image_print

Βουρκωμένα θα ‘ταν τα μάτια των γυναικών που κεντούσαν καραβάκια περιμένοντας τον καλό τους να επιστρέψει. Δεν εξηγούνται αλλιώς οι βελονιές που ξέφευγαν απ΄ την αράδα χωρίς να τις προσέξουν. Βουρκωμένη θα ήταν και η ψυχούλα τους σαν έφτιαχναν χρώματα για τις κλωστές βράζοντας ρίζες. Δεν εξηγούνται αλλιώς οι ταπεινές αποχρώσεις, που απερίσκεπτα η μια δίπλα στο άλλη έκαναν το κέντημά τους να μοσχοβολά θύμηση, έρωτα, μοιρολόι, λαχτάρα και υπομονή.

Κι αυτά, όλα μαζί, που αναδύονται σαν ευωδιά απ’ τα κεντήματα των γυναικών πρέπει να γλύκαναν και τη δική μου την ψυχή, που πήρε ένα κάμποτο φτηνό, κι όσες απ΄ τις νερομπογιές κείτονταν στο ξεθωριασμένο κουτί, και μια και δυο, να ζωγραφίσει βάλθηκε τον Ερωτόκριτο στο άλογο καβάλα τον έρωτά του να εξομολογείται στην καλή του, που ανθισμένη του έστελνε απ΄ το μπαλκόνι μια αγκαλιά ματιές.

Αλλά το κάμποτο ήταν κάτασπρο και δε μ’ άρεσε. Και βράζω λίγο τσάι στην κατσαρόλα, το βουτάω και να που γλύκανε και μου είπε: “Άντε, ξεκίνα, είμαι πανέτοιμο”. Τ΄ άκουσα κι έξυσα το κεφάλι μου να κατεβάσει ιδέες. Πως ζωγραφίζεται άραγε ένα άλογο; Δεν ξέρω. Κι έκλεψα την ιδέα από ένα Σκυριανό κέντημα. Πως ζωγραφίζεται μια Αρετούσα; Σιγά το πράγμα, λέω. Δες το χαμόγελο που έχει ένα “μπαγασάκι” που κρέμεται στα ξάρτια ενός καραβιού, βάλ’ του ένα πλουμιστό πουκάμισο, ένα φουστάνι με λουλούδια και να τη δροσερή κι ωραία η κοπελιά. Τι άλλο να προσθέσουν οι μπογιές στο “κέντημα”; Χαρά. Λουλούδια και καρπούς έτσι όπως αναβλύζουν απ’ τις ψυχές των ανθρώπων, περικοκλάδες για να σκαρφαλώνουν οι λέξεις, πουλιά να τραγουδούν την ευτυχία και τον καημό. Τι άλλο; Τίποτα. Έτοιμη η ζωγραφιά. Ά, δε θυμάμαι αν έβαλα υπογραφή. Έ και λοιπόν; Ασήμαντη είναι λεπτομέρεια. Τέτοιες ζωγραφίτσες, μπορούν να φτιάξουν όλοι εκατό την ώρα…

Και η ζωγραφίτσα μου, που με χρώματα ζητούσε της αγάπης τη χαρά να εικονίσει, ζωντάνεψε ξαφνικά, καθώς ήρθε ο ποιητής από τα χρόνια τα παλιά, τόσο παλιά που χάνονται στο βάθος τεσσάρων τουλάχιστον αιώνων, για να μας ιστορήσει με λέξεις αυτό που οι μπογιές μου προσπάθησαν να δείξουν, την πρωτοσυνάντηση των δυο ερωτευμένων:

“…Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοι
κι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει.
Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη
κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙
μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα
ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα.
Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου,
δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου.
Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο
κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο,
κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση
καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση,
μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει
κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει,
ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη,
ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη
καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙
τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι…”

Ένας χείμαρρος από λέξεις μιας περίεργης κρητικής ντοπολαλιάς, μιας άγνωστης για μας εποχής, που δεν τις καταλαβαίνουμε με την πρώτη και σίγουρα δεν τις χρησιμοποιούμε στο σημερινό μας λόγο. Όμως ο ρυθμικός τους βηματισμός μας γοητεύει, ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος στην άψογη ρηματική του διατύπωση, όπου τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν του λείπει χωρίς ίχνος ρητορείας ή γλωσσικού πληθωρισμού, μας διεγείρει ευχάριστα, καθώς μορφή και περιεχόμενο αλληλοστηρίζονται και αλληλοϋπηρετούνται υποδειγματικά σ’ ένα σφιχταγκαλιασμένο, αξεδιάλυτο όλο.

Τραγούδι της παλληκαριάς και της αγάπης, ο Ερωτόκριτος, ύμνος στα πανανθρώπινα ιδανικά της φιλίας, του έρωτα, της λεβεντιάς, έπος λυρικό και διαχρονικό για τα γυρίσματα της τύχης, που κάνουν το ταξίδι της ζωής απρόβλεπτη περιπέτεια, για τα βάσανα των ανθρώπων αλλά και για τον τελικό θρίαμβο του καλού και του δίκιου, της ομορφιάς και της αγάπης. Χίλιοι και κάτι στίχοι συνθέτουν αυτό το έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα, που αν και προσωπικό έντεχνο κείμενο, πέρασε στα χείλη του λαού, απομνημονεύτηκε και τραγουδήθηκε για πάνω από 350 χρόνια. Έργο ενταγμένο στην αναγεννησιακή λογοτεχνία, όπως αυτή αφομοιώθηκε εκλεκτικά στην Κρήτη του 1600, αποτέλεσε δείγμα αξεπέραστο της υπέροχης κρητικής μουσικής παράδοσης και της μεγάλης σχολής των κρητικών ριμαδόρων. “Ποίημα ερωτικόν, συνταχθέν παρά Βικεντίου Κορνάρου, του εκ της Σιτίας χώρας, εν τη νήσω της Κρήτης” ο Ερωτόκριτος για χρόνια λησμονημένος κι έπειτα εντελώς παραγνωρισμένος, καθώς θεωρούνταν μια απλοϊκή μίμηση ιπποτικών ρομάντζων, μια απλή επαρχιώτικη ηθογραφία . Έως ότου πάρει τη θέση του στα νεοελληνικά μας γράμματα κυκλοφορούσε μαζί με την ιστορία της Γενοβέφας και της Χαλιμάς στα δισάκια των γυρολόγων ανάγνωσμα που για τον “καθωσπρέπει” κόσμο ήταν για να διαβάζεται στην κουζίνα. “Εξάμβλωμα της ταλαιπώρου Ελλάδος και δυσειδή θεράπαινα” ονομάτιζε το έργο του Κορνάρου στα 1805 ο Κοραής, αλλά και έναν αιώνα αργότερα, όπως μας πληροφορεί ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, οι πανεπιστημιακοί το κατέτασσαν ακόμα στα βιβλία “τα κοσμούντα τας βιβλιοθήκας των θεραπαινίδων.”

Έπρεπε να φθάσουμε στο Σολωμό και πολύ αργότερα στον Παλαμά, που έγραψε “Ντροπή στο έθνος που ακόμα δεν κατάλαβε πως ο ποιητής του Ερωτόκριτου, αυτός είναι ο μέγας του ελληνικού έθνους και αθάνατος ποιητής” και ακόμα παραπέρα για να γίνει αντιληπτό ότι ο Ερωτόκριτος θεμελιώνει την εθνική λογοτεχνία του ελληνισμού.

Ερωτόκριτος και Αρετούσα μια αγάπη σαν παραμύθι, ένα ιπποτικό ρομάντζο που γίνεται στα χέρια του δημιουργού του μια ιστορία των καημών της ρωμιοσύνης καθώς ακουμπάει στα βαθύτερα κοιτάσματα της ψυχής δημιουργώντας πλέγματα συγκινήσεων που ανοίγουν παράθυρα ολόφωτα σε ό,τι πιο αρχετυπικά σημαντικό υπάρχει μέσα της. Μια ιστορία αγάπης εκτός τόπου και χρόνου ή και κάθε τόπου και χρόνου, αφού τα σύμβολα του μύθου της φτιάχνουν έναν κοινό παρονομαστή που ενώνει εποχές κι ανθρώπους.

…..”Τσι περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζα
κι οπού δεν είχε η πίστη ντως θεμέλιο μηδέ ρίζα
τότες μια αγάπη μπιστική στον κόσμο φανερώθη,
κι εγράφτη μέσα στην καρδιά κι
ουδέ ποτέ τζη λιώθη..”

Ο ποιητής του Ερωτόκριτου δεν τοποθετεί το έργο του σε συγκεκριμένο χωροχρόνο. Αρχαιότητα και μεσαίωνας αντάμα, Βυζάντιο, Βλάχοι και Μαυριτανοί , αρχοντόπουλα που κονταροχτυπιούνται σαν Φράγκοι ιππότες σε μια υποθετική Αθήνα. Όλοι τους όμως είναι Κρητικοί, μιλάνε, σκέπτονται, πράττουν, αγαπάνε πάνω πάντα στους κώδικες και τις αξίες της κρητικής ψυχής. Η ιστορία είναι γνωστή. Ο ρήγας της Αθήνας Ηρακλής και η γυναίκα του, η Βασίλισσα Αρετή, έχουν μια κόρη την Αρετούσα με ομορφιά που συναντιέται μόνο στα παραμύθια.
” ….Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη
πως για να το’χου’ θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
Και τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα,
οι ομορφιές τση ήσαν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα…..”

Αλλά και ο Ερωτόκριτος, ο γιος του σύμβουλου του βασιλιά, δεν πήγαινε πίσω

” ……Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα ‘χε γερόντου γνώση,
οι λόγοι του ήσανε θροφή, κι η ερμηνειά του βρώση.
Και τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα’,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα
κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τ’ ‘Αστρι εγεννήσαν,
μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν…”
Ο θεματικός πυρήνας της ιστορίας που γύρω της πλέκεται ο μύθος είναι η ορμή της νιότης και το πάθος της αγάπης των δύο νέων καθώς αυτά συγκρούονται με τη φρόνηση της ηλικίας και τη σκληράδα της εξουσίας. Αγωνία, πόνος του αποχωρισμού, τιμωρία, εξορία, πόλεμοι και κονταροχτυπήματα μέχρι θανάτου και τέλος συμφιλίωση και συμβιβασμός των αντικρουόμενων δυνάμεων και θρίαμβος οριστικός του έρωτα με την ευτυχισμένη ένωση των δύο ερωτευμένων.

Κι όλα αυτά μέσα σ ένα σύστημα προσωποποίησης των στοιχείων της φύσης και έξοχα δομημένων εικόνων, οπτικών και ακουστικών, που πολιορκούν έντονα όλες τις αισθήσεις μας, όλα δείγματα της ποιητικής τεχνικής του Κορνάρου. Πίνακας με στοιχεία αναγεννησιακής ζωγραφικής παντρεμένα με αγαπημένα μοτίβα της λαϊκής μας παράδοσης συνθέτουν το ποιητικό αυτό αριστούργημα, που κυριαρχείται από την αρχή ως το τέλος με ένα αίσθημα ευφορίας και αισιοδοξίας που προϊδεάζει προαναγγέλλοντας το αίσιο τέλος. “Τη μπόρεση του έρωτα”. Τη νίκη της αγάπης, της παλληκαριάς, της ευγένειας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της πίστης ότι το δίκιο, το καλό και τ όμορφο είναι πιο δυνατό από το κακό, το σκοτεινό και τ άδικο. Αυτό είναι το μήνυμα του Ερωτόκριτου, του έργου που απαθανάτισε το δημιουργό του ως γενάρχη της νεοελληνικής μας ποίησης.

Δεν είχαν όμως τον Ερωτόκριτο στο νου τους οι γυναίκες που κεντούσαν προσμένοντας τον αγαπημένο τους. Ούτε κι εγώ όταν αντί για βελόνα και κλωστή χρησιμοποιούσα πινελάκι και χρώματα. Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα της Αναγέννησης, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του Μεσαίωνα, η Ηρώ και ο Λέανδρος της Αρχαιότητας δεν εκφράζουν παρά το αρχέτυπο του έρωτα για ομορφιά και δημιουργία. Αυτό που γεννιέται μαζί με τον άνθρωπο, κρύβεται βαθειά στην ψυχή του και εκφράζεται με ήχους, λέξεις και χρώματα.

image_print