η πιο νοσηρή φαντασία δε θα μπορούσε να συλλάβει τα όσα θα επακολουθούσαν.
Από πολύ πρωί οι δρόμοι είχαν γεμίσει άοπλους, που κατεβαίνουν στο Σύνταγμα. Φουσκώνει σαν κύμα η πλατεία από ανθρώπους, που βράζουν θυμό στα στήθη τους και είναι αποφασισμένοι για όλα, καθώς νιώθουν ότι ζουν στιγμές ιερές, απ΄ αυτές που φέρνουν ή τη μεγάλη καταστροφή ή τη μεγάλη δημιουργία. Κόσμος δίχως όπλα κατεβαίνει αδιάκοπα σαν ορμητικό ποτάμι – μια βοή ανακατωμένη με τραγούδια, κραυγές, τηλεβόες- και ζητάει ένα πράγμα μόνο, να τηρηθούν οι συμφωνίες. Και ξαφνικά κρότος πολυβόλων. Σφαίρες θρυμματίζονται στην άσφαλτο και τα θραύσματα τινάζονται παντού. “ Καταραμένη Αγγλία”. Φωνές ακούγονται από το αγριεμένο πλήθος, που ζητά όπλα και θάνατο στους δολοφόνους. Φωνές που κάποια στιγμή σκεπάζονται από ένα βουητό, που έρχεται από ψηλά. Αεροπλάνα πετούν πάνω απ΄ τα κεφάλια με πολυβόλα που κροταλίζουν θάνατο. Και κάτω από τα πυρά άοπλος, ανυπεράσπιστος λαός . Ύστερα από τα ανάκτορα φαίνονται θωρακισμένα άρματα, τα μεγάλα τανκς “ Ουίνστον Τσόρτσιλ”, που τα πολυβόλα τους απ΄ τους πυργίσκους ρίχνουν χωρίς σταματημό, ανοίγοντας δρόμο ματωμένο για να περάσει η τυραννία.
Καταλυτική η περιγραφή εκείνων των στιγμών από τη Μέλπω Αξιώτη:”Δίπλα απ’ τα ανάκτορα αστυνομικοί και φασίστες εκείνη τη στιγμή μας πυροβολούν στο ψαχνό. Κορίτσια τότε δείχνουν τα στήθια τους και φωνάζουν: βαράτε εδώ! Είμαστε άοπλοι! Και οι φασίστες τα βαρούν… Οι νεκροί πέφτουν τώρα γύρω – τριγύρω μας ένας – ένας χάμω, σα σπουργίτια. Οι ξένοι ανταποκριτές στέκουν εκστατικοί. Ένας Αμερικανός με στολή χυμά κι αρπά πιστόλι αστυνομικού που ήταν έτοιμο ν’ ανάψει. Άλλος Αμερικανός πίσω από τανκ εγγλέζικο φωτογραφίζει το λάβαρο του ΕΑΜ που μούσκεψε σε σκοτωμένου το αίμα… Πολλοί από τους πόλισμαν πετούν τα όπλα τους στους διαδηλωτές και οι διαδηλωτές τους σηκώνουν στα χέρια. Οι Άγγλοι γύρω – γύρω και πάνω στα τανκς, στη «Μεγάλη Βρετάνια» στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στο πλήθος, φλεγματικοί παντού και αξιοπρεπείς στέκουν και βλέπουν τη δολοφονία μας, πως θάστεκαν να βλέπουν ταινία κινηματογράφου. Στο τέλος – τέλος παίρνουν μέρος. Μαζεύουν με τα φορτηγά τους, τραυματισμένους και γερούς. Ήταν αυτοί οι πρώτοι όμηροι.
Σε λίγες μέρες γίνηκαν χιλιάδες»
Ο απολογισμός της μέρας, που πήρε τ όνομα “Ματωμένη Κυριακή” , ήταν 30 νεκροί και τραυματίες πάνω από 140. Το άλλο πρωί μια πομπή με τα φέρετρα των σκοτωμένων μπροστά πένθιμες σημαίες και κοπέλες με στεφάνια, ανεβαίνει την Πανεπιστημίου και φτάνει στο Σύνταγμα. Εκεί γονατίζουν και ψέλνουν το “Πένθιμο Εμβατήριο” για τους νεκρούς ήρωες κι ορκίζονται στη μνήμη τους. Η απόφαση έχει παρθεί. Και είναι του λαού απόφαση. Τις αλυσίδες τις έχει απορρίψει, με ποια όπλα όμως θα παλέψει;
Η μάχη της Αθήνας
Τη νύχτα προς την 4η Δεκέμβρη βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Στην πορεία η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε αρχίζοντας έτσι ένας ένοπλος λαϊκός αγώνας, που κράτησε 33 μέρες.
Από τη μια ο ηρωισμός, η αυτοθυσία και το δίκιο κι ένας λαϊκός στρατός από 10.000 περίπου άνδρες με ελαφρά όπλα κι απ την άλλη οι ένοπλοι σχηματισμοί των δοσίλογων, η Χωροφυλακή, η 3η Ορεινή Ταξιαρχία και 60.000 Άγγλοι στρατιώτες με 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα ενώ μονάδες του αγγλικού στόλου κανονιοβολούν την πρωτεύουσα και ταυτόχρονα εξασφαλίζουν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Μετά τις 15 του Δεκέμβρη μάλιστα ο Άγγλος πρωθυπουργός στέλνει και νέες δυνάμεις, που τις αποσύρει από το μέτωπο της Ιταλίας, αφού ο πόλεμος συνεχιζόταν ακόμα. Στις 5 του Γενάρη 1945 αρχίζει η υποχώρηση. Ο ΕΛΑΣ, καθώς οι βασικές και εμπειροπόλεμες δυνάμεις του είχαν μείνει μακριά από την Αθήνα, ήταν αδύνατο να κρατήσει άλλο. Η μάχη της Αθήνας είχε λήξει.
Ο Αγγλικός ιμπεριαλισμός με το στρατό του και για λογαριασμό της ελληνικής αστικής τάξης βγήκε προσωρινά νικητής. Τσάκισε με την ένοπλη βία και την υπεροπλία του το κίνημα ενός λαού, που αφού με αγώνες και αμέτρητες θυσίες είχε ελευθερώσει την πατρίδα του, λαχταρούσε να οικοδομήσει τη δική του κοινωνία στη δική του Ελλάδα.
Ο Δεκέμβρης δεν έφερε την Άνοιξη.
Ο λαός που έδωσε στον τιτάνιο και τόσο άνισο αυτό αγώνα χιλιάδες από τα καλύτερα παιδιά του, που πάλεψε με λιανοτούφεκα, με τη φωτιά της ψυχής του και την ορμή των ονείρων του, με δυναμίτες και οδοφράγματα μπόρεσε και δημιούργησε μέσα από ένα μαζικό ηρωισμό υψηλά ανθρώπινα πρότυπα και ανώτερες στάσεις ζωής. Οι θυσίες του, οι ηρωισμοί του, άθλοι πραγματικοί, σιωπηλοί και αθόρυβοι, έτσι όπως πρέπει να είναι όλα τα μεγάλα και σημαντικά, ζουν μέσα στη λαϊκή μνήμη και δείχνουν το δρόμο για την πραγματική λευτεριά και ανεξαρτησία. Ο ηρωικός Δεκέμβρης λαμπρή στιγμή της ανυπόταχτης πορείας του λαού μας, διδάσκει ότι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι οι λαοί και μόνο με τη συνειδητή τους παρέμβαση και πράξη μπορεί να πορεύεται η ανθρωπότητα προς το μέλλον της. Αδικαίωτοι αγώνες δεν υπήρξαν και ούτε θα υπάρξουν. Η γνώση και η πείρα που αποκτάμε είναι η υπόσχεση για τη νίκη που θα ρθει. Κι όπως έγραψε ο ποιητής: “Τούτη η πολιτεία δε χαμπαρίζει το θάνατο…” Γι αυτό και “Θα τη φτιάξουμε πάλι την Αθήνα μας, έλα λοιπόν μη κάνεις έτσι. Θα την πάρουμε. Θα χτίσουμε τη σοσιαλιστική Αθήνα…”