Δώρα στους λαούς, που τους γεννούν, είναι οι ποιητές τους. Είναι αυτοί, που “ικανοποιούν την λανθάνουσα κοινή ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό”, “που βάζουν δυναμίτη, δημιουργούν εκρήξεις και σκορπίζουν το χειρότερο θάνατο στα βολέματά μας”, “που πληρώνουν πάντα τόκους και υπερημερίες για τον πόνο των ανθρώπων” και νοιώθουν τον εαυτό τους “πάντα χρεώστη απέναντι στον κόσμο”.
Τέτοιο δώρο είναι και για το λαό μας ο Ελύτης ο ηλιοπότης με μια ποίηση δοξαστική, που είναι από μόνη της μια πλήρη θητεία στο φως
“έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως
στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου”
και βρίσκεται σε απόλυτη ενότητα με το σώμα, τον έρωτα, τη φύση, την ηθική της καλοσύνης και της αθωότητας, με τις αξίες της δικαιοσύνης και της ευθύνης του ανθρώπου να πορευθεί το δύσκολο δρόμο της ειρήνης “η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις” και της ελευθερίας “ Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ΄ όνειρο μεσ΄ στο αίμα του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: Ελευθερία”
“Απόβλητος από τις αγορές του αιώνος”
Σαν σήμερα, 2 Νοέμβρη του 1911 γεννήθηκε ο ποιητής. Αστός από οικογένεια βιομηχάνων μπορούσε να έχει τη ζωή που ταίριαζε στην τάξη του. Ο Οδυσσέας όμως, το μικρότερο από τα έξι παιδιά του Λέσβιου εργοστασιάρχη σαπωνοποιίας Παναγιώτη Αλεπουδέλη, ως και το πατρικό επίθετο άλλαξε θέλοντας να αποστασιοποιηθεί απ΄ ό,τι, όπως δηλώνει ο ίδιος, μισούσε στη ζωή “το πρακτικό πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό”. Και ακριβώς το γίγνεσθαι του ποιητή μαρτυρά μιαν άλλη επιλογή, αυτή της ριζοσπαστικής επίγνωσης και της κοινωνικής υπευθυνότητας, της δύσκολης πόρευσης στο δρόμο των ιδεών και της σκληρής άσκησης για την κατάκτηση του ποιητικού του πεπρωμένου με τελικό στόχο και δικαίωση μόνο τη χαρά του “άξιον εστί το τίμημα”. Ανθυπολοχαγός πολεμάει στην πρώτη γραμμή του πυρός και από τύχη γλυτώνει τη ζωή του από βέβαιο θάνατο. Το 1945 ξεκινάει τη συνεργασία του με την εφημερίδα Ελευθερία και το υπερρεαλιστικό περιοδικό Τετράδιο. Το 1946 γνωρίζεται με το Γάλλο κομμουνιστή ποιητή Πολ Ελυάρ, όταν είχε έρθει στην Ελλάδα καλεσμένος από το ΕΑΜ για να υπερασπισθεί τους υπό διωγμόν πλέον αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, ταξιδεύει στο Αιγαίο προσπαθώντας μάταια να πάρει διαβατήριο. Το 1948 ο ποιητής καταστρέφει τα χειρόγραφά του και καταφέρνει να φύγει στο εξωτερικό, όπου και μένει στο Παρίσι μέχρι τα 1950. Εκεί έρχεται σε στενή επαφή με την πρωτοπορία της γαλλικής διανόησης και με σπουδαίους εικαστικούς καλλιτέχνες, όπως τον Πικάσο, τον Ματίς, Σαγκάλ και Τζιακομέτι. Το 1953 αναλαμβάνει διευθυντής του ΕΙΡ αλλά το 1954 παραιτείται. Το 1958 η Υπηρεσία Ασφαλείας του Υπουργείου Εσωτερικών θα του απαγορεύσει ταξίδι στην Πράγα μετά από πρόσκληση της Εταιρείας Τσεχοσλοβάκων Συγγραφέων. Το 1961 του απαγορεύει το Υπουργείο Παιδείας την παρουσίαση του “Άξιον Εστί” στο Ηρώδειο. Το 1972 αρνείται να δεχτεί το μεγάλο βραβείο Λογοτεχνίας, που είχε θεσπίσει η δικτατορία και πέντε χρόνια μετά αρνείται επίσης να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Αρνείται ακόμα την πρόταση να συμπεριληφθεί στους καταλόγους των βουλευτών Επικρατείας, παραμένοντας πιστός στις αρχές του να απέχει από την πολιτική πρακτική. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1979 δέχεται την ύψιστη παγκοσμίως στο χώρο των γραμμάτων τιμή, το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Ακαδημία του απένειμε το Νόμπελ για “την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία.” Ο Ελύτης έζησε με σεμνότητα και διακριτικότητα αποτραβηγμένος από την “αγορά” με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Αυστηρός στην εκλεκτικότητά του αρνήθηκε τίτλους και τιμές και γενικότερα κάθε τι που θεωρούσε ότι τον μείωνε ως άνθρωπο ή ερχόταν σε αντίθεση με τους κώδικες, που αυτός είχε θεσπίσει για τον εαυτό του. Ο ποιητής έζησε στο δικό του ποιητικό κόσμο αναπλάθοντας με λεπτότητα και γνήσια ποιητική διάθεση το ελληνικό παρόν μέσα από το θάμπος της απαράμιλλης ομορφιάς των χρωμάτων και τη μουσικότητα της φυσικής αρμονίας.
Η ποίησή του φως “που απέλπισε το Θάνατο”
Αν τραβήξεις μια ευθεία από το Ηράκλειο, όπου γεννήθηκε, ως τη Λέσβο, πατρίδα των γονιών του κι από εκεί ως την Αθήνα, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, δημιουργείται ένα μεγάλο τρίγωνο, που κλείνει μέσα του τη θάλασσά του την αγαπημένη, το γαλανό Αιγαίο με τα λαμπερά νησιά του, τα καΐκια του, τα κατάρτια του και τους ναύτες του, όλον αυτό τον χαρούμενο ηλιόλουστο κόσμο, που έδωσε στον Ελύτη τη βασική εικονογραφία και το ήθος της ποίησής του. Όλα είναι χαρά. Αυτή η υπέροχη χαρά του ανθρώπου, που ξυπνά την αυγή με τα δίχτυα του ή τις ξόβεργές του και είναι σίγουρος πως θα γυρίσει τραγουδώντας και φέρνοντας τα πιο ασημένια ψάρια ή τα πιο φανταχτερά πουλιά:
“Ο χρόνος είναι γλήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του”
Αυτοί οι δυο στίχοι από τα πρώτα του ποιήματα είναι η καρδιά της ποιητικής του.
Κι ακόμα:
“Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Και οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι”
Αυτό το τραγούδι του αρχιπελάγους το ακούς στα ποιήματά του και νιώθεις μαζί την αιγαιοπελαγίτικη αύρα, το υγρό χώμα, τη ζεστασιά του ήλιου και βλέπεις τις αυλές των κάτασπρων σπιτιών, τις ακρογιαλιές με τα βότσαλα, τα καραβάκια με τα φουσκωμένα πανιά. Μια φυσιολατρεία, που στην πραγματικότητα είναι ελληνολατρεία. Ο έρωτας, ο θάνατος, η θάλασσα, οι ελαιώνες και τ΄ αμπέλια, οι άγκυρες και οι γλάροι, το φως, ο ήλιος, το νερό είναι ιδωμένα στην ποίησή του με ελληνική αίσθηση. Στον πόνο και στη χαρά, στο φιλί και στο δάκρυ και πάνω απ΄ όλα στην ανθρωπιά η ποίηση του Ελύτη αναβλύζει ελληνικότητα. Όλα μυρίζουν Ελλάδα και αντηχούν Αιγαίο. Όχι επιφανειακά, μα βαθιά και διεισδυτικά στην απόλυτη αλήθεια τους. Ο τόπος γι αυτόν δεν είναι μόνο γεωγραφικός χώρος αλλά μια φωτεινή και ηθική ενότητα, που πηγάζει από τη μεταμόρφωση της φύσης σε πνευματική ουσία.
“Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος!
Ποια νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς!
Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλι
κι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδων
κι η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικα
όταν η θύμηση μπήκε στις φωλιές
κι οι πασχαλιές ραντίσαν με φωτιά τη δύση!
Με το καΐκι και με τα πανιά της Παναγιάς
έφυγαν κατευόδιο των ανέμων
οι εραστές της ξενιτιάς των κρίνων.
Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά
η σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών
που ευώδιασαν βασιλικό και δυόσμο.
Όμως ο Ελύτης δεν είναι μόνο ο ηλιοπότης, ο φυσιολάτρης, όπως τον συναντάμε στις πρώτες του ποιητικές συνθέσεις αλλά και ο ποιητής, που κλείνει στην ποίησή του την οδύνη και το άλγος της ελληνικής περιπέτειας μέσα στην ιστορία. Κι αυτό το τραγικό στοιχείο το συναντάμε και στο “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” και στο “ Έξη και μια τύψεις για τον ουρανό” και πολύ περισσότερο στο μεγάλο συμφωνικό επικολυρικό του ποίημα “Άξιον εστί”. Σιγά-σιγά βαθαίνει η σκέψη του ποιητή και πλαταίνει παίρνοντας μια φιλοσοφική και σχολιαστική χροιά και απλώνεται σε φλέγοντα αλλά και αιώνια προβλήματα του ελληνισμού και ματώνει μπρος στη μοίρα ενός λαού, που προδομένος κι απ΄ τους άλλους αλλά κι από τον εαυτό του βγαίνει ακόμα κι από τις ίδιες του τις νίκες νικημένος. “Παραδόθηκα κι απόμεινα στον κάμπο μόνος
πάρθηκα και πατήθηκα σαν κάστρο μόνος.”
Αλλά η πίστη του είναι τυφλή στη δύναμη της αυταπάρνησης και της θυσίας, στο δίκιο και στην τιμή του αίματος, που γίνεται η ύψιστη σπονδή.
“Είπα: δε θά ναι η μαχαιριά βαθύτερη από την κραυγή
και είπα: δε θά ναι το Άδικο τιμιότερο απ΄το αίμα!
…Μόνος απέλπισα το θάνατο.”
Και μετά την απόλυτη μέθεξη από το μεγαλείο του αγωνιστικού πνεύματος και την πίστη για τη δικαίωση, ακολουθεί , φευ, η ήττα του ανθρώπου και των αξιών, για τις οποίες αγωνίστηκε. Όμως τίποτα δε σταματά. Μέσα κι από την αποτυχία ανοίγεται συνειδητά ο δρόμος για τη λύτρωση, που έρχεται με τη γνώση “Αδελφοί μας εγέλασαν”
“Σκουριάζουν τα σίδερα και τιμωρώ τον αιώνα τους.
Εγώ που δοκίμασα τις μυριάδες αιχμές
κι από γιούλια και νάρκισσους
το καινούριο μαχαίρι ετοιμάζω που αρμόζει στους ήρωες.”
Σε κανέναν πια δε χαλαλίζουμε το θάνατό μας. Γιατί ξέρουμε, πως οι πόλεμοι δε γίνονται για μας. Γιατί μάθαμε, πως η μοναδική ευτυχία του ανθρώπου είναι η ανάσα του, η ζωή του. Κι ο ποιητής, που δεν πέφτει στην παγίδα της πατριδοκαπηλείας, του ψευτοηρωισμού και των ψευδαισθήσεων νιώθει ασφυκτικά πλούσιος γιατί μπορεί να ζει το ξημέρωμα της κάθε καινούριας μέρας, τη χαρά και την ανάπαυση που δίνει το φως και η ζωή, που πρέπει να την αποδεχόμαστε με τη συνολική της αναγκαιότητα και ως ύψιστη αυταξία. Και ποια είναι η φιλοδοξία του; Μα να γίνει Ο τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους γιατί ο άνθρωπος πρέπει να ζει και να πεθαίνει τραγουδώντας σαν τα διάφανα ξερά τζιτζίκια που αγκιστρωμένα πάνω στον κορμό ακόμα και πεθαμένα τραγουδούνε το τραγούδι της ζωής κι ακόμα και τότε μας μαθαίνουν. Και τί μας μαθαίνουν; Μα ότι γεννιόμαστε με μια επιταγή προς εξαργύρωση. Ότι εντολή της ίδιας της ζωής είναι ο εαυτός μας. Είμαστε το δώρο μας με αμέτρητες πόρτες και παράθυρα τις αισθήσεις μας, που πρέπει να κρατάμε ανοιχτά διάπλατα για να μπαίνει μέσα μας το θαύμα του κόσμου, που κομμάτι του μικρό είμαστε κι εμείς, όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά.
“Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
“Διάβασε και προσπάθησε και πολέμησε”, είπε.
“Ο καθείς με τα όπλα του”, είπε..”
Με το Άξιον Εστί, γράφει ο Μαρωνίτης κι ο Σαββίδης, ο Ελύτης κέρδισε το επίθετο “εθνικός” συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού. Η μεταγενέστερη πορεία του ποιητή υπήρξε πιο ενδοστρεφής καθώς επιστρέφει στον αισθησιασμό της πρώτης του περιόδου και σε αυτό, που ο ίδιος αποκαλεί “μεταφυσική του φωτός”. Ενός φωτός, που καθώς είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου επιτρέπει, μας λέει, να βλέπεις ταυτόχρονα μέσα από την ύλη και μέσα από την ψυχή. Και συνέχισε να γράφει, να γράφει ως το τέλος και τί είναι αλήθεια το τέλος, για κάποιον που διαλαλεί:
Να γιατί γράφω, γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος , γιατί είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης.. Γι αυτό γράφω..γιατί με γοητεύει να υπακούω σ΄ αυτό που δε γνώρισα και είναι ο εαυτός μου ολάκερος και όχι ο μισός.. Πέρα από το ποιητικό του έργο όμως, που συνεχίστηκε ως και τα τελευταία του χρόνια, ο Ελύτης άφησε πολλά και σημαντικά δοκίμια συγκεντρωμένα στους τόμους “Ανοιχτά Χαρτιά”(1974) και “Εν λευκώ”(1992) και πολύ αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών αλλά και θεατρικών συγγραφέων.
“Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική”
Ποτέ ποίηση τόσο στίλβουσα δεν αντικαθρέφτισε έτσι φυσικά και αβίαστα τον ελληνικό χώρο, πραγματικό και πνευματικό. Ποτέ η ορμή, το πάθος, ο ίλιγγος που ξυπνά η κάψα του μεσογειακού καλοκαιριού δεν εκφράστηκαν με τέτοιο παγανιστικό, γήινο και απελευθερωτικά αισθησιακό τρόπο. Σαν άλλος ζωγράφος ο Ελύτης αποδίδει μαγικά όλη αυτή τη χάρη και την ομορφιά, μόνο που αντί για χρώματα βάζει λέξεις και τί λέξεις! Λέξεις που ξυπνάνε τη συγκίνηση, το όνειρο, το συναίσθημα, τη φαντασία, τη δύναμη να μπαίνεις μέσα στα πράγματα και να βλέπεις την ουσία τους. Για να σημάνει την ποιητική του σκέψη ο Ελύτης χρειάστηκε να παλέψει με τη γλώσσα, να τη δαμάσει, να αναπτύξει μαζί της μια σχέση μυστική και ερωτική. Πιστεύει ότι η ελληνική γλώσσα, αυτή που δε σταμάτησε ποτέ να μιλιέται και να τραγουδιέται, είτε σκεφθούμε την Κλυταιμνήστρα να μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε τους ύμνους του Ρωμανού και το Διγενή Ακρίτα, είτε τον Ερωτόκριτο και το δημοτικό τραγούδι, κουβαλώντας ποιητική καλλιέργεια τουλάχιστον είκοσι πέντε αιώνων, έχει πέρα από χρηστική αξία πάνω απ΄ όλα ήθος. Το λέει ο ίδιος στην ομιλία του στην Στοκχόλμη : “Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δε θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν΄ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέας ηθικών αξιών. Προσκτάται στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις”
“Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου..”
Η γλώσσα του, αντισυμβατική, ποιεί, δημιουργεί νέες σημασίες και σημάνσεις, πετυχαίνει την υπέρβαση της καθημερινής πραγματικότητας, εκρήγνυται στην προσπάθεια να εκφράσει το θαύμα της φύσης και του έρωτα. Ο Ελύτης στην ποίησή του μας παραπέμπει στο να είμαστε συνεχώς και απαρεγκλίτως ερωτευμένοι με τα πάντα και για τα πάντα για κάθε στιγμή της μέρας και της ζωής μας. Επειδή ο έρωτας απελευθερώνει από τη λογική και επικοινωνεί με τη γύρω πραγματικότητα με όχημα τις αισθήσεις, γι αυτό και κάνει μπορετό το θαύμα να παρατηρείς και το πιο απλό, το πιο καθημερινό, το φευγαλέο, ένα μικρό αγριολούλουδο, μια ανεπαίσθητη βούλα χρώματος, μια αχτίδα φωτός, ένα νεύμα ίσως, ακόμα κι ένα λειψό χαμόγελο, το υπέροχο “άσκοπο” λοιπόν που υμνεί κι ο Ρίτσος “το ακριβό μύρο του ασήμαντου”. Αυτό το ασήμαντο και ταπεινό, που όπως γράφει ο ποιητής , “το ονειρεύομαι να φτάνει την τελειότητα ενός κιονόκρανου”.
Είναι υπερρεαλιστής ο Ελύτης; Τί να της κάνει τις ετικέτες αυτός ο ζάπλουτος της ευαισθησίας, αναρωτιέται η Λιλή Ζωγράφου και έχει δίκιο. Ο Ελύτης ξεκίνησε από τους φυσικούς φιλοσόφους και κυρίως τον Ηράκλειτο κι έφτασε στην παραδοσιακή ποίηση. Συναντήθηκε με τους κυβιστές και τους προσπέρασε για να συγκατοικήσει αν και όχι κανονικά με τους υπερρεαλιστές διαμορφώνοντας τελικά τους δικούς του αισθητικούς νόμους.
“Άξιον εστί το τίμημα”
Και για να ξαναγυρίσουμε στη “γλαυκή θύμηση” του ποιητή του ατέρμονα ερωτικού λόγου “Θα πενθώ πάντα μ΄ ακούς; για σένα, μόνος, στον Παράδεισο..”, σκεφτόμαστε, πως σίγουρα από εκεί που είναι θα πενθεί για τα συλλογικά μας άλυτα τραύματα αλλά και για τα προσωπικά του καθενός μας. Αυτός που έγραφε γιατί απλά “η ποίηση πρέπει να μας ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε. Τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά..” Αυτός, που φεύγοντας μας άφησε τις λέξεις του παρηγοριά: το “νυν” και το “αιέν”, “το φως” και “το μηδέν”, “το εωθινό κορμί” και το “φωτοφάγο δαφνώνα”… που μας άφησε για παρέα μας τα κορίτσια του “ ‘Αξιον Εστί”: την Έρση , τη Μυρτώ, την Μαρίνα, την Ελένη, τη Ρωξάνη, τη Φωτεινή, την Άννα.. Αυτός, που μας παρηγορεί και μας διδάσκει ότι
“Η ζωή που το θάνατο γεύτηκε σαν τον ήλιο γυμνή ξαναγύρισε
και μην έχοντας αχ άλλο τίποτε
στα χαλάσματα κάρφωσε μια παπαρούνα που λάμπει”
Αυτός, που μας έδειξε ότι ο δρόμος για τη γνώση και την αρετή, τον έρωτα και την ολοκλήρωση, την Αλήθεια που λυτρώνει και προχωράει τη ζωή μπροστά για όλους για το “ Εκεί που ελπίζει ο κόσμος.
Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει παρά να είναι ο Άνθρωπος
μόνος του και χωρίς καμμία Ειμαρμένη”
περνάει μέσα από το μαζί με τους Άλλους, γιατί
“Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι
και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
και δε γίνεται μ΄ Αυτούς χωρίς Εσύ…
Κι ακούμε να μας φωνάζει ακόμα:
“Προσοχή. Θάρρος. Έφτασε ο καιρός. Τα χέρια στο τιμόνι. Πρόσω ήρεμα προς το μη θολούμενον, το έτρεπτον, το γυμνόν και φαίνον, το αυτώ καταληπτόν…”
Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά
Οδυσσέα Ελύτη 1971
(Απόσπασμα)
Στάζανε πράσινο κουκί τα δέντρα και στα φραγκοστάφυλα έπεφτε
η ανταύγεια χρυσή
Πάγοι φρούτων έλιωναν και κατέβαζαν από
ψηλά παράξενο θυμίαμα
Με πονούσε τόση ευδαιμονία όμως γύρευα να ξαναζήσω αντίστροφα όλο μου το πεπρωμένο
Κι όπως άφηνα τη σκέψη πίσω μου σαν χελιδονένιο αέρι που
άλλαζε χρώμα στα νερά ψυχρά ή δαχτυλιδένια ή διάφανα με το
μέτωπο καταμπροστά χτύπησα στον πυθμένα
Όπου αναπήδησε
ήλιος
Πήρε μια ράβδωση ο αιθέρας κι άκουσα να κυλούν κατά τη γης τα τέσσερα ποτάμια τα ξακουστά με τ’ όνομα Φεισών Γεών Τίγρης Ευφράτης
Ήλιε μου ήλιε μου κατάδικε μου πάρ’ τα μου πάρ’ τα μου όλα κι
άσε μου άσε μου την περηφάνια
Να μη δείξω δάκρυ Να σ’ αγγίξω μόνο και ας καώ, φώναξα κι άπλωσα το χέρι
Χάθηκε o κήπος τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά της δόντια
σαν αμύγδαλο
Και ορθός πάλι απόμεινα μ’ ένα καμένο χέρι εδώ στην άκρη που
μ’ απώθησαν οι συμφορές
να πολεμώ το Δεν και το Αδύνατον του
κόσμου ετούτου.