“Η απάντηση είναι ο άνθρωπος. Όποια κι αν είναι η ερώτηση” Αυτό έγραφε και υποστήριξε με το έργο του και τη ζωή του ο αντιστασιακός,ο μαχητής της ελευθερίας, ο στρατευμένος κομμουνιστής,ο πρωτεργάτης του υπερρεαλισμού,ο πεζογράφος, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος, ο μεγάλος των γαλλικών γραμμάτων Λουί Αραγκόν,
που γεννήθηκε στο Νεγύ το 1897 και σφράγισε με την παρουσία του τη λογοτεχνική ζωή της χώρας του. Τα ποιήματά του για ελευθερία, αγώνα και αντίσταση τα έριχναν σε προκηρύξεις τα συμμαχικά αεροπλάνα στην κατοχική Γαλλία για εμψύχωση και κάλεσμα σε πάλη κατά του κατακτητή, κατά του φασισμού. Δίπλα στον λαό του και σ όλους τους λαούς που μάχονταν για τη λευτεριά και την αξιοπρέπειά τους ο Αραγκόν ήταν από τους διανοούμενους με παγκόσμιο κύρος και αναγνώριση που στάθηκε στο πλευρό των αγωνιζόμενων Ελλήνων, αυτών που διώχτηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν για μια καλύτερη και δικαιότερη ζωή. “Είστε οι σύντροφοί μου .Αυτό ήταν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω. Ήταν για μένα χρέος τιμής”, απαντούσε εκφράζοντας την αλληλεγγύη του στον όπου γης αγωνιζόμενο άνθρωπο.
Αρνούμενος την ηρεμία και την ασφάλεια του γνωστού και του γενικά παραδεκτού ο Αραγκόν ψάχνει μέσα από τη βάσανο της αμφιβολίας, της αποδόμησης και της ακύρωσης κάθε βεβαιότητας την καινούργια του κάθε φορά αλήθεια τολμώντας κάθε στιγμή την αναχαρτογράφηση του παλιού του κόσμου με έπαθλο την κατάκτηση ενός καλύτερου.
Διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Λουί Αραγκόν
“Μ’ ανοιχτά χαρτιά”
…
Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι»
ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΑ ΠΑΝΤΟΤΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ. Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα. Κι αν ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάζω εκείνους εκεί τους ανθρώπους, δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτούς, δεν μπορώ να πω εγώ, χωρίς αυτούς.
ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ με την αλήθεια στην κούνια τους, που δεν ξεγελάστηκαν ποτέ τους, που δεν τους χρειάστηκε να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα σε ολόκληρη τη ζωή τους, επειδή από τότε που ήταν ακόμα στις φασκιές είχαν κιόλας φτάσει. Ξέρουν ποιο είναι το καλό, πάντοτε το ήξεραν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΑΥΣΤΗΡΟΤΗΤΑ και την περιφρόνηση που τους δίνει η θριαμβευτική τους σιγουριά πως έχουν δίκιο. Δεν τους μοιάζω. Εμένα η αλήθεια δεν μου αποκαλύφθηκε στα βαφτίσια μου, δεν τη βρήκα ούτε από τον πατέρα μου ούτε από την κοινωνική τάξη της οικογένειάς μου. Ό,τι έχω μάθει μου κόστισε ακριβά, ό,τι ξέρω το έχω με δικές μου δαπάνες.
ΔΕΝ ΕΧΩ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΣΤΩ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ που να μην τη σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας, του άγχους, του ιδρώτα, της οδυνηρής εμπειρίας. Έτσι νιώθω σεβασμό γι’ αυτούς που δεν ξέρουν, γι’ αυτούς που ψάχνουν, που ψηλαφούν, που σκοντάφτουν.
ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΗ, αυθόρμητη, αισθάνομαι βέβαια έναν κάποιο θαυμασμό, αλλά, ομολογώ, πολύ λίγο ενδιαφέρον.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουί Αραγκόν,
Μ’ ανοιχτά χαρτιά,
εκδ. Θεμέλιο,
μετάφραση του Τίτου Πατρίκιου.