Μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα.
“Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου” , “πύργο ενός ελληνικού αλλά και παγκόσμιου οράματος ζωής, έρωτα, πόνου, θανάτου, ελπίδας, ανάστασης” “ποίημα-θεσμός, που εγγράφεται στην ιστορία των ιδεών, των λέξεων και των εικόνων σαν μια ουσιαστική και κυρίως δημιουργική πηγή” είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που δόθηκαν στην Αμοργό, το ποίημα, που “οι σελίδες του είναι, όπως έγραφε ο Μάνος Χατζηδάκις, από ατόφιο χρυσάφι για να μπορούν να συντηρούν τόσα χρόνια το κύρος και τη δύναμη του δημιουργού του”.
Η πρώτη αλλά και τελευταία ποιητική συλλογή του Γκάτσου, λέγεται ότι γράφτηκε σε μια νύχτα απνευστί με το σύστημα της αυτόματης γραφής που χρησιμοποιούν οι υπερρεαλιστές. Υπήρξε το “μεγάλο απρόοπτο”, καθώς η εμφάνισή της ξάφνιασε με το καινούργιο που έφερνε, προκάλεσε έκπληξη, αντίδραση και σύγχυση με την κριτική να στέκει αρχικά αμήχανη και αβέβαιη αδυνατώντας να πάρει θέση για την ποιητική αξία του έργου.
H Αμοργός από τη στιγμή που γράφτηκε ακόμα και πρωτοεκδόθηκε επιτελεί με τρόπο καταλυτικό και άμεσο τον προορισμό της επηρεάζοντας,ανοίγοντας δρόμους και πετυχαίνοντας με συνοπτικούς τρόπους αυτό, που κάποια χρόνια πριν στην Ισπανία είχε κατορθώσει ο Λόρκα. Να παντρέψει το μοντέρνο, το εικονοκλαστικό, το παράλογο και αφηρημένο με το παραδοσιακό, το λαϊκό και το ανώνυμο δημιουργώντας το πειστικότερο πείραμα που έγινε στην Ελλάδα συνδυασμού υπερρεαλισμού και λαϊκού έργου. Χρησιμοποιώντας τις θεωρητικές αρχές του υπερρεαλισμού αναδεικνύει και υπογραμμίζει στοιχεία παρόντα στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Δένει δηλαδή τον παραλογισμό του υποσυνείδητου με το παράλογο και συμβολικό που ενδημεί στα παραμύθια αλλά και στα δημοτικά μας τραγούδια αντλώντας υλικό από το μύθο, τα θέματα, τις εικόνες και τα διάχυτα μοτίβα τους.
Αν και η Αμοργός κυοφορήθηκε σε δίσεκτα χρόνια δε διακρίνονται ορατές και άμεσες αναφορές στο ζόφο της εποχής ούτε γίνεται αντιληπτή πουθενά η στόχευση, συνειδητή ή ασυνείδητη, του δημιουργού της να εκφράσει μέσα από το ποίημα το πνεύμα και τη συνείδηση της εποχής του. Παρά ταύτα υπερβαίνοντας την τρομακτική πραγματικότητα, όπως αυτή εκπορεύεται από τις συνθήκες της μαύρης κατοχής και του εμφυλίου που είναι προ των πυλών, αρνούμενος την απελπισμένη νοσηρότητα που παράγει η ανεξέλεγκτη ροή των εικόνων βίας και θανάτου, που κυριαρχούν γύρω του και μέσα του, ο ποιητής δεν εγκαταλείπει την ελπίδα ενός νέου κόσμου.
“Καληνύχτα, λοιπόν. Βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα
μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα”…
Η άλλη Ελλάδα του φωτός, του έρωτα και του θανάτου, όπως αχνοφαίνεται μέσα από την Αμοργό, ανασαίνει σ ένα κλίμα μιας ιδιότυπης ποιητικής αντίστασης και επαγγέλλεται μια συμβολική επερχόμενη ανάσταση. Στην Αμοργό ο κόσμος προβάλλεται μέσα από πανέμορφες εικόνες που διαδέχεται η μία την άλλη σ ένα ταξίδι ονειρικό χωρίς να γίνεται προσπάθεια να οριστεί με ηθικής τάξεως κρίσεις και χαρακτηρισμούς. Οι αγάπες του ποιητή τραγουδισμένες πότε ως μυρτιά και πότε ως βαγιά, γαριφαλιά ή μυγδαλιά “χορεύουν μες τους καλοκαιριάτικους κάμπους πάνω σε θερισμένες καλαμιές”. Όλα παρουσιάζονται ανθρώπινα μέσα στο φυσικό τους χώρο. “ Δεν υπάρχει ούτε ίχνος δράματος ή δέους ή διδαχής στην Αμοργό. Ο Γκάτσος είναι ο μόνος σύγχρονος Έλληνας ποιητής που δε θέλησε ούτε για μια στιγμή να σώσει τον κόσμο με προσευχές”. Κι αυτό γιατί ο ποιητής ξέρει ότι ποτέ καμιά σωτηρία δεν έρχεται απ έξω κι ότι ο άνθρωπος με τ ανθρώπινα και μόνο χαρακτηριστικά του μπορεί να γίνει κύριος της δικής του μοίρας και δημιουργός της ιστορίας του κόσμου όλου.
Άραγε επειδή μετά την Αμοργό ο Γκάτσος δεν έγραψε άλλο ποίημα, ο Γκάτσος έπαψε να είναι ποιητής; Κι όλοι αυτοί οι έξοχοι στίχοι των τραγουδιών που ξαναζωντάνεψαν την ελληνική γλώσσα και γέμισαν τη ζωή μας με ομορφιά κι απέραντη ευαισθησία δεν αποτελούνε ποίηση; Ο Γκάτσος με τα υπέροχα τραγούδια του μπορούμε πραγματικά να πούμε ότι έκανε δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στην ποίηση και στη στιχουργική, ότι σχεδόν τα κατάργησε.
Αμοργός
(απόσπασμα)
Ξύπνησε γάργαρο νερό ἀπό τη ρίζα τοῦ πεύκου
νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν
καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ
καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας.
Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου
εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων.
Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς
κανεὶς δε σταματά ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου
μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση
θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς
θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων
καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι.
Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη
ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της
κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς
οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια.
Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι
μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε
καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο
αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ
καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια, θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ,
θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια,
θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς,
θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα
ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ
μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν
καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ
τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει
τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ
τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους
στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες
καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα.
Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια
γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ
κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της
ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι
κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερηπαρηγοριὰ
καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο
καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα.
Καληνύχτα λοιπὸν
βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα
μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα.
Νίκου Γκάτσου
Απόσπασμα από το “Αμοργός”