image_print

Ένα παράθυρο στην ιστορία ανοίγει για μας ο Βάρναλης και μάλιστα σε μια εποχή με πολλές αναλογίες με τη σημερινή. Η κοσμοκρατόρισσα Ρώμη την εποχή της παρακμής της, της έσχατης εξαχρείωσης των αρχόντων και της έσχατης εξαθλίωσης των αρχομένων, όταν οι περήφανοι Ρωμαίοι πολίτες της res publica είχαν ξεπέσει και είχαν μετατραπεί σε όχλο χυδαίο και διεφθαρμένο . Και είχε φροντίσει η άρχουσα τάξη της εποχής γι αυτό, καθώς η διαφθορά και η αλλοτρίωσή του, η μοιρολατρία και η παθητικότητά του ήταν απαραίτητη για την επιβολή και τη διατήρηση της κυριαρχίας της. Φαυλοκρατία, ρουσφέτι, εξαγορά, σαπίλα, ψεύδος, απάτη, ασυδοσία, ωμή βία, έλλειψη κάθε ηθικού φραγμού, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν συστήματα ιστορικά καταδικασμένα και ξεπερασμένα, που έχουν σαπίσει και πρέπει να γκρεμιστούν.
Από το ξεσκέπασμα των περασμένων, γράφει ο Βάρναλης, μπορούμε να δούμε τα σκεπασμένα τωρινά. Η Ρώμη βρισκόταν στην παρακμή της , όπως ακριβώς ο σημερινός κεφαλαιοκρατικός κόσμος. Και από τις ιστορικές αναλογίες της τότε μεγάλης ιμπεριαλιστικής δύναμης με το τώρα θα μπορέσουμε να εννοήσουμε την πορεία της ανθρωπότητας στην ιστορική της εξέλιξη και να διαγνώσουμε ποιο είναι το χρέος των ανθρώπων που μάχονται για την επαναστατική αλλαγή του κόσμου μας.

H ΦΤΩΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ

Οι δύο ανώτερες κοινωνικές τάξεις της Ρώμης, η τάξη των συγκλητικών και η τάξη των ιππέων (της πολιτικής και της οικονομικής ολιγαρχίας) όχι μόνο είχανε όλα τα προνόμια και κάθε καλοπέραση παρά και περιφρονούσανε το λαό και δε θέλανε καμμιά επαφή μαζί του. Έτσι στη Ρώμη υπήρχανε δύο πολιτείες ξεχωριστές: η πολιτεία των πλούσιων και η πολιτεία των φτωχών. Οι αριστοκράτες κατοικούσανε ψηλά στον Παλατίνο λόφο, όπου αργότερα οι αυτοκράτορες θα χτίζανε τα ανάκτορά τους , που από το όνομα του λόφου ονομαστήκανε παλάτια. Η φτωχολογιά κατοικούσε κάτου στις γούβες κι εκεί είτανε η πολιτεία των “παριών”!

Οι πρώτοι είχανε ιδιόχτητα και πολυτελή μέγαρα με κήπους θαυμαστούς, άλογα, αμάξια, πολυάριθμη υπηρεσία κλπ. Και οι δεύτεροι κατοικούσανε σε λαϊκές πολυκατοικίες, που λεγότανε “νησιά”, γιατί απ’ όλες τις πλευρές χωριζόντανε από τ΄ άλλα σπίτια με δρόμους και λάσπες ή σκόνες, όπως χωρίζονται τα νησιά με το νερό της θάλασσας. Οι πολυκατοικίες των φτωχών είχανε τρία ως τέσσερα πατώματα με μικρά δωμάτια, που φωτιζόντουσαν από μικρά παραθυράκια. Αυτές τις πολυκατοικίες τις χτίζανε και τις εκμεταλλευόντανε εταιρίες κεφαλαιούχων. Εκεί μέσα σωριαζόντανε οι φτωχοί και φυσικά μόνο για να τρώνε και να κοιμούνται. Αυτά τα μπουντρούμια δεν είτανε να τα κατοικεί κανείς. Δε θέλει ρώτημα , πως αυτές οι πολυκατοικίες οι προορισμένες για το φτωχό και χτισμένες από κείνους που περιφρονούσανε το λαό και τον θεωρούσανε ζώο, είτανε κακά χτισμένες. Με το σώριασμα πολλών ενοίκων σ΄ αυτά τα παλιόσπιτα και με το πέρασμα του καιρού και την έλλειψη επισκευών , γκρεμιζόντανε και πλακώνανε τον κοσμάκη τους! Ο Κράσσος ο Πλούσιος δεν έχανε την ευκαιρία. Όπως αγόραζε για ένα κομμάτι ψωμί τα καμμένα σπίτια, έτσι αγόραζε και τα γκρεμισμένα ή τα ετοιμόρροπα μαζί με τα τριγυρινά οικόπεδα. Κι έτσι μ΄ αυτή του τη μηχανή η μισή Ρώμη είχε γίνει χτήμα του.

Ο λαός λοιπόν κατοικούσε μέσα σε παλιόσπιτα, στη βρώμα, στο σκοτάδι, στην αρρώστια και στα ζωύφια. Αλλά τί έτρωγε; Ψωμάκι και χόρτα, κυρίως κουκιά και κρεμμύδια. Λαός λιτοδίαιτος θα λέγανε με εθνική υπερηφάνεια οι πλούσιοι αγιογδύτες του καιρού εκείνου, “λιτοδίαιτος”, γι αυτό και πατριώτης!

Μέσα στη Ρώμη υπήρχανε 500.000 φτωχοί. Οι πλούσιοι δεν ξεπερνούσανε τις 2.000. Οι αναλογίες είναι σαν τις σημερινές, αν δεκαπλασιάσεις τους φτωχούς. Κι αφού το ψωμάκι είτανε η βάση της διατροφής του λαού, έπρεπε η πολιτεία για να αποφεύγει εσωτερικές ανωμαλίες από τα κάτω να κρατάει γεμάτες σιτάρι τις αποθήκες της για να ‘χει να μοιράζει στον πεινασμένο λαό. Κάθε λαϊκός άνθρωπος ήθελε την ημέρα ενάμιση κιλό σιτάρι. Η Ιταλία όμως δεν έκανε δημητριακά. Γιατί οι μεγάλοι γαιοχτήμονες είχανε γίνει τραπεζίτες και δημοσιώνες και δεν ξοδεύανε τα λεφτά τους για παραγωγικά έργα….Οι μεγάλοι τσιφλικάδες δεν εννοούσανε να πονοκεφαλάνε αυτοί και να ληστεύονται για το χατίρι του παλιολαού! Προτιμούσανε λοιπόν να νοικιάζουνε τα χωράφια τους για βοσκοτόπια στους τσελιγγάδες. Έτσι είχανε μεγαλύτερο και ακόπιαστο εισόδημα παρά αν σπέρνανε τα χωράφια τους.

Από πού λοιπόν προμηθευότανε το χρειαζούμενο για το λαό σιτάρι η πολιτεία; Από τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Αφρική….Ήτανε ο λαός των επαρχιών που δούλευε και για το λαό της Ρώμης και για τους πλούσιους της Ρώμης. Το πρόβλημα της διατροφής του λαού είτανε πολύ σοβαρό για την ύπαρξη του κράτους. Γιατί βέβαια και το κράτος και οι άρχοντες περιφρονούσανε το λαό, όμως αν αυτός ο λαός δεν είχε να φάει, γινότανε θηρίο πολύ επίφοβο! Άλλωστε το λαό τον είχαν διαφθείρει και κακομάθει οι ίδιοι οι πολιτικοί. Οι νικητές στρατηγοί όταν επιστρέφανε από την εκστρατεία κουβαλούσανε πολύ σιτάρι κλεμμένο από τις ξένες χώρες και το μοιράζανε στο λαό δωρεάν, για να γίνουνε δημοφιλείς και να κερδίσουνε την ψήφο του…(…) Πάντως αυτό το σύστημα της δωρεάν τροφοδοσίας του λαού είχε μεγάλες οικονομικές και ηθικές συνέπειες και για την πολιτεία και για το λαό. Η πολιτεία ξόδευε πολλά κι ο λαός δε δούλευε, μα πουλιότανε ή έκαμνε ταραχές Ο λαός της Ρώμης απέφευγε τη δουλειά. Όλα τα επαγγέλματα τα θεωρούσανε ατιμωτικά. Κάθε πλούσιος ό,τι του χρειαζότανε το είχε από τους δούλους. Όλα: ρούχα, παπούτσια, βούτυρα, λάδια, τυριά, έπιπλα, μαγειρικά σκεύη… Επομένως, όταν “ελεύθεροι” άνθρωποι του λαού φκιάνανε τέτοια πράγματα ξεπέφτανε στην τάξη των δούλων. Όλη η πνευματική ηγεσία της Ρώμης: ιστορικοί, φιλόσοφοι, ποιητές έχουν όπως κι όλοι οι αριστοκράτες την αίσχιστη ιδέα για το λαό. Κανένας απ΄αυτούς ούτε μιλεί, ούτε τον λογαριάζει, ούτε τον προσέχει… Ωστόσο υπήρχε λαός πολύς που δούλευε για να ζήσει. Ψωμάδες, ραφτάδες, τσαγκάρηδες, τσουκαλάδες κλπ. φτωχοδουλεύανε δίπλα στους δούλους, χωρίς να νιώθουνε γι αυτούς επαγγελματική αντιζηλία. ….Αλλά με τον καιρό οι επαγγελματικές συντεχνίες γενήκανε πολιτικές λέσχες. Επομένως πραχτορεία αγοραπωλησίας ψήφων. Οι αριστοκράτες διαφθείρανε το λαό των πιο φτωχών συνοικιών της κοσμούπολης. Κι όταν συλλογιέται κανείς πως στη Ρώμη δεν υπήρχε δημόσια ασφάλεια και οι κακοποιοί δουλεύανε ατιμωρητί και όλη η ύπαιθρος εληστοκρατούνταν , τότε θα καταλάβει τη δυστυχία του φτωχολαού που και να ‘θελε να να δουλεύει και να καλλιεργεί , δεν είτανε βέβαιος αν θα προφτάσει να πουλήσει τα προϊόντα του. Είτανε λοιπόν δουλειά πιο σίγουρη να πουλιέται, να κάνει το μπράβο και να σκοτώνει ή να ληστεύει παρά να εργάζεται. Η ολιγαρχία των πλουτοκρατών δε φρόντιζε να προστατεύει τους δουλευτάδες και τα προϊόντα της δουλειάς τους. Αφού είτανε παλιολαός!

image_print