image_print

Πρωτομαγιά του ’44

Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα

με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη

όποιος και να ΄σαι, όθε και να σαι κι ό,τι άνθρωπος να σαι!

Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος, φτωχόπαιδο

που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις τον αδελφό σου αντίκρα σου

με μάνα εσύ κι εκείνος!

Ετούτ΄η μάντρα αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.

Σ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.

Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κι έξω

που αράδιασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους

και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος

όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παλληκάρια

Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα

μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και με τραγούδι

Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνω απ όλους

κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.

Κ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κι έξω

Κόλλα τ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα

Στον κάτου κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν

κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους

δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται

παρά που τους προδώσαν απορρίματα δικά μας.

Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες

που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν

και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!

Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!

Απ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι

θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κι η λεφτεριά του ανθρώπου.

Κι είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.

 

Κώστας Βάρναλης

image_print