image_print

“Τόσο πίσω ο τόπος τούτος δεν μπορεί να μένει για πάντα κι ούτε μπορεί να περιμένει το φυσικό και αργό ξετύλιγμα για τούτο το ξύπνημα. Πρέπει να είναι σύντομο και γρήγορο. Σε μια στιγμή σαν τούτη, όταν σύγνεφα τρικυμίας σηκώνονται σ΄ όλα τα μέρη, πάνωθε από ένα γερασμένο κόσμο, πώς θα μπορέσει να μείνει ο τόπος τούτος αδιάφορος;” Και οι διαπιστώσεις αυτές που θα μπορούσαν δυστυχώς να είναι και σημερινές, γίνονταν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, όταν το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα ήταν ακόμα στα σπάργανα και ήταν διατυπωμένες με πόνο και αγωνία από έναν άνθρωπο που ζούσε σε πύργο με τίτλους ευγενείας από πάππο προς πάππο και δεν είχε κανέναν προσωπικό λόγο να θυμώνει και να θλίβεται γιατί “ο κόσμος είναι βουτηγμένος στο ψέμα και στην αμάθεια και δεν μπορεί να διαχωρίσει ποιο είναι το καθεαυτό συμφέρον του” και να δηλώνει συγχρόνως πως “όλες μου οι συμπάθειες είναι με το μέρος του λαού, του μικρού λαού που γελιέται και τον γελούν.” Μιλάμε για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, πρωτεργάτη του κοινωνικού μυθιστορήματος και πρόδρομο της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, που με το έργο του άνοιξε δρόμο προς το σοσιαλιστικό ρεαλισμό πολύ πριν από την καθιέρωση του όρου.
Έχοντας έρθει κατά την παραμονή του στη Γερμανία (1907-1909) σε επαφή με το έργο του Μαρξ διαμόρφωσε νέους ιδεολογικούς προσανατολισμούς για την αναμόρφωση της κοινωνίας σύμφωνα με τα αιτήματα του σοσιαλισμού. Η μόρφωση που εν τω μεταξύ είχε πάρει και λόγω του πνευματικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο είχε μεγαλώσει και λόγω της άνεσης, που του εξασφάλιζαν τα οικονομικά μέσα της οικογένειάς του, ήταν σημαντική και ουσιαστική.
Εγκυ­κλο­παι­δι­κό­τα­τα μορ­φω­μέ­νος δεν πήρε κα­νέ­να πα­νε­πι­στη­μια­κό δί­πλω­μα. Με­λέ­τη­σε φι­λο­σο­φία, ια­τρι­κή, μα­θη­μα­τι­κά, χη­μεία, αλλά ερα­σι­τε­χνι­κά. Για το κέφι του. Ήξερε δέκα ευ­ρω­παϊ­κές γλώσ­σες, τα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά και τα λα­τι­νι­κά όπως λίγοι Έλ­λη­νες και τα σαν­σκρι­στι­κά.
Στα 1909 στο Μόναχο και ύστερα από έντονες ενέργειες του ποιητή Κώστα Χατζόπουλου, ο οποίος ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ιδρύθηκε από εξέχοντες διανοούμενους, όπως ο Δ. Ταγκόπουλος, εκδότης του περιοδικού “Νουμάς”,ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, ο χαράκτης και ζωγράφος Μάρκος Ζαβιτσιάνος κ.α η Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση . Σκοπός της ένωσης, όπως αναφερόταν στο καταστατικό της, ήταν να βοηθήσει «το άπλωμα τόσο του σοσιαλισμού, όσο και της δημοτικής γλώσσας στην ελληνική κοινωνία.” Από τη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση προήλθε το Σοσιαλιστικό Κέντρο της Κέρκυρας, στο οποίο εντάχθηκε και ο Θεοτόκης.
Στην Κέρκυρα, γενέτειρα του συγγραφέα, την εποχή εκείνη υπήρχαν πολλές βιοτεχνίες μικρές και μεγαλύτερες που έδιναν δουλειά σε πολύ κόσμο με μεροκάματα όμως πραγματικά άθλια και αθλιότερες ακόμα εργασιακές συνθήκες. Στην πολιτική και κοινωνική ζωή επικρατούσε κλίμα ρουσφετολογίας, οικονομικών ατασθαλιών και βαθιάς ηθικής εξαχρείωσης. Όσον αφορά δε την κοινωνική διαστρωμάτωση του νησιού, όπως μας περιγράφει ο Τάκης Αδάμος.
“…. υπήρχε ακόμα το φεουδαρχικό αρχοντολόι, που στην πλειοψηφία του ζούσε με την ανάμνηση των περασμένων μεγαλείων του και που έφθινε καθημερινά, ανίκανο να συλλάβει την ιστορική εξέλιξη και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Δίπλα τους, υπήρχε η αστική τάξη, που διαμορφώνονταν στην πόλη και στο χωριό, παραμέριζε όλο και πιο πολύ το αρχοντολόγι από την οικονομική και κοινωνική ζωή κι εκμεταλλεύονταν το ίδιο σκληρά το μόχθο των εργατών στις φάμπρικες των αγροτών στον κάμπο, με τη βοήθεια του αντιλαϊκού, διεφθαρμένου κι ανήθικου κράτους και των πολιτικών εκπροσώπων της. Κι ανάμεσα σ’ αυτούς ο εργαζόμενος λαός βουτηγμένος στην αθλιότητα, τη φτώχεια, την αμορφωσιά, την καθυστέρηση…». Στις συνθήκες λοιπόν αυτές, αρκετά γόνιμες για να καρποφορήσουν οι καινούργιες ιδέες, ιδρύθηκε το Σοσιαλιστικό Κέντρο και στη συνέχεια εκδόθηκε η εβδομαδιαία εφημερίδα “Εργάτης”. Όταν οι ιδρυτές του Κέντρου γνωρίζοντας τις απόψεις του Θεοτόκη τον κάλεσαν να συμμετέχει στην ομάδα τους, ο συγγραφέας δέχτηκε να ” δουλέψει με ζήλο κι αυταπάρνηση και μ’ όλη του τη δύναμη για κείνο, που του φαινόταν του πολιτισμού και της ανθρωπότητας το συμφέρον”. Έτσι παραιτήθηκε από τον τίτλο του κόμη – τίτλο που όχι μόνο δεν επικαλέστηκε ποτέ αλλά αντίθετα τον μίσησε και τον λοιδώρησε- και με ρομαντικό ενθουσιασμό και πίστη στα ιδανικά του σοσιαλισμού και του ανθρωπισμού γυρνούσε στα καφενεία και στους τόπους που σύχναζαν οι εργάτες και τους μιλούσε για τα δίκια τους, για την ανάγκη της συσπείρωσης και του συλλογικού αγώνα.
Ο ιδεολογικός του αυτός προσανατολισμός, που τον τοποθετεί στην πνευματική πρωτοπορία του καιρού του, έγινε γρήγορα φανερός στο έργο του. Όμως ο Θεοτόκης στα πεζογραφήματά του, διηγήματα και μυθιστορήματα, δεν κάνει κήρυγμα. Δε γίνεται προπαγανδιστής. Με την απαράμιλλη αφηγηματική του ικανότητα πετυχαίνει να αφομοιώνονται στη διήγηση και οι πεποιθήσεις του για την κοινωνική αλλαγή και η πίστη του πως μόνο “με την κατάλυση του άνομου καθεστώτος της εκμετάλλευσης και της ατομικής ευδαιμονίας μπορεί να φτιαχτεί ένας νέος ηθικός κόσμος απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του παλιού” επιτρέποντας στον αναγνώστη να κρίνει μόνος του ιδέες και ανθρώπους, να αποφασίζει αυτός ο ίδιος για την αποδοχή ή την καταδίκη τους. Στόχος του Θεοτόκη είναι να αναδείξει το πόσο οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες ρυθμίζουν τη ζωή και τις επιλογές των ανθρώπων, πόσο πολύ περιορίζουν την ελευθερία τους και διαγράφουν την ηθική τους συμπεριφορά. Ακόμα να ξεσκεπάσει τις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας, που δεν είναι άλλες από την οικονομική ανισότητα και τη σκληρή εκμετάλλευση, που κυριαρχεί στην ταξική κοινωνία. Έτσι σπάει την κρούστα της εύκολης και ρηχής ηθογραφίας και παρουσιάζει την ωμή πραγματικότητα μ’ ένα ρεαλισμό στην πιο βαθιά και ουσιαστική του έννοια. Με εργαλεία το νατουραλισμό και τον κριτικό ρεαλισμό δε στιγματίζει μόνο την κοινωνική αδικία και ανισότητα αλλά προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα ελέγχει την αστική κοινωνία που διαδέχτηκε τη φεουδαρχία χωρίς να μπορέσει να κάνει τον άνθρωπο ηθικότερο και ευτυχέστερο και προβάλλει την ανάγκη για τη δημιουργία μιας καινούργιας κοινωνίας ανώτερης, δικαιότερης, ανθρωπινότερης. Γνωρίζοντας δε πολύ καλά ότι αυτή η κοινωνία δε θα έρθει από μόνη της αλλά θα είναι ο καρπός των σκληρών αγώνων αυτών που την έχουν ανάγκη, δηλαδή των φτωχών κι αδικημένων , στο έργο του αναδεικνύει περιπτώσεις λαϊκών ανθρώπων με ολοφάνερη τη θέληση να παλέψουν για να ανοίξουν καινούργιους δρόμους στη ζωή της κοινωνίας, στην ιστορία της ανθρωπότητας..
Στο διήγημά του “Η τιμή και το χρήμα”, που αποτελεί αφετηρία της καθαρής κοινωνιστικής πεζογραφίας του, παρακολουθούμε μέσα σε μια τοιχογραφία της μικρής αστικής κοινωνίας ενός παραθαλάσσιου προάστιου του νησιού του μια νέα φτωχή κοπέλα να αποκτά συνείδηση της αξίας της ως ανθρώπινης οντότητας, να σηκώνει το κεφάλι και να υπερασπίζεται την αξιοπρέπεια του φύλου της αλλά και της τάξης, στην οποία ανήκει. Κόρη μιας φτωχής και ταπεινής οικογένειας η Ρήνη ερωτεύεται τον Αντρέα, που προέρχεται από καλή αλλά ξεπεσμένη γενιά. Αυτός, δέσμιος της κοινωνικής του καταγωγής, παραπαίει ανάμεσα στον έρωτα και στα χρήματα που του χρειάζονται για να σώσει το πατρικό του σπίτι από το σφυρί και να ορθοποδήσει οικονομικά. Τα λεφτά όμως της προίκας της Ρηνιώς δε φτάνουν κι όταν η μάνα, που δουλεύει παραδουλεύτρα μέρα-νύχτα εξαναγκάζεται για να σώσει την υπόληψη της κόρης της να βρει και να δώσει τα 600 τάλλαρα που ζητούσε ο Αντρέας προκειμένου να παντρευτεί τη Ρηνιώ, αυτή αν και έγκυος στο παιδί του αρνείται έναν τέτοιο γάμο. Κι εδώ ο συγγραφέας προβάλλει καθαρά την ηθική αυτού του νέου κόσμου που θα αντικαταστήσει τον παλιό και διεφθαρμένο. Πάνω από τις συμβάσεις και τους αξιακούς κώδικες της αστικής κοινωνίας, που στηρίζονται στη δύναμη του χρήματος και στην ιδιοκτησία ανθρώπων και πραγμάτων, αυτή η νέα κοπέλα του λαού αρνείται την αναξιοπρέπεια της οικονομικής διαπραγμάτευσης της αγάπης και επιλέγει αψηφώντας την κοινωνική κατακραυγή και το στιγματισμό της ανύπαντρης μητέρας να δουλέψει για να ζήσει τον εαυτό της και το παιδί της.
” Όχι!”, του ‘πε μ’ απόφαση, “εδώ είναι ο χωρισμός μας…..Όχι δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;”». Μια απόφαση συνειδητή, που φανερώνει και τη νέα τάξη που ανατέλλει με τη δική της διαφορετική ηθική, την ηθική του ακέραιου, μη εξαγοράσιμου ανθρώπου.
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης έγραψε στην μικρή του ζωή και άλλα διηγήματα: “Η ζωή του βουνού”, οι “Κορφιάτικες ιστορίες”, το “Πάθος”, ” Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα”, “Ο Κατάδικος” και τελικά το μυθιστόρημα οι “Σκλάβοι στα δεσμά τους”, που ήταν και το τελευταίο του βιβλίο, το πιο συνθετικό σε κατασκευή και σε ιδεολογική πρόθεση, το πιο διεξοδικό και πιο μαχητικό.
Μεγάλη υπήρξε η συμβολή του στην ανανέωση του πεζού μας λόγου, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή. Με τη γλώσσα του, πλούσια σε κερκυραϊκά ιδιωματικά στοιχεία με το χρώμα του ζωντανού λόγου, όπως κυρίως το χαιρόμαστε στους διαλόγους του, έδωσε λογοτεχνική μορφή στην απλή και καθημερινή γλώσσα του λαού. Για τον Θεοτόκη, ως εισηγητή του κοινωνιστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, σημειώνει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος πως “…παρουσιάζοντας την ωμή πραγματικότητα ζητάει σαν αντίδραση από μας το μίσος εναντίον του καθεστώτος που ευνοώντας και υποθάλπτοντας την αδικία, την προκαλεί…” Αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας δε μασάει τα λόγια του και διαμαρτυρόμενος έντονα για τα δεινά που έφερε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αλλά κι ο κάθε πόλεμος δε διστάζει να καταγγείλει “το τόσο άτοπο καθεστώς, που για να υπάρχει χρειάζεται τον παράλογο φόνο και την ατυχία τόσων πλασμάτων. Τί σπατάλη ζωής..”
Ο λόγος του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, αν και μας χωρίζει απ αυτόν ένας αιώνας και κάτι, δε γέρασε, δεν ξεπεράστηκε. Έχει πάντα να πει πολλά και σημαντικά. Να μας μεταδώσει βαθύτατες συγκινήσεις. Να βάλει σε κίνηση την σκέψη μας. Γιατί ο Θεοτόκης υπήρξε ένας δημιουργός. Ένας πραγματικός λογοτέχνης. Ένας Ιδεολόγος που μπορεί να μην υπήρξε μαχητής αντάξιος των ιδεών του γύρισε την πλάτη όμως στην τάξη του και αγάπησε το λαό θεωρώντας πως μόνο σ αυτόν μπορούν να βρεθούν τα ηθικά κε­φά­λαια τα χρεια­ζού­με­να για την ανοι­κο­δό­μη­ση της ζωής.

image_print