Μήνυμα και ελπιδοφόρο κάλεσμα του ποιητή προς τους νέους ανθρώπους, αυτούς που έρχονται από το μέλλον της ανθρωπότητας, για να πορευτούν στο δρόμο της ιστορικής τους αποστολής και να δημιουργήσουν το χαρούμενο κι ευτυχισμένο αύριο του ανθρώπου.
Τους ζητά να γκρεμίσουν και να οικοδομήσουν απ’ την αρχή. Να γίνουν η δύναμη εκείνη, που θα καταλύσει το παλιό, το σάπιο, το σαθρό για να γεννηθεί το νέο, το αληθινό, αυτό που μέσα από την πάλη και τον αγώνα θα οδηγήσει στην πραγμάτωση της ανθρώπινης ελευθερίας άρα και ευτυχίας.
Ο Μπρεχτ περιμένει από τους νέους, που είναι ακόμα αθώοι και αμόλευτοι, που δεν έχουν ευνουχιστεί και αλλοτριωθεί ακόμα, το γκρέμισμα του καταδικασμένου ιστορικά εκμεταλλευτικού κοινωνικού συστήματος του σήμερα και τη δημιουργία της νέας κοινωνίας του αύριο. Το μήνυμα αυτό συγχρόνως αποτελεί και μια σκληρή καταδίκη για τους πνευματικούς ανθρώπους του καιρού του, που υποταγμένοι, άβουλοι και ανάπηροι στο πνεύμα και τη συνείδηση, υπηρετούν την σαπίλα και τη διαφθορά της παρηκμασμένης τους εποχής.
Μήνυμα του ετοιμοθάνατου ποιητή στη νεολαία
Εσείς οι νέοι άνθρωποι των εποχών πού έρχονται
Και της καινούργιας χαραυγής πάνω στις πολιτείες
Πού δε χτίστηκαν ακόμα, και σεις
Πού δε γεννηθήκατε, ακούστε τώρα
Τη φωνή τη δική μου, πού πέθανα
Όχι δοξασμένα.
Αλλά Σαν τον αγρότη πού δεν όργωσε το χωράφι του
Και τον χτίστη πού ξετσίπωτα το ‘βαλε στα πόδια
Σαν είδε την τρύπια στέγη,
Έτσι κι’ εγώ,
Δε βάδισα με την εποχή μου, ξόδεψα τις μέρες μου,
Και τώρα πρέπει να σας παρακαλέσω
Να πείτε εσείς αυτά πού δεν ειπώθηκαν,
Να κάνετε αυτά πού δεν έγιναν, και μένα
Γρήγορα να με ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
Για να μην παρασύρει και σας
Το δικό μου κακό παράδειγμα.
Αχ, γιατί κάθισα στων στείρων το τραπέζι
Τρώγοντας το φαΐ
Πού αυτοί δεν ετοίμασαν;
Αχ, γιατί ξόδεψα τα καλύτερα μου λόγια
Στη δική τους Άσκοπη κουβέντα.
Έξω όμως
Διάβαιναν οι αδίδαχτοι
Διψασμένοι να μάθουν.
Αχ, γιατί
Τα τραγούδια μου δεν υψώνονται στα μέρη εκείνα
Πού θρέφουν τις πολιτείες, εκεί
Πού ναυπηγούνται τα καράβια;
Γιατί δεν υψώνονται
Απ’ τις γρήγορες ατμομηχανές
Σαν τον καπνό
Πού αφήνουν πίσω τους στον ορίζοντα;
Γιατί ο δικός μου λόγος
Είναι στάχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
Εκείνων πού είναι χρήσιμοι και δημιουργικοί.
Ούτε μια λέξη
Δεν ξέρω να πω σε σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
Μήτε μια υπόδειξη δε θα μπορούσα να σάς κάνω
Με δάχτυλο τρεμάμενο,
Γιατί πώς το δρόμο να δείξει
Αυτός πού δεν τον διάβηκε!
Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
Έτσι σπατάλησα άλλο δε μένει
Παρά να σας ζητήσω
Να μη δώσετε προσοχή σε λέξεις
Πού βγαίνουν από το δικό μας
Σάπιο στόμα, μήτε και συμβουλή
Καμιά να μη δεχτείτε
Απ’ αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
Αλλά μόνοι σας ν’ αποφασίσετε
Ποιο το καλό για σάς και τί σάς βοηθάει
Τον τόπο να χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
Να ρημάξει σαν την πανούκλα
Και για να κάνετε τις πολιτείες Κατοικήσιμες.