image_print

O Παλαμάς από μόνος του είναι μια εποχή. Είναι όμως και μια εποχή της ζωής μας. Κομμάτι της πρώτης και ύστερης εφηβείας μας.

Τον ταυτίσαμε με όσα αγαπήσαμε, με την “Ελιά ” την τιμημένη και τον “Ύμνο εις την Αθηνάν” των μαθητικών μας χρόνων, με τις απαγγελίες των επετειακών μας εορτών , αργότερα με τα μεγάλα και λίγο ακατανόητα ακόμα για μας συνθετικά του έργα, το Δωδεκάλογο του Γύφτου και τη Φλογέρα του Βασιλιά, που τα γνωρίσαμε δυστυχώς μόνο αποσπασματικά και μέσα στις σχολικές αίθουσες. Και έπειτα, καθώς οι αισθητικές μας αναζητήσεις και οι ιδεολογικοί μας προσανατολισμοί μας πέρασαν σε άλλα λογοτεχνικά ρεύματα, που απαντούσαν σε πιο σύνθετες και πολύπλοκες ανάγκες τόσο δικές μας όσο και της εποχής μας, αφήσαμε πίσω το σεβάσμιο γέροντα με τα βαθιά καλοσυνάτα μάτια, που χάνονταν κάτω από τα πυκνά του φρύδια.

Έτσι νομίζαμε όμως. Ο Παλαμάς μας ακολουθούσε. Σαν τη ρίζα του μεγάλου δένδρου και σαν τη φλέβα του κρυφού νερού συνέχιζε να είναι παντού μέσα στο λαό του, σ΄ όλες τις μικρές και τις μεγάλες του ώρες.

Κι αν είμαι δέντρο, είμ’ ένα δέντρο

από χορδή και μουσική,

και τίποτ’ άλλο….

Στις χαρές και στους θρήνους του λαού μας, ο ποιητής ευαίσθητος και στοχαστικός στάθηκε δίπλα του με τις όλο γλύκα και παλμό λυρικές του συνθέσεις.

Βασανισμένε, ταπεινέ, και λυτρωμένε και ίσε!

Σε ξέρω, είναι το στόμα σου της αρμονίας κρουνιά,

θνητέ, αν δεν έγινες Θεός, άνθρωπος πια δεν είσαι,

γιατί νοείς τ’ αθάνατα και ζεις μαζί μ’ αυτά.

Αλλά και στους αγώνες του και στις θυσίες του για το δίκιο και τη λευτεριά, ο ποιητής και πάλι έγινε ο ραψωδός του δημιουργώντας για χάρη του μεγάλα συνθετικά και φαντασμαγορικά έργα. Η “Φλογέρα του Βασιλιά”, μας λέει ο ίδιος, αποτελεί την αναβίωση του ηρωικού πνεύματος, ένα τραγούδι επικό με σκοπό να συνεπάρει και να ενθουσιάσει το πνεύμα και την ψυχή των Ελλήνων, για να παλέψουν και να λευτερώσουν την πέρα από τη Θεσσαλία σκλαβωμένη ακόμα πατρίδα. Στους στίχους του με το στόμα του ποιητή μιλάει η φλογέρα του βασιλιά και περιγράφει με μια γλυκιά και τρυφερή μουσικότητα που μαγεύει, την ελληνική γη, τις πόλεις,τις θάλασσες και τα βουνά της.

Πρωί και λιοπερίχυτη και λιόκαλη είν’ η μέρα

κ’ η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι

Το φως παντού κι όλο το φως κι όλα το φως τα δείχνει

Περήφανα και ταπεινά κι όλα φαντάζουν ίδια

και της Πεντέλης η κορφή και τ’ αχαμνό σπερδούκλι

κι ο λαμπρομέτωπος ναός και μια χλωμή ανεμώνη

τα πάντα όμοια βαραίνουνε στη ζυγαριά της πλάσης.

Κι αν η Φλογέρα του Βασιλιά, που χωρίς να είναι ιστορικό έργο, υποβαστάζει όμως ιστορία τεσσάρων χιλιάδων χρόνων και αποτελεί ένα σάλπισμα προς τους νεώτερους για να αντικαταστήσουν τα κενά λόγια με την πράξη, το άλλο αριστουργηματικό ποιητικό σύνολο ο “ Δωδεκάλογος του Γύφτου” είναι η κραυγή για τη λύτρωση της ανθρωπότητας και τη δημιουργία ενός νέου γένους ανθρώπων ελεύθερων, ανώτερων και πιο ευτυχισμένων.

Με τη συμβολική μορφή του τσιγγάνου γκρεμίζονται από τον ποιητή σταθερά και αποφασιστικά όλες οι συμβατικές αντιλήψεις για τον έρωτα,την πατρίδα,τους αρχαίους και την τέχνη.

…………..

Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός

και να ξημερώσει μιαν αυγή

και να σε καλέσει ο λυτρωμός,

ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!

……………

και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί

να κατρακυλήσεις πιο βαθιά

στου κακού τη σκάλα,

για τ΄ ανέβασμα ξανά που σε καλεί

θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν ώ χαρά!

Τα φτερά, τα φτερά, τα πρωτινά σου τα μεγάλα.

Ο Παλαμάς έσκυψε στο πάτριο χώμα, έβαλε το αφτί του, άκουσε την ελληνική φωνή και τραγούδησε με πάθος τους ατομικούς καημούς και τους ομαδικούς πόθους. Τραγούδησε σ’ όλους τους ρυθμούς και σ’ όλα τα μέτρα το αιώνιο και το πρόσκαιρο, το μεγάλο και το μικρό, το προσωπικό και το γενικό.

Μα μια φορά είν’ η λεβεντιά και μια φορά είν’ τα νιάτα

και μια φορά αστραπόφεξες στη νύχτα της καρδιάς μου

Αγάπη για τον αρνητή και για τον πλάνο αγάπη.

Μέσα στο έργο του Παλαμά βρήκε θέση η ιστορία καθώς κι όλα τα στοιβαγμένα απ’ τους αιώνες πράγματα, πρόσωπα, αισθήματα, θρύλοι, παραμύθια, θρίαμβοι, καταστροφές, που βγαίνοντας στο φως του ήλιου μίλησαν με εκατό γλώσσες και φωνές για όλους τους καημούς, τα βάσανα και τα μεγαλεία του λαού μας.

Φτωχά γεννάς τραγούδια, πατρίδα, φτωχή μητέρα!

Μικρά πουλιά πετούνε μες σε κλουβί στενό

οι σταυραϊτοί γυρεύουνε ελεύθερο αέρα

κι απέραντο ουρανό.

Ο λυρισμός του Παλαμά ακουμπάει θεματικά στον έρωτα και στο θάνατο, στους δύο από καταβολής κόσμου καταγωγικούς πόλους κάθε λυρισμού δίνοντάς μας μερικά από τα αισθαντικότερα και τρυφερότερα ποιήματα, που έχουμε στη γλώσσα μας.

Δεν ξέρω εγώ κανένα θεό Χρέος.

Ένα θεό εγώ ξέρω την Αγάπη

Αγάπη, από το χρέος σου είμαι ωραίος.

……………

Έρωτα εσύ μονάρχη και γενάρχη!

Εσύ τυφλή και η μοίρα. Εσύ και η Πρόνοια.

Ό,τι δεν αγαπάμε δεν υπάρχει.

(Σατιρικά Γυμνάσματα,1912)

Χοϊκός και γήινος, ειδικά στα χρόνια της ωριμότητας και του γήρατος, γίνεται υμνητής“του ανείπωτου πόθου”

Το τραγούδι των άσπρων μαλλιών

Σα να σε βλέπω για πρώτη φορά

κάθε φορά που είσαι μπρος μου,

λάμπανε κι άλλη φορά έτσι χλωρά

τ’ άνθια, τα νιάτα του κόσμου;

Πάντα σε βλέπω για πρώτη φορά

κι άσπρα είναι πια τα μαλλιά μου

………..

Τάχα νεοφώτιστος τώρα

πρώτη φορά και λατρεύω;

Μες στην αφάνταστη χώρα

εγώ ο αγύρευτος, πώς σε γυρεύω;

Ο Παλαμάς υπήρξε πρωτοπόρος, καταλύτης και δάσκαλος. Συγκροτώντας και περιφρουρώντας με το γερό, καθοδηγητικό του χέρι τις πραγματικές και γόνιμες αξίες αυτού του τόπου, χτύπησε αποφασιστικά και αλύπητα με την ποιητική του σαΐτα τα είδωλα και τα κίβδηλα, την ολέθρια προγονοπληξία κι όλα τα σκοταδιστικά και ανάξια, που ταλαιπωρούσαν ακόμα ένα λαό, που πάλευε να απαλλαγεί από τις συνέπειες μιας μαύρης δουλείας αιώνων.

Στους πνιγηρούς καιρούς των “ Ευαγγελικών” και των “Ορεστειακών” ο Παλαμάς πήρε επάνω του τη γλώσσα του λαού του, έτσι όπως αυτή είχε διασωθεί στα δημοτικά τραγούδια, στα παραμύθια, στις παραδόσεις και στους θρύλους της λαικής λογοτεχνίας. Συνέδεσε τον Ερωτόκριτο με το Σολωμό και την εποχή του, ήρθε σε πόλεμο με τους πολιτικούς δημαγωγούς, τον πνευματικό σκοταδισμό και τους γνωστούς γλωσσαμύντορες και νίκησε. Είχε τη δύναμη και τότε ακόμα, που τον σταμάτησε ο όχλος στο κέντρο της Αθήνας με απειλές και γιουχαΐσματα, αυτός ο μικροκαμωμένος άνθρωπος με τη φυσική ασθενικότητα, να διακηρύξει μεγαλόφωνα το πολυσήμαντο και επικό εκείνο: “ Είμαι δημοτικιστής και το καυχώμαι.”

Σε ερώτηση πάλι δημοσιογράφου ποια είναι η γλυκύτερη λέξη, αυτός απάντησε: “ο Δημοτικισμός”.

“Τρέμω να φανταστώ, γράφει ο Τέλος Άγρας, τί θα ήταν η νεοελληνική μας ποίηση χωρίς τον Παλαμά. Ένα παραμύθι χωρίς γίγαντα. Μια χώρα χωρίς βουνό. Μια θρησκεία δίχως προφήτη. Μια ιστορία δίχως ήρωα.”

Ο Παλαμάς σχετικά με τα πιστεύω του δήλωνε ρομαντικός επαναστάτης και πιο συγκεκριμένα έγραφε: “ ….. έλαβα την υψηλή τιμή να διαλαλήσω προς το γένος μου το κήρυγμα του πιο περίεργου προμαρξικού σοσιαλισμού, μαγειρεμένο με χορταρικά και με κανελλογαρύφαλα ρομαντικής κοινωνιστικής φιλοσοφίας ….”

Εξάλλου θεωρούσε ότι “ο ιστορικός υλισμός έχει αναμφίβολα την αλήθεια του και δεν πρέπει να μας τρομάζει σα να ήτανε σκιάχτρο. Αν καλά κακά ξαναβγήκε η ελληνική πολιτεία με όλα της τα ελαττώματα στον ήλιο και στη ζωή και με μόνο το κίνητρο των οικονομικών προβλημάτων, ευλογημένος ο ιστορικός υλισμός .”

Στόχος μας δεν ήταν μια μελέτη πάνω στο έργο του Παλαμά – και πώς θα μπορούσε να γίνει σ’ ένα μικρό σαν αυτό σημείωμα- αλλά να ρίξουμε μια νοσταλγική ματιά σ’ ένα μεγάλο γνωστό μας άγνωστο

που είχε την αξιοπρέπεια να λέει:

        “Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί, τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού”

που είχε την αντοχή να ψάχνει μοναχός του

        για “το χάλασμα ενός άρρωστου καταραμένου κόσμου”

που είχε αγάπη δυνατή για το δουλευτή που μοχθεί για το ψωμί

………..

        Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας

        ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.

        Πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας

        και μ’ όλο το αλυσόδεμα σκάφτουν κι η γη πλουτεί.

        Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου εργάτη

        νόμοι το τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή.

που είχε στην καρδιά οργή για τα πάθη του λαού

        Κι από τα έθνη και από Καίσαρες

        πιο απάνου κι από το θέλημα

        του κάθε λαοπλάνου

        Σπάρτακε, εσένα η Νέμεση ανασταίνει.

Και που είχε το θάρρος να βροντοφωνάξει:

        Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης

        ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.

        Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.

……….

Στους δίσεχτους καιρούς που ζούμε, καλό θα είναι, για όσους από μας τουλάχιστον νιώθουμε πιο δυνατοί, όταν έχουμε δίπλα μας φωτισμένους οδηγούς, που μας προετοιμάζουν

“για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα,

π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να΄ρθει….”

και που χρειαζόμαστε τέτοια ποιήματα και τα ψάχνουμε σα μια πηγή πραγματικής ζωής, να φροντίσουμε να ξανασυναντηθούμε με τον αιώνιο έφηβο, που όλα ήταν γι αυτόν “Τέλος και Αρχή το Πάθος” και που άνοιξε μοχθώντας για πάνω από 60 χρόνια μες στο στενό ” κελί του”, όπως έλεγε το μικρό του γραφειάκι, καινούργιους δρόμους όχι μόνο στον ποιητικό μας λόγο αλλά και στην κοινωνική μας εξέλιξη.

Κίνησε τον τροχό της ιστορίας προς τα μπρος”, γράφει ο Βάρναλης, σε μιαν εποχή,που όλες οι δυνάμεις, πολιτικές, εκκλησιαστικές, πνευματικές τραβούσαν την ιστορία προς τα πίσω, καθώς ο Παλαμάς βρισκόταν με την καρδιά και με το νου σε άμεση και αδιάκοπη συνάφεια και με τα τωρινά συμβάντα και με τα μελλούμενα.”

Εάν λοιπόν ο θαλασσινός του θρύλου της γοργόνας μας ρωτήσει αν ζει ο Παλαμάς, εμείς θα του απαντήσουμε, ότι ο αληθινός Παλαμάς, ο δικός μας Παλαμάς, ζει και βασιλεύει μέσα μας και μέσα σ΄ όλους αυτούς, που λαχταρούν και παλεύουν για τη μέρα που

ο άνθρωπος ο βαριομοίρης

θα υψωθεί θριαμβευτής

σε μια γη πλατειά προφήτης

μιας πλατύτερης ψυχής.

image_print

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *