Ο Κώστας Καρυωτάκης, που γεννήθηκε στις 11 Νοέμβρη 1896 και πέθανε στις 21 Ιούλη 1928 υπήρξε ένας μεγάλος ποιητής και ένας τραγικός άνθρωπος, που έζησε σ ένα διάχυτο κλίμα μελαγχολίας, υπαρξιακού αδιεξόδου, έντονου ανικανοποίητου και αδυναμίας αποδοχής της πραγματικότητας, καταστάσεις που τελικά τον οδήγησαν στον αναχωρητισμό και στην άρνηση της ίδιας της ζωής. “Παράξενο παιδάκι γερασμένο”, χαρακτηρίζει τον εαυτό του αυτός ο πολύ μοναχικός άνθρωπος με τον τόσο έντονο ψυχισμό και την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία, που τη φανερώνει ο ίδιος στο τελευταίο του σημείωμα πριν φύγει για το στερνό ταξίδι : “…Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική… πληρώνω για όσους, όπως εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν έρμαια των δισταγμών τους ή θεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία…” Το αποκορύφωμα της τραγωδίας του ήταν πως ούτε η ποίηση κατάφερε να γίνει τελικά η σωτηρία του.
Αυτοειρωνευόμενος και αντιμετωπίζοντας ακόμα και τα πιο γνήσια συναισθήματα του με δυσπιστία έδωσε στο μεγάλο και κοινό σ όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις ερώτημα ” ποιο είναι το νόημα της ζωής; ” τόσο με τους σαρκαστικούς και πικρά οδυνηρούς στίχους του όσο και με την απόφασή του να βάλει ο ίδιος το πρόωρο τέλος του, την απάντηση πως νόημα δεν υπάρχει.
Καθώς πέρασε τα καλύτερα του χρόνια κλεισμένος μέσα σε τοίχους δημοσιοϋπαλληλικών γραφείων πνίγηκε από τις αναθυμιάσεις της γύρω του πεζότητας, από την υποκρισία και τον ατομικισμό που αποτελούσαν τις επικρατούσες γύρω του άξιες. Πώς θα μπορούσε όμως η ευγενική αυτή ψυχή να γίνει συμμέτοχη σε μια τέτοια αθλιότητα; Αϊτή ακριβώς η άρνησή του να υπηρετήσει τους κυρίαρχους κύκλους, τού κόστισε θέσεις και αξιώματα και τον κατέστησε αποσυνάγωγο και απόβλητο απ ό,τι αποτελούσε τότε κοινωνικά αποδεκτό.
Ο Καρυωτάκης αντέδρασε στα καθιερωμένα είδωλα του αστικού κόσμου και τα πολέμησε με το ήθος και την αξιοπρέπεια ενός όρθιου και μη εξαγοράσιμου ανθρώπου. . Η ετσιθελική έξοδός του από τη ζωή ήταν το σπάσιμο των δεσμών από ένα κόσμο που του ήτανε στενός και δε χωρούσε τις ευαισθησίες και τα τραγικά αδιέξοδα μιας μεγάλης ψυχής.
Δεν είχε προλάβει ή δεν είχε μπορέσει να ακούσει το μήνυμα των νέων καιρών. Δεν είχε πιστέψει στη δύναμη του αγώνα των πολλών ασυμβίβαστων ανθρώπων που μπορούν να χτίσουν με την απόφαση και την πράξη τους έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο και γι αυτό δεν άνθησε στην καρδιά του η ελπίδα και το όνειρο που δίνουν ουσία και αξία στη ζωή.
Το αντιπολεμικό “Μιχαλιός” και το επαναστατικό του “Υποθήκες” είναι δείγματα αριστουργηματικά μιας σάτιρας ανατρεπτικής που εμπεριέχει όχι ηττοπάθεια και μοιρολατρία αλλά θέση και κατάφαση ζωής.
Παραμονές της εκστρατείας στην Μικρά Ασία ήταν όταν δημοσιεύεται το ποίημά του “Μιχαλιός”. Σε στιγμές ηρωικής έξαρσης όπου το κλίμα είναι ενθουσιώδες και πανηγυρικό, καθώς η Μεγάλη Ιδέα, πάνω στην οποία υφάνθηκε η εθνική συνείδηση και στηρίχθηκε η εξωτερική πολιτική του κράτους,επιτέλους αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά, ο Καρυωτάκης δε διστάζει μ’ αυτό του το ποίημα να έρθει αντιμέτωπος με το πνεύμα του εθνικιστικού παραληρήματος και του άκρατου μεγαλοϊδεατισμού που επικρατούσε απ άκρου σ άκρο στην Ελλάδα.
Ο “Μιχαλιός” του δεν έχει τα ηρωικά χαρακτηριστικά του γενναίου πολεμιστή, που θα κατατρόπωνε τον εχθρό στα πεδία των μαχών. Δεν είναι το πρότυπο του στρατιώτη, που είχε ανάγκη η κρατική προπαγάνδα. Δεν είναι ο βολικός εθνικός ήρωας. Αντίθετα είναι ο τύπος του αντιήρωα, του καλοκάγαθου ανθρωπάκου που προτιμάει από τα φουσέκια του πολέμου τη γαλήνια ζωή του χωριού του, από τον τιμητικό υπέρ πατρίδας θάνατο όλα τα απλά και καθημερινά που συνιστούν τη φυσική λογική της ανθρώπινης ζωής, αυτή τη λογική που εναντιώνεται με σφοδρότητα στον απόλυτο παραλογισμό που αποτελεί ο πόλεμος.
Ο Μιχαλιός
Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Kαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Mαρή και με τον Παναγιώτη.
Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Kυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
Tον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Eκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να ’λεγε, σαν να παρακαλούσε:
«Aφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Kι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Tον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Mαρής κι ο Παναγιώτης.
Aπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος