Πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τότε που πρωτοεμφανίστηκε η Ποπ Αρτ σαν καλλιτεχνικό ρεύμα, πρώτα στην Αγγλία και ύστερα στις ΗΠΑ. Ο όρος Ποπ σε καμιά περίπτωση δεν σχετίζεται με αυτό που εμείς ονομάζουμε “λαϊκή τέχνη”, δηλαδή με την αγνότερη έκφραση της λαϊκής ψυχής, στο κέντημα τη νησιώτισσας, στο κανάτι του αγγειοπλάστη, στο δημιούργημα των ανθρώπων που μέσα τους ο τεχνίτης και ο καλλιτέχνης είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Βασικά οικειοποιήθηκε μορφές και στρατηγικές της διαφήμισης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για μια βιομηχανική καλλιτεχνική έκφραση μέσα στη σύγχρονη βιομηχανική εποχή.
Η Ποπ αποτέλεσε ένα ανομοιογενές κίνημα μέσα στο οποίο χώρεσαν πολλές εκφράσεις, από την κοινωνική διαμαρτυρία, μέχρι τον σνομπισμό και την παρακμιακή δημιουργία.
Ο γνωστότερος Αμερικανός εκφραστής της, ο Άντι Γουόρχολ θεωρείται ο τελευταίος μοντέρνος ή ο πρώτος μεταμοντέρνος καλλιτέχνης. Κυνικά ο ίδιος υποστήριζε πως υπήρξε ανέκαθεν ένας εμπορικός δημιουργός και ότι ουδέποτε μετασχηματίστηκε από εμπορικό σε “αληθινό” καλλιτέχνη.
Ο Άγγλος τεχνοκριτικός Laurence Alloway ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο Pop Art, για να χαρακτηρίσει μ΄ αυτόν τον όρο μια υποτιμημένη κουλτούρα (τη διαφήμιση, την τηλεόραση, τα περιοδικά, τις βεντέτες, τα είδωλα), και συνιστούσε να την παίρνουμε υπόψη και να τη “σχολιάζουμε”.
Ποπ και κοινωνική κριτική.
Στην αρχή η Pop Art, κύρια στη ζωγραφική και τη μουσική, εμφανίστηκε σαν κάτι διαφορετικό από την “υψηλή” την “ελιτίστικη” τέχνη. Το σύνθημα “Όλα διαφορετικά απ΄ ότι ήταν πριν” δημιούργησε την ψευδαίσθηση πως η Ποπ Αρτ ήταν επανάσταση στην τέχνη και στις ανθρώπινες σχέσεις και μάλιστα πιο μεγάλη και απ΄ την κοινωνική επανάσταση.
Ορισμένοι πίνακες της Ποπ, είχαν ένα περιεχόμενο πολιτικής και κοινωνικής κριτικής. Ωστόσο είναι αλήθεια ότι τέτοια έργα είναι η μειοψηφία. Τα δήθεν “δημοκρατικά” σύμβολα όπως εκείνα που χρησιμοποιούσε ο Γουόρχολ δηλαδή ο Νίξον και ο Μάο, το δολάριο και το σφυροδρέπανο, ο Χριστός και ο Τζον Λένον δεν είναι ικανά από μόνα τους να κατατάξουν δημιουργούς και έργα στον καλλιτεχνικό χώρο που βρίσκεται στην υπηρεσία του λαϊκού κινήματος.
Αυτό ισχύει και για τους διάφορους τύπους, που σύχναζαν στο περίφημο “Εργοστάσιο” του Γουόρχολ που κατέστη το επίκεντρο της νεοϋορκέζικης Ποπ κουλτούρας. Ο χώρος αυτός λειτουργούσε σαν σύνδεσμος κλαμπ, κοινοβίου αναψυχής και κέντρου διερχομένων για μερικούς από τους πιο εξωφρενικούς τύπους της Ν. Υόρκης, ψωνισμένα μοντέλα, κομπάρσους πλήρεις αμφεταμίνης, σκυθρωπούς ποιητές, περιθωριακούς σκηνοθέτες και αλαζονικούς εκδότες καθώς επίσης και αποσβολωμένα κολεγιόπαιδα ή κάθε λογής παράγοντες του κινηματογράφου πλάι σε αστέρες της ροκ.
Ήταν δηλαδή ένας κόσμος διαφορετικός από τον κόσμο-υπόκοσμο των έργων του Τουλούζ Λωτρέκ και του Βαν Γκογκ, που αποκάλυψαν τη σαπίλα της κοινωνίας και φώτισαν τις μορφές που περιφρονεί μέχρι σήμερα η κοινωνία. Για το λόγο αυτό η προσέλκυση επισκεπτών σε πινακοθήκες με έργα Ποπ δημιουργίες, οφείλεται στην υπέρμετρη προβολή τους μέσω των κυκλωμάτων του μάρκετινγκ, παρά στην αντικειμενική τους αξία.
Αντιπαράθεση με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό
Ο συνδυασμός της προβολής του Αμερικανού διαφημιστή και επιχειρηματία Άντι Γουόρχολ με την Pax Americana, σε συνδυασμό με την προπαγάνδα περί αταξικής κοινωνίας δίνει το στίγμα της Ποπ Αρτ. Παραθέτουμε την ομολογία του Γουόρχολ: “Το καταπληκτικό είναι ότι η Αμερική εγκαινίασε την παράδοση σύμφωνα με την οποία οι πλουσιότεροι καταναλωτές αγοράζουν ουσιαστικά τα ίδια πράγματα με τους φτωχότερους. Καθώς κοιτάζεις την τηλεόραση μπορείς να δεις μια κόκα κόλα και ξέρεις ότι ο πρόεδρος πίνει Κόκα Κόλα, οι διάσημοι σταρ πίνουν Κόκα κόλα και φαντάσου ότι κι εσύ μπορείς να πίνεις κόκα-κόλα.” Πρόκειται για ταχυδακτυλουργία: Αφεντικά και εργαζόμενοι μεγιστάνες του πλούτου και εξαθλιωμένοι παρουσιάζονται όλοι ενωμένοι με τη βοήθεια, και κάτω από τη σημαία, της Κόκα Κόλα.
Η αντίληψη αυτή προχωράει ένα βήμα παρά κάτω: “όπως ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στην αντίπερα όχθη του κόσμου προπαγάνδιζε ένα κατασκευασμένο ψευδεπίγραφο ιδανικό ο ευτυχισμένος εργάτης που δουλεύει στον κομμουνιστικό παράδεισο αστραποβολώντας από ευτυχία, έτσι και η Ποπ Αρτ έστω και ως άρνηση, μυθοποιεί το ιδεολόγημα του ευτυχισμένου καταναλωτή ο οποίος ταυτίζει την Εδέμ με το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς του”.
Συμπερασματικά λοιπόν βγαίνει το χοντροκομμένο συμπέρασμα, ότι όπως οι καλλιτέχνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στη Σοβιετική Ένωση τιμούσαν τις επίσημες αξίες της κοινωνίας τους έτσι και ο Γουόρχολ τιμά τις αξίες της δικής του, της καπιταλιστικής Αμερικής.
Παράλληλα τέθηκε και το ζήτημα του κατά πόσον η Ποπ Αρτ αποτελούσε ένα κίνημα που προσπάθησε να εκδημοκρατίσει την τέχνη. Δεν αποδείχθηκε ποτέ κάτι τέτοιο. Αν θα ήθελε κανείς να ψάξει για “εκδημοκρατισμό” θα ήταν καλύτερο αντί να στραφεί στον Γουόρχολ, που χρησιμοποίησε τεχνικές της διαφήμισης για να αυτοδιαφημιστεί, να μελετήσει την τεράστια συμβολή και στον καλλιτεχνικό και στον κοινωνικό τομέα σύγχρονων χαρακτών όπως ήταν η Καίτε Κόλβιτς στο μεσοπόλεμο και αργότερα οι Έλληνες χαράκτες, όπως ο Τάσσος, η Κατράκη, ο Βαρλάμος και άλλοι.
Η εξέλιξη των εργαλείων έκφρασης.
Από το 1952, δηλαδή πριν την επίσημη αναγνώριση της Ποπ Αρτ σαν ιδιαίτερης μορφής τέχνης, είχε μπει σαν θέμα η εφαρμογή στοιχείων από τις εικόνες της καταναλωτικής κοινωνίας και της λαϊκής κουλτούρας στις διαφημίσεις, τον κινηματογράφο, τον τύπο και τη σχεδίαση καταναλωτικών προϊόντων. Στόχος ήταν η προσέλκυση της προσοχής του αγοραστικού κοινού και γι αυτό πήρε εξ αρχής χαρακτήρα εμπορικής τέχνης.
Συνηθισμένες τεχνικές της Ποπ Αρτ ήταν το κολάζ, το φωτομοντάζ, και γενικά ο συνδυασμός διαφόρων άλλων στοιχείων δανεισμένων από το καθημερινό και το συνηθισμένο. Χρησιμοποιήθηκαν με αυθορμητισμό στη θέση του παραδοσιακού, κρατώντας αποστάσεις από τα δυσνόητα και δύσπεπτα για το πλατύ κοινό θέματα.
Από τη δεκαετία του ’80 και μετά η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας άρχισε να αντικαθιστάμε διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς τα “χειρωνακτικά” εργαλεία της Ποπ. Από την αρχή μάλιστα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα οι εκπληκτικές δυνατότητες των ψηφιακών εργαλείων στο γραμμικό και ελεύθερο σχέδιο καθώς και στην επεξεργασία της εικόνας έφεραν σαρωτικές αλλαγές.
Η χρήση λογισμικών Open Source (προγραμμάτων ανοιχτού κώδικα) στο χώρο των εικαστικών τεχνών έδωσε όχι μόνο αδιανόητες για πριν λίγα χρόνια δυνατότητες έκφρασης αλλά έβαλε στο τραπέζι και νέους θεωρητικούς προβληματισμούς. Η “δωρεάν” απόκτηση αυτών των προγραμμάτων καθώς και η εκμάθησή τους μέσω διαδικτύου έλκει ανθρώπους που διαφορετικά δεν θα είχαν καμιά δυνατότητα πρόσβασης στο χώρο των εικαστικών.
Χωρίς αμφιβολία η πορεία της Ποπ Αρτ εδώ και μισό περίπου αιώνα πρόσθεσε και τη δική της σφραγίδα στις σύγχρονες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Η εξέλιξη των τεχνικών της με τη χρήση σύγχρονων ψηφιακών εργαλείων δίνει τη δυνατότητα προσέλκυσης όλο και περισσότερων ατόμων στο χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Αναπόφευκτα αυξήθηκαν και οι δυνατότητες χρησιμοποίησης νέων εργαλείων στην ιδεολογική αντιπαράθεση των τάξεων της κοινωνίας που συγκλονίζεται από τις κοινωνικές αντιθέσεις, που κοιλοπονούν το μέλλον.