image_print

Συμβαίνει σε όλους μας. Όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πίνακα ζωγραφικής άλλοτε στεκόμαστε γοητευμένοι από την κάθε λεπτομέρεια του έργου και άλλοτε στεκόμαστε προβληματισμένοι , αμήχανοι ή αδιάφοροι. Μερικές φορές αν είναι παρών ο ίδιος ο καλλιτέχνης τον ρωτάμε αλλά ούτε η απάντησή του μας βοηθάει να βγάλουμε άκρη. Ακούμε πολλές φορές τους “ειδικούς” να λένε, πως δεν πρέπει να ψάχνουμε για το “περιεχόμενο” του έργου αλλά να αφήσουμε τον εαυτό μας ελεύθερο να γευθεί την αρμονία των μορφών και των χρωμάτων, πως το περιεχόμενο του έργου είναι η ίδια η μορφή του.

Δεν αποκλείεται μέσα στην αμηχανία μας να αισθανθούμε κάποιο αίσθημα κατωτερότητας, μια και εμείς δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε αυτά που καταλαβαίνουν οι “γνώστες”. Τι συμβαίνει λοιπόν; Είμαστε αδιάβαστοι ή ξεπερασμένοι; Γιατί μας γοητεύουν έργα της Αναγέννησης, του Μπαρόκ, αλλά έχουμε πρόβλημα με έργα από τον 20ο αιώνα και μετά; Το θέμα απασχολεί μόνο εμάς ή είναι γενικότερο;

Το έργο αυτοσημαίνεται;

Σαν κόκκινη κλωστή περνάει εδώ και πάνω από έναν αιώνα η άποψη καλλιτεχνών και ειδικών σε θέματα τέχνης ότι αξία σε ένα έργο τέχνης έχει μόνο η μορφή του. Στις εκδόσεις που αναφέρονται σε θέματα ιστορίας της τέχνης ή σε κριτικές βρίσκει κανείς ανοιχτή ή συγκαλυμμένη την άποψη ότι στη σύγχρονη τέχνη δεν έχει πια ενδιαφέρον το περιεχόμενο ενός έργου. Η θέση αυτή που εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα είναι θεμελιωμένη από θεωρητικούς, όπως ο Βασίλι Καντίνσκι, ο Χέρμπερτ Ριντ καθώς και μι ομάδα των “ανανεωτών μαρξιστών” όπως ο Ροζέ Γκαρωντύ, ο Ερνστ Φίσερ, ο Μαρκούζε, ο Αντόρνο, κ.α.

Οι πρώτοι βλέπουν ότι το αυθεντικό έργο τέχνης βγαίνει “από τον καλλιτέχνη” με έναν μυστηριώδη, αινιγματικό, μυστικιστικό τρόπο (Wassily Kadinsky: Για το πνευματικό στην τέχνη. Εκδόσεις Νεφέλη, Σελ. 145). Θεωρούν ότι η μοντέρνα τέχνη καθορίζεται από μια εσωτερική αναγκαιότητα, “από την ανάγκη του καλλιτέχνη να προβάλλει, ως φαντασιώδη σκέψη ή συμβολικό λόγο, μια ψυχική δραστηριότητα, που διαφέρει από τη λογική σκέψη” (Herbert Read: Η τέχνη σήμερα, Εκδόσεις Κάλβος Σελ. 148)

Με λίγα λόγια θεωρούν, ότι ο καλλιτέχνης εκφράζοντας τελικάαυτό που βγαίνει από το υποσυνείδητό του, παράγει ένα έργο, που λίγο ενδιαφέρεται αν συγκινεί τους άλλους και καθόλου αν “έχει κάτι ναπει”. Αν μπορεί κανείς σε μια τέτοια περίπτωση να μιλήσει για περιεχόμενο ενός έργου τέχνης, θα έλεγε ότι η φόρμα, η μορφή του έργου αποτελεί και το περιεχόμενό του. Το σύγχρονο έργο, όπως λένε, “αυτοσημαίνεται”.

Οι ανανεωτές μαρξιστές ανοιχτά ή συγκαλυμμένα καταλήγουν στις ίδιες ή παραπλήσιες απόψεις φτάνοντας μέχρι του σημείου στο όνομα μιας ανανεωμένης μαρξιστικής αισθητικής να αρνούνται ολοκληρωτικά την ίδια τη μαρξιστική αισθητική. Θεωρούν ότι η τέχνη είναι η ίδια μια αντικειμενική πραγματικότητα(Ερνστ Φίσερ: Η αναγκαιότητα της τέχνης. Εκδόσεις Θεμέλιο. Σελ 32). Υποστηρίζουν την αυτονομία της τέχνης από όλες τις άλλες μορφές κοινωνικής συνείδησης(Σταύρου Ζορμπαλά: Τέχνη και Κοινωνία. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Σελ. 37). Τις απόψεις αυτές αναμασούν και πολλοί νεώτεροί τους με διάφορες παραλλαγές. Χαρακτηριστικό όλων είναι η επίθεσή τους στο ρεαλισμό και ιδιαίτερα στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που θεωρούν “ξεπερασμένο”.

Η στάση του καλλιτέχνη απέναντι στη ζωή

Στην αντιπέρα όχθη βρίσκεται η άποψη που τεκμηριώνει, ότι ένα έργο τέχνης έχει και μορφή και περιεχόμενο. Σε ένα καλό έργο τέχνης μάλιστα η μορφή και το περιεχόμενο σχετίζονται, αλληλοεπηρεάζονται και είναι δεμένα με την κοινωνική αναγκαιότητα. Θεωρούν, ότι ενώ ο καλλιτέχνης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με την εποχή του, στην ουσία δεν είναι απλός “φωτογράφος”, απλός εκφραστής της εποχής του αλλά και μια φυσιογνωμία που μπορεί να επιδράσει με την τέχνη του στην κοινωνική εξέλιξη και μπορεί να συμβάλει με το έργο του στη διαμόρφωση μιας θετικής, αγωνιστικής στάσης απέναντι στη ζωή.

Διαβάζοντας για παράδειγμα τα έργα του Βαν Γκογκ δεν θα ήταν σωστό να θεωρήσουμε, πως αυτός ήταν απλά μια μαρτυρική ύπαρξη, ένα άτομο απροσάρμοστο στον απάνθρωπο κόσμο μας. Τόσο η θεματολογία του όσο και ο τρόπος έκφρασης δείχνουν ότι πρόκειται για έναν επαναστάτη της εποχής του, που βρέθηκε κοντά στο λαό, αφουγκράστηκε τον κοχλασμό του και πρόβλεψε τη θυελλώδη επανάσταση, που θ’ άλλαζε ολόκληρη την κοινωνία. Μέσα από τα έργα του μεγάλου Ισπανού ζωγράφου Γκόγια μπορούμε να διακρίνουμε το μαχητικό ανθρωπιστή, που ολοκληρώνει την αντίληψή του πως η τέχνη “δεν μπορεί να είναι αυτό που πιστεύει η αστική κοινωνία, ένα όραμα ιδεών και παρορμήσεων μέσα σ’ εφήμερα αισθήματα, ανάμικτα με τη χαρούμενηαποβλάκωση ή την έκσταση” αλλά το μαχητή καλλιτέχνη που καταγγέλλει τη σαπίλα και καταθέτει την άποψή του στον αγώνα για ανατροπή.

Ακόμη και ο Ντελακρουά, που από πολλούς θεωρείται ότι ήταν ο προάγγελος του εμπρεσιονισμού, μέσα από τα έργα του προαναγγέλλει τόσο την εκρηκτική αλλαγή της κοινωνίας όσο και της καλλιτεχνικής έκφρασης. Ο πασίγνωστος ως συγγραφέας αλλά άγνωστος στους πολλούς ως ζωγράφος Βικτόρ Ουγκώ εκφράζει την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Ο Πικάσο, ο Νταλί, η Καίτε Κόλβιτς και τόσοι άλλοι, όπως και οι Έλληνες εικαστικοί Βακιρτζής, Σικελιώτης, Β. Κατράκη, Α. Τάσος βλέπουν την τέχνη όχι σαν προνόμιο μιας ελίτ, ούτε σαν εξ ουρανού επιφοίτηση αλλά σαν εργαλείο έκφρασης και μεταμόρφωσης του κόσμου.

Δεν είναι καθόλου εύκολο για ένα καλλιτέχνη να εκφράζει την εποχή του και να εκφράζει με τα έργα του το κοινωνικό γίγνεσθαι, να καταθέτει τη συμβολή του στους κοινωνικούς αγώνες για την απαλλαγή της κοινωνίας από την εκμετάλλευση. Σήμερα τα υλικά, οι μέθοδοι έκφρασης και η ικανότητα πρόσβασης και αξιοποίησης της εμπειρίας άλλων καλλιτεχνών όλων των εποχών δεν έχουν όρια. Η αξιοποίηση μάλιστα και των σύγχρονων τεχνολογιών μπορεί συνδέσει το χθες με το αύριο, να οδηγήσει τον καλλιτέχνη στην εκπλήρωση των στόχων του και να δημιουργήσει έργα που δεν θα είναι γρίφοι αλλά που θα μιλούν άμεσα στην ψυχή των απλών ανθρώπων.

image_print