ΚΟΚΚΙΝΙΑ 17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944
Μια παγερή σκιά τα κυπαρίσσια ‘απλωσαν με ευλάβεια
Κι έσκυψε παγερός συννεφιασμένος ουρανός στα άψυχα κορμιά τους
Μέρα, Μάνα του θάνατου των βλασταριών
Αγκάλιασες κι ασπάστηκες στερνά τα στήθη
Του βλέμματός τους τη φωτιά
Και της καρδιάς τους το καθάριο κρούσταλλο.
Των λεβεντών τα στέλεχα τα τρυφερά
Μπουκέτα άνοιξης, φλόγας μαζί κι Ελλάδας
Τρυπώντας τα τα βόλια τ΄ αναστήσανε
Ασπίδα τάστησαν και φωτεινή ρομφαία της Πρώτης Λευτεριάς.
Κι από τον άσπιλο του αιμάτου τους αχνό
Άσπρο πουλί γεννήθηκε,
άσπρο πουλί και χίμηξε
Και σύντριψε το θάνατο
και των χειλιών τους τη δίψα τη χόρτασε για ύπαρξη
κι έγραψε πύρινα στον ουρανό:
«Μες απ΄ τις φλόγες της Αντίστασης η Λευτεριά».
Μέρα πικρή, μάνα του θάνατου, μάνα ολονών
Έγινες κρίκος κι έσμιξες Το Γαλανό αγώνα με τη Γαλάζια συμφωνία της Λευτεριάς.
Τώρα, Καυτό το δάκρυ ανάβλυσε στα μάτια μου.
Προτού στεγνώσει φύτρωσε στις κόρες τους
Αδέρφια αθάνατα
το θούριο που άναψε το ατέρμονό σας βογκητό στα σπλάχνα μου
για μια καινούργια Αντίσταση
καινούργια φλόγα.
Αντώνη Δημητρίου Τσιλάκη