Από τους ποιητές της γενιάς του ο Νικηφόρος Βρεττάκος – γεννήθηκε στη Λακωνία το 1912 – είναι η πιο γνήσια λυρική φωνή, “ο κορυδαλλός του Σέλλευ σε έναν πασίχαρο εκρηκτικό ύμνο της φύσης, της γυναίκας, της έμφυτης καλοσύνης του ανθρώπου”.
“Εγώ στους στίχους μου είμαι απλός” ομολογεί “και είμαι πιο απλός ακόμα στα δάκρυά μου“.
Πράγματι το έργο του ολόκληρο πηγάζει από αυτά τα δάκρυα, που είτε τρέχουν από χαρά, καθώς τα μισά από τα ποιήματά του αποτελούν ύμνο στην ομορφιά αυτού του κόσμου, είτε χύνονται εξ αιτίας της αναλγησίας του ανθρώπου και αποτελούν θρήνο για τη βαρβαρότητα του καιρού του.
Ως κοινωνικός άνθρωπος που ζει και εκφράζει την εποχή του – πόλεμος, κατοχή, αντιφασιστικός αγώνας, ρήψη της ατομικής βόμβας – ο Βρεττάκος με την ποίηση και τα πεζά του εκφράζει το ιδεολογικό του πιστεύω, χωρίς όμως να ξεπέφτει στο εύκολο και φθηνό κήρυγμα, μάχεται για τα ιδανικά του, για έναν καλύτερο κόσμο, για την ειρηνική συνύπαρξη, την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα αναζητώντας – όπως σημειώνει ο Κορδάτος – τη χαρά και την ευτυχία σε μια νέα θρησκεία, αυτή του ανθρώπου.
Το ταξικό υπόστρωμα της τέχνης του δε γίνεται εύκολα διακριτό, καθώς υπερισχύει η προσήλωσή του στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου, στη βεβαιότητα ότι η παγκόσμια συναδέλφωση θα έρθει μέσα από την τελική νίκη του ανθρωπισμού.
Ως ποιητής μαζί με όλους τους λυρικούς αισθάνεται πως “το πιο καθαρό πράγμα λοιπόν της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως, ούτε ο ουρανός που καθρεπτίζεται μέσα στο ποτάμι, ούτε ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τα άνθη. Είναι η αγάπη”. Πιστεύει πως η αγάπη ως απολύτρωση, ως ανάσταση, ως έμφυτος δημιουργικός μηχανισμός στον άνθρωπο, είναι αυτή που θα νικήσει το κακό και τη βαρβαρότητα και θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στο μέλλον που της αξίζει.
Αληθινός ποιητής με υψηλή συνείδηση του χρέους του απέναντι στην εποχή του και στην τέχνη του αντιλαμβάνεται την ποίηση ως πράξη ευθύνης, ως τάλαντο που δόθηκε για να εξαργυρωθεί με μια πράξη υπέρτατης αγάπης για τον άνθρωπο και το ποίημα ως καρπό βασανιστικού μόχθου αλλά και ως παμμέγιστη ευτυχία.
“Αν δε μούδινες την ποίηση, Κύριε, δε θάχα τίποτα για να ζήσω
αυτά τα χωράφια δε θάταν δικά μου
ενώ τώρα ευτύχησα να χω μηλιές
να πετάξουν κλώνους οι πέτρες μου
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο
η έρημός μου λαό
τα περιβόλια μου αηδόνια..”
Αφοσιωμένος της ζωής σε ό,τι πιο ουσιαστικό και σημαντικό έχει αλλά και αξίζει να έχει, ο Βρεττάκος αισθάνεται τον εαυτό του να “μένει πάντοτε χρεώστης απέναντι στον κόσμο πληρώνοντας τόκους και υπερημερίες για τον πόνο των ανθρώπων”.
Την άποψή του για την τέχνη και τον προορισμό της ως παρηγοριά και δύναμη του πάσχοντα και δρώντος ανθρώπου, τη βρίσκουμε στο παρακάτω κείμενό του:
“Ο ποιητής είναι ο ταπεινός εργάτης, λοιπόν. Ο χειρωνάκτης, ο γεωργός που μοχθεί να καλλιεργήσει τα χωράφια του για να πετάξουνε κλώνους ως και οι πέτρες, για να ανθίσουν οι μηλιές, για να πετάξουν βλαστάρια τα αμπέλια. Παλεύει να ξεχερσώσει το άγονο τοπίο εντός του. Φύση και ποίηση εδώ ενώνονται σε έναν μεταφυσικό γάμο. Δύσκολος και τραχύς ο ρόλος του δημιουργού. Οφείλει να μεριμνήσει για το θείο δώρο που του κλήρωσε η
εύνοια του Κυρίου. Δεν πρέπει να σπαταλήσει ούτε ψίχουλο και πάντα στο μυαλό του πρέπει να έχει το βράδυ που δεν θα αργήσει να έρθει. Ο χρόνος του δεν είναι ατελείωτος. Θεϊκή η προέλευση της ποίησης και ο δημιουργός εξαργυρώνει το μερτικό του με κόπο, με πόνο και ιδρώτα”.