Σαν σήμερα στις 14 Ιουνίου του 1928 ήρθε στη ζωή ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα. Αυτός που θα γινόταν ο Τσε της Επανάστασης, που γίνεται πράξη
Ο κομμουνιστής ηγέτης που θα παλέψει και θα πέσει στον αγώνα που δίνουν οι λαοί για να πάψουν να είναι σκλάβοι και να γίνουν αρχιτέκτονες του πεπρωμένου τους. Ο άνθρωπος-σύμβολο, που στη σύντομη ζωή του θα εμπνεύσει, θα γίνει η συνείδηση των εξεγερμένων, η σταθερή πυξίδα που οδηγεί αταλάντευτα προς τα μπρος.
Στις 18 Οκτώβρη 1967 στην επίσημη επικήδεια ολονύκτια τελετή – φόρος τιμής στον Τσε- στην πλατεία της επανάστασης “Χοσέ Μαρτί” ο ποιητής Νicolas Guillen διαβάζει το ποιημα “ΤΣΕ ΚΟΜΑΝΤΑΝΤΕ” μπροστά σ ένα σιωπηλό απ τη συγκίνηση πλήθος 1.000.000 Κουβανών. Το ποίημα αυτό θεωρείται το πιο γνωστό και το καλύτερο ίσως της Ισπανόφωνης ποίησης.
ΤΣΕ ΚΟΜΑΝΤΑΝΤΕ
Κι ας έπεσες
το φως σου μένει πάντοτε μεσούρανα.
Άλογο καμωμένο από φωτιά
καλπάζει με το αντάρτικο άγαλμά σου
μες στους ανέμους και τα σύννεφα
της Σιέρρας.
Κι αν σώπασες, δε σώπασε η φωνή σου.
Κι αν σ’ έκαψαν,
κι αν σ’ έχωσαν βαθιά κάτω απ’ το χώμα,
κι αν έκρυψαν τη στάχτη σου
σε κοιμητήρια, σε δάση και τυρφώνες,
δε θα μας εμποδίσουν να σε βρούμε,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.
ΓΕΛΑΕΙ σαρδόνια
η Βόρεια Αμερική. Μα ξάφνου
στριφογυρνάει πάνω σε κείνο το στρώμα
από δολάρια. Το γέλιο της
μια παγωμένη μάσκα τώρα,
και το γιγάντιο σώμα σου από μέταλλο
ανυψώνεται, διασκορπίζεται,
σαν ντάβανος κεντρίζει τους αντάρτες,
και το τρανό όνομά σου λαβωμένο
απ’ τους στρατιώτες
λάμπει μέσα στ’ αμερικάνικα σκοτάδια,
σαν ένα πεφταστέρι
στη μέση μιας απαίσιας γιορτής.
Εσύ, Γκεβάρα, το ’ξερες,
μα από σεμνότητα δεν το ’πες
για να μην καυχηθείς,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.
ΕΙΣΑΙ παντού. Στον Ινδιάνο
τον από χαλκό και όνειρα πλασμένον.
Κι είσαι στη μαύρη
εξεγερμένη, τρικυμισμένη λαοθάλασσα,
στου πετρελαίου τον εργάτη και του νίτρου
και στη φριχτή εγκατάλειψη
της μπανανοφυτείας, και στης μεγάλης
πάμπας το πετσί
και στο αλάτι και στη ζάχαρη, και στις
φυτείες του καφέ,
εσύ, φιγούρα αναδυόμενη απ’ το αίμα σου
καθώς σωριάστηκες,
και ζωντανός, όπως δεν σε ήθελαν,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.
Η ΚΟΥΒΑ σ’ έχει αποστηθίσει.
Πρόσωπο με τη φωτεινή γενειάδα.
Και χρώμα ελιάς και φίλντισι στο δέρμα του άγιου νέου.
Φωνή ακλόνητη, που δίνει διαταγές
μα δεν προστάζει,
μια προσταγή συντροφική, μια φιλική διαταγή,
σκληρή και τρυφερή, οδηγητή και
σύντροφου.
Σε βλέπουμε καθημερνά υπουργό,
καθημερνά στρατιώτη, καθημερνά
άνθρωπο απλό, και δύσκολη
η κάθε μέρα.
Κι άδολος είσαι σαν παιδί
σαν ένας άντρας άδολος,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.
ΠΕΡΝΑΣ με την ξεθωριασμένη, σκισμένη,
τρύπια σου στολή της μάχης.
Στη ζούγκλα σήμερα, σαν άλλοτε
στη Σιέρα. Μισόγυμνο
το δυνατό σου στέρνο, του λόγου και του
τουφεκιού,
ένας τυφώνας πύρινος, κι αμάραντο
τριαντάφυλλο.
Χωρίς ανάπαυλα.
Γεια σου Γκεβάρα!
Μα πιο καλά για να στο πω, εκεί
στο αμερικάνικο φαράγγι:
Περίμενέ μας. Θα φύγουμε μαζί σου.
Θέλουμε
να πεθάνουμε για να ζήσουμε όπως
πέθανες εσύ,
να ζήσουμε όπως ζεις εσύ,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε.
Μια μικρή αναφορά σε φράσεις από κείμενα και ομιλίες του Τσε που θα μας φέρουν πιο κοντά στα πολιτικά και ανθρωπιστικά του πιστεύω.
«Δεν υπάρχουν σύνορα σε αυτόν τον αγώνα μέχρι θανάτου. Δε μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι για ότι συμβαίνει οπουδήποτε στον κόσμο – η νίκη κάθε χώρας ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι και δικιά μας νίκη, όπως η ήττα οποιασδήποτε χώρας είναι και δικιά μας ήττα».
«Κινδυνεύοντας να φανώ γελοίος, επιτρέψτε μου να πω ότι ο αληθινός επαναστάτης οδηγείται από ένα μεγάλο αίσθημα αγάπης. Είναι αδύνατο να σκεφτώ κάποιον πραγματικό επαναστάτη χωρίς αυτό το ιδανικό”.
«Τα μονοπώλια κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να αποδείξουν ότι η συλλογική προσπάθεια υποδουλώνει και δεν επιτρέπει στους πιο ευφυείς ή στους πιο ικανούς να διαπρέψουν. Λες και ο λαός αποτελείται απλά από άτομα που μερικά είναι πιο ευφυή ή πιο ικανά – λες και ο λαός δεν είναι μια μεγάλη μάζα από θέληση και καρδιές, όπου όλοι έχουν πάνω κάτω την ίδια ικανότητα για δουλειά, το ίδιο πνεύμα αυτοθυσία και την ίδια ευφυϊα».
«Τα μάτια μας, ελεύθερα σήμερα, μπορούν να δουν αυτό, που χθες η κατάσταση μας των αποικιακών σκλάβων μας εμπόδιζε να παρατηρήσουμε: ότι ο «δυτικός πολιτισμός» κρύβει κάτω από τη φανταχτερή του βιτρίνα μια σκηνή με ύαινες και τσακάλια» [1964].
«Ο λαός δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί την κυριαρχία αν δεν υπάρχει μια εξουσία που να ανταποκρίνεται στα συμφέροντα και στις προσδοκίες του. Λαϊκή εξουσία δεν σημαίνει μονάχα το ότι τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, η αστυνομία, τα δικαστήρια και όλα τα όργανα της κυβέρνησης πρέπει να βρίσκονται στα χέρια του λαού. Σημαίνει επίσης πως και τα όργανα της οικονομίας πρέπει κι αυτά να περάσουν στα χέρια του λαού».
«Εάν τρέμεις από αγανάκτηση γιά κάθε αδικία, τότε είσαι σύντροφος μου».
«Η ζωή ενός ανθρώπινου πλάσματος αξίζει ένα εκατομμύριο φορές περισσότερο απ’ την περιουσία του πλουσιότερου ανθρώπου στη Γη» [1960].
«Δεν είμαι απελευθερωτής. Δεν υπάρχουν τέτοιοι. Οι άνθρωποι μόνοι τους απελευθερώνουν τους εαυτούς τους» [1958].
«Δεν είμαι Χριστός, ούτε φιλάνθρωπος. Είμαι το αντίθετο του Χριστού… Μάχομαι για τα πράγματα που πιστεύω με όλα τα όπλα που έχω στη διάθεση μου και προσπαθώ να σκοτώσω τον αντίπαλο ώστε να μη βρεθώ σταυρωμένος σε έναν σταυρό η οπουδήποτε αλλού» [1956].
«Δεν μπορεί να είναι καλός κομμουνιστής εκείνος που σκέπτεται για την επανάσταση μόνο την στιγμή της αποφασιστικής θυσίας, την στιγμή της μάχης, της ηρωικής περιπέτειας, ενώ στη δουλειά του είναι μέτριος ή χειρότερο από μέτριος…».
«Αξίζει, φίλε μου, να υπάρχεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει».
«Η επανάσταση δεν είναι ένα φρούτο που θα πέσει όταν είναι ώριμο. Πρέπει να κουνήσουμε το δέντρο για να το κάνουμε να πέσει».
«Ο καλύτερος τρόπος να πεις κάτι είναι να το κάνεις».
«Να μετατρέψουμε την καθημερινή ζωή σε μια πυρκαγιά».
«Πυροβολήστε με δειλοί. Θα σκοτώσετε έναν άνθρωπο, όχι τις ιδέες μου».