Σίγουρα θα προβληματίζονται τα εγγόνια μου μετά τις πρόσφατες δημοσιεύσεις για τις κακοποιήσεις μαθητών των Αρσάκειων σχολείων που σπουδάζουν. Συμπαραστέκονται με αγανάκτηση στους εκατοντάδες μαθητές που καταγγέλλουν ή υπερασπίζονται τα σχολεία τους επειδή δεν έχουν τα ίδια προσωπική πείρα πάνω στο θέμα; Ποιος ξέρει τι κρύβεται σήμερα στην ψυχούλα τους. Σίγουρα κάποιες αποφάσεις των μεγάλων καθορίζουν πολλές πτυχές του χαρακτήρα τους και της ζωής τους. Ίσως κι αυτά μετά από πολλά χρόνια να ανατρέξουν όπως κάνω εγώ τώρα σε μνήμες και να αναζητήσουν τα μεγάλα πώς και τα γιατί.
Με τη σειρά μου κι εγώ γυρίζω πίσω στη δική μου εποχή και θυμάμαι πώς με αντιμετώπιζαν δάσκαλοι και οι συμμαθητές μου, τί αισθανόμουνα τότε και πώς μπορούν να ερμηνευθούν σήμερα. Μετά από όσα έχω βιώσει, τόσο στην παιδική, εφηβική όσο και στη μετέπειτα ώριμη ζωή μου ότι θύματα και στόχοι τραμπουκισμού είναι πάντα οι ασθενέστεροι, οι πιο μικροί, οι πιο φτωχοί, γενικά οι έχοντες κάθε μορφής διαφορετικότητα, αυτοί που θεωρούνται παρίες της ζωής. Στην πλειονότητα το ρόλο του θύτη τον κρατά πάντα αυτός που φαίνεται δυνατός, ο μπρατσαράς, αυτός που κατέχει μια θέση με κύρος, ένα αξίωμα, μια κοινωνική-οικονομική δύναμη. Μα και στο σχολείο θα αναρωτηθεί κανείς συμβαίνουν τέτοια; Γιατί όχι; Μήπως το σχολείο αποτελεί μια νησίδα έξω από την κοινωνία; Κι εκεί υπάρχουν ιεραρχίες όλων των ειδών, τυπικές ανάμεσα στους διδάσκοντες και διδασκόμενους και άτυπες ανάμεσα στους ίδιους τους μαθητές. Αλίμονο στους μη προνομιούχους, σ΄ αυτούς που δεν αντιπροσωπεύουν τις αρχές και τις αξίες της κυρίαρχης ομάδας, σε όσους παρεκκλίνουν της συστημικής συμπεριφοράς που απαιτεί το σχολείο ή ο κώδικας του ντύνεσθαι, φέρεσθαι, διασκεδάζειν, της ισχυρής γκρούπας της τάξης. Γίνεσαι τότε ο απόβλητος και αποσυνάγωγος. Αυτός που δέχεται τις ειρωνείες, τους τραμπουκισμούς και κυρίως τον αποκλεισμό από την παρέα, πράγμα που ίσως αποτελεί και τη χειρότερη κακοποίηση, το μεγαλύτερο τραύμα.
Κάποτε ήμουν και ‘γω Γυμνασιόπαιδο. Ο Αντρέας, συμμαθητής και μέχρι σήμερα φίλος μου σε ένα πρόσφατο μήνυμά του μου θύμισε τα χρόνια που πηγαίναμε στο Γυμνάσιο: Τους ποδαρόδρομους Πειραιάς-Καμίνια-Κοκκινιά για να εξοικονομήσουμε τη μισή δραχμή και τις ατέλειωτες συζητήσεις πάνω σε θρησκευτικά και πολιτικά θέματα, τις επιλογές μας στην ελληνική μουσική, τότε που εκφράζαμε τις πρώτες ώριμες ανησυχίες μας για το γίγνεσθαι στον κόσμο και στην Ελλάδα. Μαζεύοντας 5 μισές δραχμές μπορούσα να αγοράζω στη χάση και στη φέξη ένα σουβλάκι από το καροτσάκι που έκανε πιάτσα έξω από την πόρτα της Ιωνιδείου Σχολής, όπως ονομαζόταν τότε το Α’ Πρότυπο Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς, ένα από τα τρία πρότυπα Δημόσια Γυμνάσια της χώρας.
Θυμάμαι πως τελειώνοντας το Δημοτικό σχολείο δώσαμε χιλιάδες μαθητές εισαγωγικές εξετάσεις στην ονομαστή τότε Ιωνίδειο, γιατί τα άλλα Γυμνάσια είχαν υπεράριθμους μαθητές και λιγότερους καθηγητές. Οι πρώτοι 155 έγιναν δεκτοί στην Ιωνίδειο ενώ τους υπόλοιπους επιτυχόντες τους έστειλαν στα Γυμνάσια της γειτονιάς τους. Είχα χαρά που είχα περάσει 30ος, κάτι που δυσκολευόμουνα να το πιστέψω, γιατί το Δημοτικό που τελείωσα δεν ήταν της γειτονιάς και οι δάσκαλοί μου τις 2 τελευταίες χρονιές ήταν από τους χειρότερους. Γι αυτή την επιτυχία μου συνέβαλε αποφασιστικά ο ξάδελφός μου ο Νίκος Ραυτόπουλος, που ήταν χημικός και με προπόνησε στην αριθμητική. Την έκθεση ιδεών δεν την φοβόμουνα ποτέ γιατί θεωρούσα ότι έφτανε να εκφράζομαι “από καρδιάς”, που λένε. Λάθος βέβαια αλλά τότε απέδιδε καρπούς.
Στην Ιωνίδειο σπούδαζαν “οι άριστοι”, αυτοί που τους προόριζε η αστική τάξη, οι πλούσιοι της εποχής, να καταλάβουν μελλοντικά ηγετικές θέσεις στην κοινωνία. Και ποιοι ήταν αυτοί; Συνήθως τα παιδιά των πλουσίων, των μορφωμένων, αυτά που μπορούσαν να έχουν φροντιστές και να πρωτεύουν. Αφού όμως στις εξετάσεις του Δημοσίου δεν μπορούσαν να αποκλεισθούν τα παιδιά των φτωχών κατάφερναν να εισαχθούν και μερικά φτωχόπαιδα, παιδιά από την εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, παιδιά που είχαν χαρτιά απορίας από την εκκλησία, όπως εγώ. Ελάχιστα βέβαια τα φτωχόπαιδα αλλά υπήρχαν.
Δεν μπορώ παρά να συγκινούμαι όταν φέρνω στη μνήμη μου συμμαθητές και καθηγητές, καθέναν με τις ιδιομορφίες και το ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση του ψυχισμού μου. Και τα έξι χρόνια που σπούδασα στην Ιωνίδειο ήμουνα μέτριος μαθητής και πώς θα μπορούσε να ΄ταν αλλιώς, όταν τους σημαντικότερους μήνες κάθε σχολικής χρονιάς δούλευα σερβιτόρος στο σουβλατζίδικο του πατέρα μου. Η επιβίωση της οικογένειας, στην οποία έπρεπε να συμβάλλουμε μικροί μεγάλοι ήταν το πρώτιστο, το βασικό θεμέλιο της οικογένειας. Η μόρφωση ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Ας μη μιλάμε για το παιχνίδι και τη διασκέδαση γιατί αυτά ήταν είδος πολυτελείας εξ αιτίας των αναγκών επιβίωσης της οικογένειας.
Με ευγνωμοσύνη προβάλλει μπροστά μου η “Γαλλίδα” μας η Κυρία Παπαδάτου, πάντα αυστηρή και δίκαιη, πραγματική Κυρία σε θέματα που σχετίζονταν με τον ανθρωπισμό, την τέχνη και ειδικά τη Γαλλική λογοτεχνία, τον αγαπημένο της Μολιέρο. Θυμάμαι τον “Φυσικό”, τον κ. Παραρά, που διακριτικά με έπαιρνε μερικές φορές παράμερα και με ρωτούσε: “Γιατί είσαι έτσι κίτρινος και αδύνατος βρε παιδί μου. Δεν τρως καλά;” Μια φορά μάλιστα μου είπε πως θα έκανε ειδική εισήγηση στο συμβούλιο των καθηγητών για να μου δώσουν κάποια οικονομική βοήθεια. Η βοήθεια δεν ήρθε ποτέ αλλά και μόνο το ενδιαφέρον του έφτανε και τώρα το θυμάμαι με ευγνωμοσύνη..
Η Παπαδάτου και ο Παραράς ήταν οι δύο καθηγητές, που αναλάμβαναν να αγοράσουν σε μας τα παιδιά που είχαμε “χαρτί απορίας” από την εκκλησία κανένα ρουχαλάκι τις παραμονές Χριστουγέννων και Πάσχα. Πότε ένα παντελόνι, πότε ένα σακάκι, πότε ένα ζευγάρι παπούτσια. Τα λεφτά προέρχονταν από έρανο που έκανε δυο φορές το χρόνο το Γυμνάσιο. Θυμάμαι, πως όταν τελείωναν οι αγορές για όλα τα άπορα παιδιά και είχαν περισσέψει τίποτα ψιλά, η Κα Παπαδάτου αγόραζε σε μένα και σε δυο-τρία άλλα παιδιά κι από ένα ζευγάρι κάλτσες. Δε θυμάμαι πώς ένοιωθα όταν με ελεούσαν με τον έρανο των χρημάτων που συγκέντρωναν κάθε φορά. Η ντροπή ίσως υπερίσχυε της όποιας χαράς μου έδινε το καινούργιο παντελόνι ή τα παπούτσια που αντικαθιστούσαν τα παλιά και πολυφθαρμένα. Τα αισθήματα αυτά πρέπει να τα έχω καταχωνιάσει κάπου βαθιά για να μην πονάνε. Ίσως αποτελούν πληγές που δεν αγγίζονται για να μην πυορροούν.
Την τελευταία φορά που συνάντησα τη δασκάλα μου των γαλλικών ήταν σε ένα γάμο πάνω σε καροτσάκι γιατί δεν την κρατούσαν πια τα πόδια της. Τα γαλανά μάτια της αστράφτανε και η αγάπη της για μένα έλαμπε στο χαμόγελό της. Με ρώτησε για την οικογένειά μου, για τη δουλειά μου, κι έτσι σιγά-σιγά η συγκίνησή μου έφτασε στο κόκκινο. Καθόμουν γονατιστός μπροστά στο αναπηρικό καροτσάκι της, εκείνη συνέχεια μου έλεγε να σηκωθώ κι εγώ θεωρούσα πως δεν θα μπορούσα να εκφραστώ παρά μονάχα γονατιστός μπροστά της. Της θύμισα τον Ελ Σίντ του Κορνέιγ, τον Αρπαγκόν από το Φιλάργυρο του Μολιέρου, Άρχισα να τις θυμίζω αυτά που μου αγόραζε Χριστούγεννα-Πάσχα και να την ευχαριστώ, μέχρι που με πήρανε τα ζουμιά κι έτσι όπως ήμουνα μπροστά της άρχισα να της φιλάω τα χέρια, κι εκείνη να προσπαθεί να τα τραβήξει, κι εγώ να τα παίρνω και να τα φιλάω, να τα φιλάω…. Την πήρανε κι εκείνη τα δάκρυα και μου έλεγε βιαστικά “σήκω-σήκω” σε βλέπει ο κόσμος. Κλαίγαμε κι οι δυο μαζί. Καθένας από τους δυο μας ζούσε την εποχή εκείνη το δικό του δράμα αλλά αυτό που δεν ξεχνιέται ήταν το βλέμμα της το γεμάτο αγάπη για μας τα φτωχά παιδιά, την προσπάθειά της να μας μιλάει – όσο γινόταν εκείνα τα πέτρινα χρόνια – με κοινωνικές προεκτάσεις. Κάτι καταλάβαινα, δεν τα καταλάβαινα βέβαια όλα γιατί η παιδεία μου ήταν πολύ φτωχή, αλλά τα λόγια της με μάγευαν. Χωρίσαμε εκείνη τη μέρα με υγρά μάτια και με γλυκαμένη την ψυχή μας. Δεν ξανανταμώσαμε. Λάθος μου. Εκείνη ήταν πια ανάπηρη και ηλικιωμένη. Αν έπρεπε κάποιος να φροντίσει να κρατήσει επαφή, αυτός ήμουν εγώ. Μόνο που τότε έτρεχα από χώρα σε χώρα για το “παντεσπάνι” της οικογένειας στην προσπάθεια να θαφτούν για πάντα οι μνήμες των εράνων εκείνων των μακρινών Χριστουγέννων των παιδικών μου χρόνων.
Αναπόφευκτα στις αναμνήσεις μου από τα Γυμνασιακά μου χρόνια δεν λείπει και ο συμμαθητής μου ο Βαγγέλης Αναγνώστου. Μου άρεσε η κορμοστασιά του, έτσι που ήταν πιο ψηλός από μένα, γεροδεμένος, πάντα καθαρός και περιποιημένος, με έναν αέρα αρχοντιάς. Ήταν φανερό ότι ήταν γόνος κάποιας εύπορης οικογένειας. Το όνομά του το έχω συνδέσει με δυο σπάνιες, περίεργες λέξεις, σχεδόν ταυτόσημες: Τις μοφέτες και τις θειωνιάδες. Στο μάθημα της Γεωλογίας είχαμε μάθει πως ήταν τρύπες στη γη από όπου βγαίνανε δύσοσμα αέρια, σαν κι αυτά που μυρίζουμε όταν περνάμε από τα Καμμένα Βούρλα. Ο Αναγνώστου τις χρησιμοποιούσε αρκετά καλά, έτσι που κάθε φορά που συναντιόμασταν στην αυλή του σχολείου με ρώταγε: “Τι νέα μωρή μοφέτα; Τι νέα μωρή θειωνιάδα; Πάλι βρωμάει το στόμα σου.” Ανάμεικτα ήταν τα αισθήματά μου αλλά εγώ πάντα γελούσα για το πείραγμα. Το στόμα μου -ήταν αλήθεια- βρομούσε από την πείνα αλλά τι μπορούσα να κάνω; Το πρωί πίναμε μόνο τσάι με μια σκέτη φέτα ψωμί που κάποτε μπορεί να ήταν και αλειμμένη με Βιτάμ (όποτε έδιναν κανένα πακέτο “δωρεάν” στον πατέρα μου που δούλευε στο εργοστάσιο Ελαΐς). Τρία παιδιά είμασταν στην οικογένεια, ποιο να πρωτοχορτάσει…
Τον Αναγνώστου τον είδα σε μια εκπομπή στην τηλεόραση μετά από πολλά χρόνια. Εγώ τότε έβγαζα πολλά λεφτά γιατί δούλευα σε αμερικάνικη πολυεθνική. Είχε βουλιάξει τότε ένα πλοίο της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ, κι ενώ ο κόσμος χαλούσε από μαρτυρίες ότι το πλοίο ήταν σαπιοκάραβο και πως οι ιδιοκτήτες του το βούλιαξαν επίτηδες, ο Αναγνώστου που δούλευε στην εταιρεία είχε βγει στην τηλεόραση και με τις δηλώσεις του έβγαζε λάδι τα αφεντικά του.
Για δεύτερη και τελευταία φορά τον είδα σε μια σύναξη των παλιών μαθητών της Ιωνιδείου. Εκείνος με πλησίασε με ένα πλατύ χαμόγελο, με αγκάλιασε και με ρώτησε “Θυμάσαι, ρε Αντώνη, πώς σε φώναζα στο Γυμνάσιο;” Κι εγώ χωρίς δισταγμό απάντησα επίσης χαμογελαστά: “Και βέβαια. Με φώναζες μοφέτα και θειωνιάδα γιατί βρωμούσε το στόμα μου”. “Το θυμάσαι ρε μπαγάσα…” είπε και γελάσαμε, ο καθένας για το δικό του λόγο. Είπαμε και καναδυό χαζά, θυμηθήκαμε κεφάτοι τις μαθητικές καζούρες και δεν ξαναειδωθήκαμε. Ποιος ξέρει σε ποιο σκοτεινό θάλαμο της ψυχής μου είναι κρυμμένο κι αυτό το “αθώο” πείραγμα; Κάπου κλειδαμπαρωμένο θα ‘ναι μαζί με όσα θέλουμε να ξεχάσουμε και δεν ξεχνιούνται. Αυτά που ξεπετιούνται την κατάλληλη στιγμή για να ρίξουν φως στις πράξεις και να ερμηνεύσουν τις συμπεριφορές μας.
Δύσκολα χρόνια. Πολλές μνήμες είναι σβησμένες αλλά κάποιες από αυτές μένουν καρφωμένες ανεξίτηλα δια βίου. Εκείνο που τώρα μου κάνει εντύπωση είναι πως ούτε όταν ήμασταν στο Γυμνάσιο, ούτε όταν αντάμωσα μετά από τόσα χρόνια τον Αναγνώστου ένοιωθα κάτι αρνητικό γι αυτόν. Δε ξέρω πόσο με είχε πειράξει που με είχε βαφτίσει “μοφέτα και θειωνιάδα”. Με είχε πειράξει όμως πολύ περισσότερο που είχε πάρει το μέρος των αφεντικών του στο ναυάγιο του πλοίου της ΑΓΕΤ και όχι των θυμάτων ναυτεργατών. Κι αυτό πιστοποιούσε πως ενώ εγώ είχα αλλάξει από οικονομική άποψη κοινωνική τάξη μέσα στην ψυχή μου είχα κρατήσει την τάξη του πατέρα μου.
Η αλήθεια είναι πως όταν ήμουνα μικρός δεν ένοιωθα κανένα αισθήματα φιλίας για τους ευκατάστατους συμμαθητές μου, αλλά σίγουρα δεν τους αντιπαθούσα. Η παιδική μου ψυχή δεν είχε χώρους για αντιπαλότητες, μίση, ζήλιες. Απλά δεν τους έκανα παρέα ΄και δεν με έκαναν παρέα γιατί ανήκαμε σε διαφορετικούς κόσμους, που τότε δεν “με έπαιρνε” να μπω και αργότερα εγώ δεν ήθελα να μπω. Ένα κόσμο που δε ζήλευα, αλλά που αργότερα αναγκάστηκα να συναναστραφώ για επαγγελματικούς λόγους. Έναν κόσμο που ποτέ δεν κατάφερε να με ενσωματώσει, να με κάνει δικό του αλλάζοντάς μου τη συνείδηση και τον τρόπο σκέψης. Ξεχωριστή επαγγελματική θέση είχα, εταιρίες έφτιαξα, λεφτά έβγαλα, περιουσία έκανα, αλλά η καρδιά μου ήταν και μέχρι σήμερα μένει αγκυροβολημένη στις γειτονιές απ’ όπου ξεκίνησα. Όχι βέβαια από νοσταλγία για τη νιότη που πέρασε αλλά γιατί εκεί, μέσα σ’ εκείνον τον κόσμο έγινα αυτό που είμαι σήμερα,
Ίσως να σκέφτονται όταν διαβάζουν αυτές τις γραμμές τα εγγόνια μου: Τί σχέση έχουν όλα αυτά που γράφει ο παππούς με τα δικά μας “μπούλινγκ”, τη βία στα δικά μας σχολεία; Αυτός ο κόσμος της φτώχειας, της στέρησης, του αγώνα για το ψωμί στο τραπέζι που τον λένε βιοπάλη για μας είναι άγνωστος. Δεν ξέρουμε ούτε που βρίσκονται στο χάρτη αυτές οι περιοχές, όπως η Κοκκινιά, τα Καμίνια…
Κι εγώ θεωρώ πως είναι καλό και χρήσιμο να μαθαίνουν τη διαδρομή που έκανε ο παππούς τους από την Κοκκινιά που γεννήθηκε μέχρι την Εκάλη που έφτιαξε σπίτια για τον ίδιο και τα παιδιά του. Όχι μόνο γιατί είναι ο παππούς, ένα κομμάτι που ζει μέσα στο dna τους, αλλά και γιατί είναι η ιστορία μιας γενιάς που πάλεψε για πράγματα που σήμερα θεωρούνται αυτονόητα. Ακόμη και για πράγματα που η επόμενη γενιά δεν κατάφερε να κρατήσει. Άλλωστε αυτή δεν είναι και η ιστορία του ανθρώπου κάθε γενιάς και εποχής που παλεύει για το καλύτερο, το σωστότερο, το δικαιότερο όχι μόνο για το σήμερα αλλά και τη ζωή των παιδιών του και των παιδιών των παιδιών και όλης της ανθρωπότητας; Αγώνας για να σταματήσει η κάθε μορφής κακοποίηση των παιδιών, αυτή η κακοποίηση που πολλές φορές έρχεται από το κοντινό περιβάλλον, από δασκάλους και συγγενείς, από ανθρώπους που τα παιδιά αγαπούν και εμπιστεύονται.