Έχουν περάσει δυόμισι περίπου αιώνες από τη Γέννησή του Γκόγια και ο ζωγράφος αυτός εξακολουθεί να μας συγκλονίζει. Η προσωπικότητά του αν και πέρασαν τόσες γενιές μας μιλάει άμεσα και το πολύπλευρο έργο του εξακολουθεί να είναι και σήμερα επίκαιρο.
Το φτωχόπαιδο της Ισπανίας, με τον ατίθασο χαρακτήρα, έχοντας ζήσει τα πρώτα επτά χρόνια του σ’ ένα ξερότοπο μ’ εκατόν είκοσι ψυχές, χωρίς ένα γόνιμο λιβάδι, χωρίς ένα ποτάμι, ξεκινά για να κατακτήσει τη Σαραγόσα και τη Μαδρίτη.
Τον κατηγορούν ότι χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να πετύχει την αναγνώριση και αυτό είναι αλήθεια. Σε ηλικία 34 μόλις ετών γίνεται ακαδημαϊκός και στα 40 του διορίζεται ζωγράφος της Αυλής. Στα βασιλικά ανάκτορα για πρώτη φορά αντικρίζει με θαυμασμό τα έργα του συμπατριώτη του Βελάσκεθ.
Από δω και πέρα τα οικονομικά του αλλάζουν, οι συναναστροφές του το ίδιο, αλλά η οπτική του γωνιά μένει η ίδια. Οι καταβολές και τα βιώματά του σημαδεύουν όλο το έργο του. Γι αυτό κανένας άλλος ζωγράφος στην Ευρώπη δεν ανέδειξε όσο ο Γκόγια την καθημερινή ζωή σε τόσο υψηλό επίπεδο ιστορικής σύνθεσης και μάλιστα χωρίς να της στερεί τίποτα από τη φυσικότητα και τη χάρη της.
Χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε την εικαστική τους αξία, μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι τα έργα του “Γυμνή Μάγια” και “ Ντυμένη Μάγια” εκείνα που τον χαρακτηρίζουν. Έστω κι αν και αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο έμπνευσης σημαντικών κατοπινών ζωγράφων.
Η κοινωνία μέσα από τα μάτια του Γκόγια
Όταν στεκόμαστε μπροστά στις ταυρομαχίες του Γκόγια δεν βλέπουμε απλά τα δρώμενα στην αρένα. Με τις ελεύθερες και έντονες πινελιές του μας κάνει να ακούμε το θόρυβο του ανώνυμου πλήθους. Όταν στεκόμαστε μπροστά σε πορτρέτα βασιλιάδων βλέπουμε την ασκήμια και τη μηδαμινότητά τους, που ο Γκόγια φέρνει σε αντίθεση με τα φαντασμαγορικά περίτεχνα και εξεζητημένα φορέματά τους. “Η οικογένεια του Καρόλου του IV” είναι ένα μοναδικό πορτρέτο στην περιγραφή της ανθρώπινης κατάρρευσης δοσμένο με ρεαλιστική μαεστρία. Στο πορτρέτο του διαδόχου του θρόνου, δεν βλέπουμε το μελλοντικό βασιλιά αλλά ένα καλοζωγραφισμένο παιδί ανάμεσα στα παιχνίδια του. Μ΄ αυτό τον τρόπο ο Γκόγια απομυθοποιεί τη βασιλεία. Η βασιλική οικογένεια δεν αντιλαμβάνεται το μήνυμα του Γκόγια, αλλά αυτό φτάνει ολοζώντανο μέχρι τις μέρες μας.
Το ζωγραφικό έργο του Γκόγια ολοκληρώνεται με σκίτσα, καρικατούρες και χαρακτικά. Χρησιμοποιώντας την πλούσια φαντασία και το σαρκασμό του εξασκεί κοινωνική κριτική μέσα από εικονογραφήσεις παροιμιών.
Με τη φρίκη στα μάτια από τις καταστροφές του πολέμου δημιουργεί μια σειρά βαθυτυπίες (ακουαντίντες), πρωτοπόρες για την εποχή του. Η καλλιτεχνική του δύναμη, συχνά τρομάζει με την ωμότητά της και δε γίνεται αμέσως πλήρως κατανοητή. Η ωμότητα αυτή που έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας είναι και η έκφραση της αλήθειας που αναβλύζει μέσα από το έργο του Γκόγια.
Ο απελευθερωτικός πόλεμος των Ισπανών εναντίον των Γάλλων φέρνει στην εξουσία πάλι τους βασιλιάδες και το παπαδολόι. Ο Γκόγια αδιάλλακτος στην ανθρώπινή του πάλη, στρέφεται εναντίον των κρατούντων. Φιλοτεχνεί το Murio de verdad (θάνατος στην αλήθεια) και παριστάνει μια γυμνή γυναίκα, την Αλήθεια, που πεθαίνει με μαρτυρικό θάνατο απ΄ τα χέρια των παπάδων.
Κάποιοι τεχνοκριτικοί θεωρούν ότι μερικές φορές υπέτασσε τις πινελιές και τα χρώματά του στην υποχονδρία του και τη δηκτικότητα. Εμείς θεωρούμε ότι η δηκτικότητα είναι το αναγκαίο εργαλείο του μεγάλου καλλιτέχνη, που πρώιμα εκφράζει με εξπρεσιονιστικό τρόπο τα τραγικά γεγονότα της εποχής του. Κάθε άλλο παρά υποχόνδριος μπορεί να χαρακτηρισθεί αυτός που μέσα στην αυλική χλιδή δεν αφομοιώνεται, αλλά συνεχίζει να αντιλαμβάνεται και να καταγγέλλει την ασκήμια, τη ματαιοδοξία και τη μηδαμινότητα. Ο ευαισθητοποιημένος Γκόγια φαίνεται ο ίδιος να σφαδάζει από την οδυνηρή δεύτερη μέρα του ξεσηκωμού του λαού του απέναντι στους αυτοαποκαλούμενους μεσσίες του.
Οι εκτελέσεις της 3ης Μάη 1808.
Στις Εκτελέσεις της 3ηςΜάη, ένα πίνακα μοναδικό για τη δραματική του δύναμη πλανιέται η τραγική νύχτα των απάνθρωπων εκτελέσεων, μετά την εξέγερση του ισπανικού λαού κατά των Γάλλων.
Οι Γάλλοι στρατιώτες σε θέση βολής, ορθώνονται στο σκοτάδι σαν απειλητικοί ίσκιοι, σύμβολα της τυφλής και άγριας συμφοράς που χτυπάει την ανθρωπότητα .
Η κεντρική μορφή του έργου τη στιγμή που εκτελείται μοιάζει νάναι αυτή η πηγή του φωτός για όλο τον πίνακα και όχι το φανάρι, που βρίσκεται καταγής. Έχει ανοιχτά απλωμένα τα χέρια σα να κρέμεται πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου, ενώ στις παλάμες του φέρει διακριτικά και συμβολικά τους τύπους των ήλων του Χριστού.
Το έντονο άσπρο, το κίτρινο και η ώχρα είναι η απάντηση στο κιαροσκούρο των εκτελεστών και της νύχτας. Το κόκκινο απλώνεται χωρίς φειδώ πάνω στους εκτελεσμένους και στο χώμα.
Η στάση των Γάλλων εκτελεστών στα δεξιά της ελαιογραφίας θυμίζει την αποφασιστική στάση των τριών Ορατίων του Γάλλου κλασικιστή ζωγράφου Νταβίντ, αυτή τη φορά όμως όχι για να ορκιστούν με υψωμένα τα σπαθιά, αλλά για να εκτελέσουν εν ψυχρώ μια ομάδα από άοπλους πολίτες της Μαδρίτης, που την προηγούμενη μέρα πήραν μέρος στην εξέγερση κατά του γαλλικού στρατού κατοχής.
Είναι απρόσωποι και σκοτεινοί. Κάνουν τη δουλειά τους νύχτα. Είναι οι κάθε εθνικότητας εκτελεστές των λαϊκών αγωνιστών. Είναι οι ίδιες σκοτεινές φιγούρες που με τον ίδιο τρόπο θα εκτελέσουν ενάμιση αιώνα αργότερα στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες τους Μπελογιάννηδες.
Είναι τόσο σημαντικό το έργο που γενιές ζωγράφων, εμπνέονται άμεσα ή έμμεσα από τις Εκτελέσεις της 3ης Μάη. Ο καθένας όμως με διαφορετικό τρόπο, έτσι που να αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά της εποχής του και της στάσης του απέναντί της.
Ο Γκόγια εμπνευστής μεγάλων ζωγράφων
Ο Μανέ για να αποδώσει την Εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού θα στηριχθεί στο πίνακα του Γκόγια, θα τον απλοποιήσει και θα τον αναισθητοποιήσει. Θα αφαιρέσει όλη του τη δραματικότητα όλη του την εσωτερικότητα, όλη του την ψυχή. Θα θεωρηθεί ο πατέρας των καλλιτεχνών της τότε ζωγραφικής πρωτοπορίας από τα μέσα του 19ου αιώνα. Τον ενδιαφέρει μόνο η μορφή και όχι το περιεχόμενο του έργου. Σαν εμπρεσιονιστής δίνει μόνο την εντύπωση της σκηνής. Καταργεί το περιεχόμενο που ευαισθητοποιεί, προβληματίζει, παραδειγματίζει, τρομάζει, επαναστατικοποιεί. Ο Μανέ με το έργο του ζητάει την κατάργησή του. Και αυτό είναι ένα σημάδι των καιρών που ανατέλλουν.
Η αναισθητοποίηση του θέματος δεν άργησε να οδηγήσει σταδιακά τους καλλιτέχνες και στην αφαίρεση του θέματος με κατάληξη την πλήρη αφαίρεση της ίδια της μορφής για χάρη της οποίας ξεκίνησε.
Έτσι οι εκτελεστές του Μανέ παρουσιάζονται κορδωμένοι, ατσαλάκωτοι και αδιάφοροι. Ένας μάλιστα από αυτούς, με το πρόσωπο στραμμένο προς τον θεατή επιθεωρεί το όπλο του σαν να μη συμβαίνει τίποτα γύρω του. Όσο άσπρο χρησιμοποιεί ο Μανέ για τις ζώνες, τις θήκες και τις κάλτσες των εκτελεστών δεν το χρησιμοποιεί για τον εκτελεσμένο, που τον μισοκρύβει μάλιστα ο καπνός από τις μπαταριές. Έτσι το μάτι του θεατή με απάθεια ασχολείται με την περιγραφή του θέματος και όχι με την ουσία του. Θύτες και θύματα ένα μπουλούκι. Η απάθεια των στρατιωτών του Μανέ μεταφέρεται στο θεατή.
Κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει και στις μέρες μας, με τον τηλεθεατή, που βλέπει σκηνές από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους απολαμβάνοντας το αναψυκτικό του ή το ουισκάκι του με παγάκια.
Οι εκτελέσεις του Γκόγια όμως αποτελούν πηγή έμπνευσης και για καλλιτέχνες με προοδευτική ιδεολογία, όπως τον Πικάσο, που το 1951-52 ζωγράφισε την σφαγή στην Κορέα. Έργο ντεμοντέ για όσους κριτικούς θέλουν να βλέπουν τον Πικάσο μόνο σαν πολυτάλαντο ανανεωτή της μορφής, ενώ αυτός καταγγέλλει άμεσα και επώνυμα τις σφαγές των Αμερικάνων στην Ανατολική Ασία.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Γκόγια ήταν ένας επαναστατικά μοντέρνος καλλιτέχνης. Απορρίπτοντας τις κλασσικίστικες εκφράσεις χρησιμοποίησε με μαεστρία το σχέδιο και με φειδώ το χρώμα μη διστάζοντας να παραβιάσει τους ζωγραφικούς κανόνες της εποχής του, όπου το υπαγόρευε η ανάγκη. Είχε εικαστικό κίνητρο και οδηγό έκφρασης την αντικειμενική πραγματικότητα. Γι αυτό και θα μείνει πολύ μεγάλος.