Ναζίμ ΧΙκμέτ: Μπεντρεντίν
image_print

Ναζίμ Χικμέτ, ο αγωνιστής διανοούμενος, ο καρντάσης της καρδιάς μας, που γεννήθηκε στα χώματά μας στην όμορφη Θεσσαλονίκη, που αγωνίστηκε, φυλακίστηκε, εξορίστηκε για την ελευθερία του λαού του στην Τουρκία και πέθανε στη Μόσχα συνεχίζει να διαβάζεται και να τραγουδιέται απ’ όλους όσους ζουν και πορεύονται με την ελπίδα και τ όνειρο ενός κόσμου, που γεννιέται μες απ’ την αντάρα της ταξικής πάλης. Ενός κόσμου που θα ανήκει στους πολλούς και στους καταπιεσμένους, στον οποίο δε θα ‘χει θέση η αγωνία για λίγο ψωμί και για ένα πιάτο φαΐ, που δε θα ‘ναι δυνατή η εκμετάλλευση κανενός από κανένα.

Ο Χικμέτ ήταν αυτός, που όχι μόνο δε χώρισε ποτέ απ’ αυτό του το όνειρο αλλά το υπερασπίστηκε με τον εαυτό του και τη ζωή του. Αυτό ” το όνειρο που στις φυλακές ήταν το φως της λευτεριάς του, του ψωμιού του το προσφάγι στην εξορία.” Αυτό, που τον ακολουθούσε “σε κάθε βράδυ που τελείωνε, σε κάθε πρωί που άρχιζε”.

Στο ” Έπος του Σεΐχη Μπεντρεντίν”, που γράφτηκε το 1936 αλλά η ποιητική του ιδέα είχε συλληφθεί από τον Χικμέτ, όταν αυτός ακόμα βρισκόταν στη φυλακή της Προύσας το 1933, ο ποιητής με πρώτη ύλη ένα πραγματικό γεγονός στοχάζεται πάνω στην ιστορικότητα της ταξικής πάλης και τη νομοτέλεια της κοινωνικής επανάστασης. Και κάνει ποίημα και τραγούδι την αφήγηση μιας λαϊκής αγροτικής εξέγερσης στη μεσαιωνική Οθωμανική αυτοκρατορία του15ου αιώνα.

Το έπος του Μπεντρεντίν
(αποσπάσματα. 1975)
Έκανε ζέστη, ζέστη σα μαχαίρι με ματωμένη λαβή
και με την ατσαλένια λάμα στομωμένη.
Αυτός ακίνητος πάνω στα βράχια κοίταξε
όπως δυο αετοί τα μάτια του χίμηξαν κατά την πεδιάδα.
Εκεί η πιο απαλή κ η πιο σκληρή
η πιο φιλάργυρη κ η πιο απλοχέρα
η πιο ερωτοπαθής, η πιο μεγάλη κ η πιο όμορφη από τις γυναίκες
η ΓΗ
ήτανε να γεννήσει, θα γεννούσε.
Έκανε ζέστη.
Φάνηκε να ρχεται ο πρίγκηπας Μουράτ
Η αυτοκρατορική εντολή θα χε προστάξει τον πρίγκηπα Μουράτ
να κατεβεί στου Αϊδινιού τους κάμπους
τον Μουσταφά για να χτυπήσει
τον τοποτηρητή του Μπεντρεντίν.
Έκανε ζέστη. Ο τοποτηρητής του Μπεντρεντίν κοίταξε άφοβα χωρίς θυμό, χωρίς χαμόγελο κοίταξε ίσα μπροστά του.
Και κοιτάξανε οι γενναίοι του Μπεντρεντίν πάνω απ τα βράχια:
Μα τούτη η γη που κοίταζαν πάνω απ τα βράχια με τα σταφύλια, τα σύκα και τα ρόδια της
τα πρόβατά της που το δέρμα τους είναι πιο κίτρινο απ το μέλι
με τα σπαθάτα λιονταρόχαιτα άλογά της, είχε απλωθεί από δαύτους
δίχως τοίχους και δίχως σύνορα
σαν ένα αδελφικό τραπέζι.
Άναψε η μάχη.
Τούρκοι αγωγιάτες τ’ Αϊδινιού, ψαράδες Έλληνες της Σάμος, εσνάφηδες Εβραίοι
οι δέκα χιλιάδες σύντροφοι του Μουσταφά χυμήξανε μέσα στο δάσος των εχθρών σα δέκα χιλιάδες μπαλντάδες.
Οι φάλαγγες με τις κοκκινοπράσινες σημαίες, με τις μυριοπλούμιστες ασπίδες και τα μπρούτζινα κράνη δεκατιστήκανε είναι αλήθεια
μα μες στη βροχή καθώς έπεφτε η μέρα, οι δέκα χιλιάδες τους ήσαν δυο χιλιάδες.
Οι δέκα χιλιάδες τις οκτώ χιλιάδες είχαν δώσει για να μπορέσουν
τραγουδώντας όλοι μ ένα στόμα
να τραβούν τα δίχτυα απ το νερό
να δουλεύουνε το σίδερο σαν δαντέλα
οργώνοντας τη γης όλοι μαζί
να τρώνε όλοι μαζί τα σύκα τα γιομάτα μέλι
να ναι μαζί παντού και σ όλα
εξόν από το μάγουλο της πολυαγαπημένης.
Νικήθηκαν.

image_print