Αυτά που ειπώθηκαν από το μεγάλο διανοητή πριν από εβδομήντα χρόνια, όταν ήταν αυτοεξόριστος, διωγμένος από τον φασισμό της πατρίδας του και τα εγκλήματά του.
Τα ίδια αυτά λόγια μπορούν ν ακουστούν κι από το στόμα των δυστυχισμένων παιδιών και των γονιών τους, που βρέθηκαν ξεβρασμένοι στον τόπο μας κυνηγημένοι απ το θάνατο που ξερνάνε στη γη τους οι βόμβες και οι πύραυλοι αυτών, που για την αγία κερδοφορία καταδικάζουν παιδιά και λαούς ολόκληρους στην προσφυγιά και στην εξαθλίωση. Και δεν ψάχνουν αυτοί οι κατατρεγμένοι για μια νέα πατρίδα, γιατί πατρίδα έχουν και την αγαπούν και δεν την ξεχνούν και θέλουν να την πάρουν πίσω και να την ξανακάνουν δική τους. Μια γωνιά γης ζητούν, για να ξαποστάσουν με ανθρώπινες συνθήκες ζωής, δουλειά για να μη ζητιανεύουν το ψωμί τους κι ένα τετράδιο κι ένα βιβλίο για τα παιδιά τους.
Κι έρχονται, οι ίδιοι αυτοί φασίστες που έδιωξαν τον Μπρεχτ στη νεοναζιστική τους σήμερα εκδοχή και τρομοκρατούν και χύνουν δηλητήριο και ρατσιστικό μίσος για να μην κάτσουν τα προσφυγόπουλα στα ίδια θρανία με τα ελληνόπουλα. Με τα φτωχά ελληνόπουλα, που και σ΄ αυτά λείπει και το βιβλίο κι ο δάσκαλος για να μορφωθούν και το πετρέλαιο για να ζεσταθούν, σε πολλά και το ψωμί για να τραφούν. Τί έχουν να χωρίσουν τα παιδιά απ΄ το Πέραμα με τα παιδιά που έρχονται απ την άλλη όχθη του Αιγαίου; Οι ανάγκες για ζωή, παιχνίδι, χαρά και μόρφωση οι ίδιες. Η φτώχεια δε χωρίζει. Μόνο ενώνει κι ενώνει, γιατί ο πόλεμος κι αυτός που σκοτώνει με βόμβες δηλητηριασμένες κι αυτός που στερεί το φαΐ απ’ το τραπέζι, γίνεται από τα ίδια χέρια και για τον ίδιο σκοπό, το βρωμερό καπιταλιστικό κέρδος. Κι αυτό είναι, που δεν πρέπει να καταλάβουν ούτε τα “ δικά μας” παιδιά, ούτε τα προσφυγόπουλα. Γιατί αν το καταλάβουν, μπορεί αύριο να ζητήσουν και να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους, να αποκτήσουν συνείδηση αυτών που τους ενώνουν, να γίνουν τάξη για τον εαυτό τους κι επομένως επικίνδυνοι για όλους αυτούς, που μας θέλουν να ζούμε μέσα στη φτώχεια και στην εξαθλίωση, αδύναμοι και φοβισμένοι ψάχνοντας για εχθρούς ανάμεσά μας.
Μετανάστες
Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ΄ όνομα που μας δίναν.
“Μετανάστες”.
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους.
Εμείς, ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη.
Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε για να μείνουμε για πάντα εκεί.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσανε, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θάναι, μα εξορία.
‘Έτσι απομένουμε, δω πέρα, ασύχαστοι,
όσο μπορούμε κοντά στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα,
καραδοκώντας το παραμικρό σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη,
πνίγοντας με ερωτήσεις κάθε νεοφερμένο,
χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα ν΄ απαρνιόμαστε
χωρίς να συγχωράμε τίποτ΄ απ΄ όσα έγιναν,
τίποτα δε συγχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή.
Ακούμε ίσαμ’ εδώ τα ουρλιαχτά, που αντιλαλούν απ΄ τα στρατόπεδά τους.
Εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος,
που κατάφερε τα σύνορα να δρασκελίσει.
Ο καθένας μας περπατώντας μες στο πλήθος
με παπούτσια ξεσκισμένα
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως, κανένας μας δε θα μείνει εδώ!
Η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα.
Μπ. Μπρεχτ