image_print

Απρίλης, ο μήνας της γέννησης και του θανάτου μιας ιδιαίτερης ποιητικής φωνής μιας εξ ίσου ιδιαίτερης και ξεχωριστής γυναίκας, μάλλον “εξόριστης από την εποχή της”, που αρνήθηκε μ όλη τη δύναμη των νιάτων της να συμβιβαστεί σ ένα κατασκευασμένο ψεύδος ηθικής, ζωής, ευτυχίας.

Ηγετική μορφή της ρομαντικής ποίησης και της γενιάς του Μεσοπολέμου η Μαρία Πολυδούρη πέρασε σαν μετέωρο αφήνοντας λυρικές κραυγές εκρηκτικού πάθους που κάποτε γινόταν θρήνος και σπαραγμός,εξομολογητικής ειλικρίνειας, απροσποίητης αθωότητας. Έδωσε έργο έντονου συναισθηματικού πλούτου, στο οποίο αποτυπώνονταν τόσο οι κραδασμοί της εξωτερικής πραγματικότητας όπως μεταφράζονταν από την καθαρά προσωπική και αντισυμβατική της ματιά όσο και τα γεγονότα του εσωτερικού της κόσμου μ’ όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση. Ζωή και ποίηση αλληλοτροφοδοτούνταν συνεχώς σε τέτοιο βαθμό που τελικά να μη ξεχωρίζονται. Έγραψε κάποια από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα και έζησε με πάθος τον έρωτα σ’ όλες του τις μορφές και εκδοχές. Ερωτευμένη με ό,τι ωραίο, δυνατό και αληθινό συναντούσε στη ζωή της, αρνούμενη να συμβιβαστεί με την ασφάλεια του λίγου και τη λογική του μέτρου δε δίσταζε να παραδοθεί στον πόνο, να τσουρουφλιστεί ακόμα και να καεί προκειμένου να το βιώσει σ’ όλη του έκταση, σ’ όλο του το βάθος.

Ο πόνος, έγραφε εξομολογητικά, εἶναι τὸ φριχτὸ καὶ τὸ μεγάλο δῶρο. Νὰ τὸν δεχτῆς γιὰ νὰ στραγγίσης τὴ ζωὴ ὡς τὴν τελευταία σταγόνα. Νὰ τὸν δεχτῆς γιὰ νὰ παλαίψης, ὁ ἀγώνας εἶναι ἡ ζωή. Ἡ ἀντίδρασή σου σὲ κάθε χτύπημα εἶνε μιὰ νίκη, ὅσο κι ἂν χάνεις λίγο λίγο ἔδαφος, γιατί βέβαια ἐσὺ θὰ ἐξαντληθῆς ὄχι ἡ ζωή. // Μὰ αὐτὴ ἡ ἀπεγνωσμένη προσπάθεια, τὸ κατανάλωμα τῆς ψυχῆς μας, τῆς ζωῆς μας ὅλης, τί ἀφάνταστα φριχτὸ καὶ τί σεμνὰ μεγαλειῶδες!”

Ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη την ενέπνευσε να γράψει υπέροχα λυρικά ποιήματα άχρονης επικαιρότητας.

Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες

στά περασμένα χρόνια.

Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα

καί σέ βροχή, σέ χιόνια,

δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.

Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου

μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,

μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο

κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,

μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.

………

Σε μια αντροκρατούμενη κοινωνία βαθύτατα υποκριτική και συντηρητική η Πολυδούρη δε δίστασε ούτε στιγμή να αναμετρηθεί μαζί της προσπαθώντας να της επιβληθεί. “Έπαιζε γροθιές με την κοινωνία” έγραψε γι αυτήν η Λιλή Ζωγράφου. Και δεν το ‘κανε μόνο για τον εαυτό της. Η ίδια έλεγε: “Αμύνομαι για όλες τις γυναίκες του κόσμου, που ζούνε φυλακισμένες και με καταπιεσμένη προσωπικότητα. Η εποχή μου μου δημιουργεί τεράστια ευθύνη. Έχω να παλέψω για τόσα πράγματα.”

Έζησε όμως πολύ λίγο και δεν πρόλαβε. Έφυγε στα 28 της μόλις χρόνια χτυπημένη από τη φυματίωση. Αρνείται τον αργό και βασανιστικό θάνατο που επιφύλασσε την εποχή εκείνη αυτή η αρρώστια επιλέγοντας με μια ένεση μορφίνης που δέχτηκε να της κάνει ένας αγαπημένος της φίλος το τέλος που είχε προφητεύει η ίδια σ ένα της ποίημα: “Θα πεθάνω μια αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη “

Ήρθε στη ζωή στη μία του Απρίλη κι έφυγε από αυτή στις 28. Η ίδια καθώς υπήρξε μια απροσάρμοστη της ζωής, την οποία πολύ όμως αγάπησε, προτρέπει:

«Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι, αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική που ’ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε στιγμή τραγούδι…

Με αγάπη 

Μαρία Πολυδούρη

(Απόσπασμα από «Μια Επιστολή» – «Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα…»)

Τι θέλει τούτη η Άνοιξη…

Σαλεύουν

αόρατα, πανάλαφρα

των δέντρων τα κλαδιά.

Τι θέλει η μυρωδιά

που μας χτυπά απαλότατα

με αμυγδαλιάς ανθόκλωνο

την καρδιά…

(Μια νέα περνά ζυγίζοντας

στα δάχτυλα

ένα κορμί, φτερό.

Κι’ όπως σιεί ρυθμικά

μια κατάλευκη ομπρέλλα,

είναι πουλί.

Ένας νέος αράθυμος

συλλογιέται γλυκά,

σα να πέρασε πλάι του

πεταλούδα μυρόβολη,

το φιλί).

(Τρέμει κάτι το αδύναμο

κι’ όλο μένει

σαν κουτσό… κοντοφτέρουγο…)

Λυπημένη

τη ματιά μας ρουφά

το ανοιξιάτικο απόγευμα

και χλωμαίνει.

Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα

στη γαλήνη

και σα λυγμός παράφορος.

Ένα πιάνο ξεσπά

το δικό μας εναντίωμα

με κλειστό στόμα.

Τι θέλει πάλιν η Άνοιξη…

Τι να μας φέρει ακόμα.

Μαρία Πολυδούρη ( Ηχώ στο χάος , 1929)

Ο Απρίλης είναι ο μήνας της γέννησης και του θανάτου της Μαρίας Πολυδούρη ( 1 Απριλίου 1902 – 29 Απριλίου 1930)

Ακούμε την Ελευθερία Αρβανιτάκη στο τραγούδι “γιατί μ’ αγάπησες” της Μαρίας Πολυδούτη

image_print