Ωδή στον Picasso
Απόσπασμα
(….)
Αλήθεια Πικασσό Παύλε υπάρχεις
Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε
Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας – αλλά συ γελάς
Μαύρα τείχη γύρω μας – αλλά συ με μιας
Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα
Να ξεχυθεί στον ήλιο κείνη αχ η πυρόξανθη κραυγή
Που μ’ έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί τα’ αέρια, τα υγρά,
και τα στερεά του κόσμου ετούτου
Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο
Ετσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον
Να μην υπάρχει εχτρός
Πλάι – πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι
Να κατρακυλάει με καθαρό νερό και με χρυσάφι
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά της
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά μας…
Β’
Έτσι μπαίνει το μαχαίρι στη σάρκα – κ’ η άχνα του ζεστού ψωμιού έτσι ανεβαίνει.
Αλλά το τρίξιμο της αψηλής οξιάς
Στα βουνά που ο Κεραυνός σεβάστηκε – Αλλά και
Τα πλήθη στις πλατείες που τρικυμίζουν με μαντήλια κόκκινα
Πρωτομαγιά –
Τα μεγάλα μαύρα μάτια σου ζεστοβολούν τον κόσμο
Μέσα τους λιάζεται η Μεσόγειος και τεντώνουν τον τραχύ λαιμό τους
οι αίγαγροι των βράχων
Αγερομπασιά –
Τα πλατειά μαλλιαρά στήθη σου σα θειαφισμένο αμπέλι
Και το δεξί το χέρι σου έντομο μυθικό
Πάει κι έρχεται στ’ άσπρα χαρτιά, στο φως και στο σκοτάδι
Πάει κι έρχεται βουίζοντας και ξεσηκώνει χρώματα και σχήματα
Οχι μόνο απ’ αυτά που βάζουν οι νοικοκυρές το μέγα Σάββατο
στα ράφια τους
Θύμησες φεγγαριού των αρρεβωνιασμένων
Ολο πούλιες χρυσές και ρόμβους ρόδινους
Αλλά κι απ’ τ’ άλλα που μπορεί να δει κανείς όταν τον πιάνει
ένα βαθύ μεράκι
Μέσα στα καροτσάκια των παιδιών
Μέσα στις σούστες τις διπλές των ντελμπεντέρηδων
Μέσα στ’ αυγά της χελώνας
Μέσα στις όχεντρες που δέρνονται με τη νοτιά
Ή ακόμη μες στα δάση των Ηπείρων τ’ απέραντα
– Πέφτοντας η νύχτα –
Όταν οι μαύροι σταυροπόδι γύρω απ’ τη φωτιά ψάλλουν όλοι μαζί
Το «αλληλούϊα» με τις φυσαρμόνικες…
Τ’ είναι αυτό λοιπόν που δεν καίγεται – τ’ είναι αυτό που αντέχει
Στα μεγάλα υψίπεδα του Έρωτα, στα χαμένα μνημεία των Αζτέκων
Στο λειψό φεγγάρι, στον γεμάτο ακανθοφόρο ήλιο – τ’ είναι
αυτό που δε λέγεται
Όμως κάποτε σε στιγμές περίσσειας θεϊκής φανερώνεται
Πικασσό: με το θάμπος που ξεχύνει ο Γαλαξίας στο άπειρο
Πικασσό: με το πείσμα που γυρνάει κατά τον Βορρά η μαγνητική βελόνα
Πικασσό: καθώς καίει ο χάλυβας μες στα χυτήρια
Πικασσό: καθώς χάνεται στα βάθη ένα θωρηκτό ανοικτής θαλάσσης
Πικασσό: μες στο ασύμμετρο της υπερρεαλιστικής χλωρίδας
Πικασσό: μες στο ευσύνοπτο της χιλιομετρικής πανίδας
Πικασσό: Παλόμα
Πικασσό: Ιπποκένταυρε
Πικασσό: Guernica
Γ’
(….)
Την ώρα που εσύ θηρίο
Εσύ Παύλε Πικασσό
Πικασσό Παύλε που μες στ’ αμάραντα μάτια σου
Χώρεσες όσα δε μπόρεσε να χωρέσει ο Θεός μέσα σ’ εκατομμύρια
Στρέμματα φυτεμένης γης
Δουλεύεις το πινέλο σου σα να τραγουδάς
Σα να χαϊδεύεις λύκους ή σα να καταπίνεις πυρκαγιές
Σα να πλαγιάζεις νύχτα – μέρα με μια γυναίκα νυμφομανή
Σα να πετάς πορτοκαλόφλουδες στη μέση ενός γλεντιού
Ενώ εσύ θυελοχαϊδεμένε
Πικασσό Παύλε αρπάζεις τον Θάνατο από τους
καρπούς των χεριών
Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο κι ευγενικό Μινώταυρο
Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι
Παίρνεις περνάς αφήνεις ξαναπιάνεις
Λουλούδια, ζώα, φιλιά, ευωδιές, κοπριές, κοτρώνια και διαμάντια
Για να τα εξισώσεις όλα μέσα στο άπειρο καθώς η ίδια
η κίνηση της γης που μας έφερε και που θα μας πάρει
Και ζωγραφίζεις για σένα και για μένα
Και ζωγραφίζεις για όλους τους συντρόφους μου
Και ζωγραφίζεις για όλα τα χρόνια που πέρασαν που περνούν
και που θα περάσουν!
Golfe Juan 1948
Οδ. Ελύτης: “Η σημασία της «αντιστοιχίας» στο έργο του Picasso”
Επιθεώρηση Τέχνης, 1/1962 Αποσπάσματα
(…) να μιλάς γι’ αυτά που αγαπάς, γι’ αυτά μονάχα, με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτεις, αλλ’ από την ευθεία οδό, την οδό της Ποίησης. Ένστικτο ποιητικό, ένστικτο βαθύτατα δημιουργικό, αυτό που βάζει τους απλούς ανθρώπους, χωρικούς και ψαράδες, να στήνουν με ταπεινή χαρά τα σπιτικά και τα καράβια τους. Ιδού λοιπόν ότι και αυτός ο μεγάλος άνθρωπος του λαού στήνει τα έργα του και τα θέλει χ ρ ή σ ι μ α, όπως ακριβώς τα καράβια και όπως ακριβώς τα σπίτια. Γιατί ναι, μπορείς να τα κατοικήσεις αυτά τα έργα, μπορείς να ζεσταθείς στην ανθρώπινη θέρμη τους ή να ταξιδέψεις στην πλώρη τους που βυθίζεται με σιγουριά στο μέλλον.
Και μόνο να τ’ ατενίζεις, αισθάνεσαι σιγά-σιγά, να διαμορφώνεται κάπου αλλού ένας χώρος ιδανικός, ευλογημένος από το πνεύμα της γονιμότητας, όπου η Θεά Αίγα ορθή βασιλεύει ανάμεσα στα τραχειά βράχια, στα θάμνα και στις θάλασσες. Κόσμος υπέρτατης απλότητας, όπου τη νύχτα οι κουκουβάγιες στηλώνουν τα μάτια τους ορθάνοιχτα και όπου την ημέρα, οι με χίλιους τρόπους ιστορημένες μορφές σε ξαναοδηγούν, άθελά σου, από την πολλαπλότητα του κόσμου στη μια του και μόνη ουσία.
Είτε Vallauris λοιπόν τον ονομάσουμε αυτόν τον χώρο είτε «ανθρώπινη περηφάνεια», τον βλέπουμε να υπάρχει εκεί, δοσμένος μια για πάντα, σαν ένα είδος «επικράτειας της ψυχής» όπου η δουλοφροσύνη δεν έχει καμιά θέση, όπου το διπλό παιχνίδι αποβαίνει αδύνατο και η έχτρα κάτι το αδιανόητο. Είναι ο χώρος που όπως είπαμε στην αρχή, αντιστοιχεί στο σύνολο από τις κινήσεις που χαρακτηριστικά κινητοποιεί ο Πικασσό για ν’ ατενίσει κατά πρόσωπο την εποχή του. Αλλά είναι συνάμα ―και αυτό έχει σημασία― το ύστατο σημείο όπου το φως του ήλιου και το αίμα του ανθρώπου δεν αποτελούν παρά ένα και το ίδιο πράγμα.»