Γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας, ποιητής ο Μιχαήλ Άγγελος ενσάρκωσε τον αναγεννησιακό άνθρωπο στην καλύτερη εκδοχή του. Άφησε σαν σήμερα την τελευταία του πνοή στις 18 Φεβρουαρίου 1564, λίγες μόλις εβδομάδες πριν από τα 89α γενέθλιά του. Ερωτευμένος με τα αριστουργήματα της κλασσικής αρχαιότητας, που γνώριζε την εποχή εκείνη μια πρωτόγνωρη αναβίωση , προχώρησε πέρα από την ισορροπία που είχε κερδηθεί από τους ουμανιστές στον κόσμο της σκέψης και της τέχνης με την ειρηνική συνδιαλλαγή του γήινου και του πνευματικού. Με το θάρρος της μεγαλοφυΐας του ζήτησε να απεικονίσει στο έργο του την ειρήνη που δε στηρίζεται στην αυταπάτη αλλά στη δύσκολη σύζευξη που περνάει από τη διαπάλη ανάμεσα στις ορμητικές αισθήσεις, στις εκκλήσεις της καρδιάς, στις ανησυχίες του πνεύματος.
Η συνεισφορά του στην οικοδόμηση της δυτικής τέχνης υπήρξε κολοσσιαία καθώς ο μεγάλος δάσκαλος άφησε ανεξίτηλο σημάδι σε ό,τι αποτέλεσε το δημιουργικό του στόχαστρο. Από τη λάξευση βουνών μαρμάρου, κτίσιμο παλατιών και εκκλησιών, ζωγραφική σε επιφάνεια χιλίων τετραγωνικών που όμοιά της δε συναντιέται μέχρι τη σύνθεση ποιημάτων και σονέτων.
Είχε τη δύναμη και τη σπάνια ευτυχία να είναι φτιαγμένος για να παλεύει και να νικά.
Μια ηρωική μεγαλοφυΐα της οποίας τα έργα δεν μας δίνουν μόνο τέρψη αισθητική αλλά τα χαιρόμαστε και τα απολαμβάνουμε ως ακριβές και πολύτιμες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος
Μια εικόνα από τον μεγάλο των γαλλικών γραμμάτων Ρομαίν Ρολάν
Ήταν ένας αστός από τη Φλωρεντία με τα σκοτεινά παλάτια, τους πύργους που υψώνονταν σαν ακόντια..τα μικρά κυπαρίσσια σα μαύρα αδράχτια και τους ασημένιους ελαιώνες που τη σκέπαζαν σα σάρπα και σιγότρεμαν σαν κύματα. Από τη Φλωρεντία με την έντονη κομψότητα όπου το χλωμό ειρωνικό πρόσωπο του Λαυρέντιου των Μεδίκων κι ο Μακιαβέλι με το μεγάλο πανούργο στόμα αντάμωναν με την Πριμαβέρα και τις χλωρωτικές Αφροδίτες του Μποτιτσέλι με τα χρυσοκίτρινα μαλλιά. Απ αυτή την πυρετώδικη Φλωρεντία , την αλαζονική, την παραδομένη σε κάθε είδους φανατισμό, που συνταρασσόταν από κάθε λογής θρησκευτική ή κοινωνική υστερία με τους έξυπνους, μισαλλόδοξους κατοίκους.όπου δεν υπήρχε θέση για το ελεύθερο πνεύμα ενός Λεονάρντο, όπου ο Μποτιτσέλι ασπαζόταν στο τέλος τις ψευδαισθήσεις του μυστικισμού. απ’ αυτή την πόλη κι αυτούς τους καιρούς με όλες τους τις προλήψεις, τα πάθη και τον πυρετό τους βγήκε ο Μιχαήλ Άγγελος.
Δεν ήταν βέβαια τρυφερός απέναντι στους συμπατριώτες του. Η μεγαλοφυΐα του περιφρονούσε την τέχνη των αλληλοθαυμαζόμενων καλλιτεχνών, το επιτηδευμένο πνεύμα τους, τον χωρίς γούστο ρεαλισμό τους, τη νοσηρή τους λεπτότητα. Τους απόπαιρνε μα τους αγαπούσε. Σαν παλιός Φλωρεντινός ήταν περήφανος για το αίμα του και την καταγωγή του. Είχε όλες τις δεισιδαιμονίες, όλο το φανατισμό αυτής σκληρής και δυνατής ράτσας. Αυτό ήταν το υλικό από το οποίο φτιάχτηκε. Απ’ αυτό το υλικό ξεπετάχτηκε η φωτιά της μεγαλοφυΐας του.
Όποιος δεν πιστεύει στη μεγαλοφυΐα, όποιος δεν ξέρει τί είναι μεγαλοφυΐα, δεν έχει παρά να κοιτάξει τον Μιχαήλ Άγγελο. Ποτέ άνθρωπος δεν ήταν τόσο πολύ θύμα της. Η μεγαλοφυΐα του ήταν σαν ένας κατακτητής που εισέβαλε μέσα του και τον κρατούσε σκλάβο. Ζούσε μέσα σε διαρκή μανία. Το μαρτύριο αυτής της υπερβολικής δύναμης, που λες και τον πλημμύριζε, τον ανάγκαζε να δρα, να δρα διαρκώς χωρίς στιγμή ανάπαυσης. Ήταν η ανάγκη μιας δραστηριότητας που εκφυλιζόταν σε μανία. Ήθελε να λαξέψει βουνά. Όταν είχε να φτιάξει κάποιο μνημείο έχανε ολόκληρα χρόνια μες στα λατομεία για να διαλέξει τα κομμάτια που ήθελε και να φτιάχνει δρόμους για τη μεταφορά τους. Ήθελε να είναι απ όλα: μηχανικός, δουλευτής, λαξευτής. Ήθελε να τα κάνει όλα μόνος του..Η ζωή του ήταν καταναγκαστικά έργα. Δεν έδινε στον εαυτό του καιρό ούτε για φαΐ ούτε για ύπνο. Αν και πλούσιος, ζούσε σα φτωχός, αφοσιωμένος στη δουλειά του, σαν τ’ άλογο στη μυλόπετρα. Ποτέ δεν αξιώθηκε να περιποιηθεί τον εαυτό του ανθρωπινά. Τρεφόταν με λίγο ψωμί και κρασί. Πλάγιαζε με τα ρούχα και τις μπότες του. Κάποτε πρήστηκαν τα πόδια του και καθώς για να βγάλει τις μπότες χρειάστηκε να τις σχίσει βγήκε μαζί και το δέρμα των ποδιών του. Αυτή η φριχτή υγιεινή είχε ως αποτέλεσμα να είναι διαρκώς άρρωστος.Γέρασε πρόωρα. Σε ηλικία σαρανταδύο χρονών είχε το αίσθημα βαθιών γερατειών. Στα σαρανταοκτώ γράφει πως αν δουλέψει μια μέρα πρέπει να αναπαυθεί τέσσερις.
Περισσότερο κι από το σώμα του όμως υπέστη τις συνέπειες αυτής της ζωής και της καταναγκαστικής δουλειάς το πνεύμα του. Τον έτρωγε η απαισιοδοξία. Ζούσε, όπως λέγει ο ίδιος” σε μια κατάσταση μελαγχολίας ή μάλλον τρέλλας”. Η τρομερή δουλειά που είχε καταδικάσει τον εαυτό του να κάνει μέχρι τα 90 του χρόνια, χωρίς μιας μέρας ανάπαυση και πραγματική ζωή, δεν του στάθηκε αρκετή για να πραγματοποιήσει τα μεγάλα του σχέδια..Κι όταν στο τέλος του πια κοίταξε με πίκρα τη ζωή που είχε διαβεί, τις προσπάθειες, τα έργα του άλλα ατέλειωτα, άλλα κατεστραμμένα και ασυμπλήρωτα, δεν είχε καν την παρηγοριά να πει στον εαυτό του πως είχε κάνει ό,τι έπρεπε, ό,τι θα μπορούσε να κάνει. Η ζωή του φαινόταν πως πήγε χαμένη, χωρίς χαρά. Την είχε θυσιάσει στο είδωλο της τέχνης.
Θεωρούσε τον εαυτό του νικημένο αυτός που υπήρξε ένας από τους νικητές του κόσμου.