image_print

Θεσσαλονίκη, 9 Μάη του 1936. Ακόμη μια μέρα ορόσημο, μια μέρα ιερής μνήμης στο εικονοστάσι των αγώνων του λαού μας.

Ήταν τότε που 150.000 εργάτες και αγρότες συγκεντρώθηκαν απ΄ όλη τη Βόρεια Ελλάδα για να διαδηλώσουν για τις άθλιες συνθήκες της ζωής τους και της εργασίας τους. Η καπνεργατική απεργία, που κηρύσσεται στη Θεσσαλονίκη, είχε γενικευτεί σε πανεργατική από τις 8 Μαΐου. Τα καταστήματα στη συμπρωτεύουσα είχαν κλείσει και οι διαδηλωτές απ’ όλες τις φτωχογειτονιές σαν ποτάμι ορμητικό είχαν χυθεί στους δρόμους και στις πλατείες πλημμυρίζοντας την πόλη. Τότε ακριβώς βρήκαν την ευκαιρία να χτυπήσουν, όσοι προετοίμαζαν τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Οι διαδηλωτές πυροβολούνται αλύπητα από τη χωροφυλακή και τους παρακρατικούς. Το αίμα των δολοφονημένων εργατών βάφει τους δρόμους.

Το κύμα της οργής και της αγανάκτησης είχε φουσκώσει ήδη από καιρό. Η διεθνής κρίση του καπιταλισμού του 1929 είχε ως συνέπεια για την Ελλάδα μεταξύ άλλων και τη μείωση στο ελάχιστο των εξαγωγών, κυρίως των καπνικών, με τραγικά αποτελέσματα για την οικονομία της Βόρειας Ελλάδας και για τη ζωή των καπνεργατών που βουτήχτηκε στην απόλυτη φτώχεια και ανέχεια. Το εργατικό κίνημα εν τω μεταξύ έχει περάσει σε μια νέα φάση ανόδου, καθώς οι αγώνες της εργατικής πρωτοπορίας αγκαλιάζονται από συνεχώς πλατύτερα λαϊκά στρώματα που συσπειρώνονται δίπλα στο μαχόμενο προλεταριάτο.

Από τις σφαίρες που ρίχτηκαν από τους χωροφύλακες πρώτος έπεσε νεκρός ο νεαρός κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Την επόμενη μέρα η φωτογραφία της μάνας του νεκρού να θρηνεί πάνω στο άψυχο κορμί του γιου της, δημοσιευμένη στο Ριζοσπάστη, περνάει στην αιωνιότητα μέσα από τους στίχους του Επιτάφιου.

Ο Γιάννης Ρίτσος συγκλονισμένος απ΄ αυτή τη σκληρή εικόνα κλείνεται στη σοφίτα του στην οδό Μεθώνης και για δυο μερόνυχτα γράφει-γράφει χωρίς να τρώει και χωρίς να κοιμάται, ώσπου εξαντλημένος παθαίνει αιμόπτυση και βάφει τον Επιτάφιο και με το δικό του αίμα.

“Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω”

Ο θρυλικός Επιτάφιος γεννιέται. Αυτός που συνδέει στη λαϊκή συνείδηση τη μάνα του ηρωικού εργάτη και το σύγχρονο ανθρώπινο θρήνο με τη μητέρα του Χριστού και το θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής ξυπνώντας στη μνήμη μυρωδιές από βιολέτες και πασχαλιές, εικόνες από λιτανείες με επιτάφιους. Και η Ανάσταση; Παρούσα, όχι όμως ως μυστικιστικό στοιχείο αλλά ως πραγματικότητα του κόσμου ετούτου, που δε θα τη φέρει η θυσία ενός θεού αλλά η θυσία του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Και τί σύμπτωση !

Και οι δυο μανάδες βιώνουν τον υπέρτατο πόνο της απώλειας την Άνοιξη, όταν «μάγεμα είναι η φύση κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη…

Ο Γιάννης Ρίτσος αναδεικνύει την επιλογή της πάλης και της θυσίας για την πραγμάτωση του ιδανικού της ελευθερίας, μιας θυσίας που δεν αποτελεί άρνηση της ζωής αλλά αντίθετα κατάφασή της μέσα από την προσφορά της και το μοίρασμά της στους πολλούς.

Ο Επιτάφιος κυκλοφόρησε στις 8 Ιουνίου του 1936 από τον εκδοτικό του Ριζοσπάστη σε 10.000 αντίτυπα, που έγιναν ανάρπαστα και ενώ ετοιμαζόταν και δεύτερη έκδοση ήρθε η δικτατορία του Μεταξά για να ρίξει τα τελευταία 250 αντίτυπα στην πυρά σε μια ειδική τελετή που στήθηκε μπροστά στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Πότε όμως οι φλόγες της πυράς κατάφεραν να σταματήσουν την πορεία της ιστορίας προς τα μπρος; Όσο κι αν προσπάθησαν, ο ποιητής μ΄ αυτό το μοναδικό σε κάλλος θρήνο και δοξαστικό μαζί κατάφερε να μνημειοποιήσει τη θυσία της μέρας εκείνης του Μαγιού και να την περάσει στη συλλογική μνήμη. Ο Επιτάφιος αποτελεί πια κοινό χτήμα, ψυχική περιουσία του λαού μας, μια πολύτιμη διαθήκη.

Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου. (Απόσπασμα)

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης

Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια

Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας

 

 

 

 

image_print