Ο Κλείτος Κύρου δεν αφηγείται, δεν παραθέτει λέξεις παρά κραυγάζει την αλήθεια. Αυτή που δεν είναι η υποκειμενική αλήθεια ενός ατόμου αλλά η ματωμένη αλήθεια της βιωμένης ιστορικής πραγματικότητας όπως αυτή γράφτηκε από τους μαχόμενους ανθρώπους που επέλεξαν τη σύγκρουση και όχι το συμβιβασμό. Που προτίμησαν το απόσπασμα από την ατίμωση. Που δε θεώρησαν την εξουσία των ισχυρών ανίκητη και αιώνια. Που ατσαλώθηκαν μέσα στη φωτιά της εξέγερσης και άνοιξαν το δρόμο για την τελική μάχη, που δεν έχει δοθεί ακόμα.
Είναι η γενιά των αντρειωμένων, που έδωσαν “χωρίς μισθό”, που κάνανε την “τόλμη και αρετή” πράξη ζωής, που λαχάνιασαν και μάτωσαν σπρώχνοντας την ιστορία χωρίς να προφτάσουν να δικαιωθούν. Οι ιδέες τους όμως ρίζωσαν και γίνανε δύναμη για τους αγώνες που μέλλονται να ΄ρθουν.
Κλείτου Κύρου: Η 20η Κραυγή
(Από τη συλλογή “Κραυγές της νύχτας” – 1960).
Όταν βγήκες στους δρόμους δεν αναγνώριζες τίποτε.
Ένας λαός εκφυλισμένος συνωθούνταν
στις αγορές και στα ηλεκτρόφωνα .
Τί να ‘γιναν της γης οι αντρειωμένοι;
Μιλώ με σπασμένη φωνή.
Δεν εκλιπαρώ τον οίκτο σας. Μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα,
που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο.
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
κουνώντας λάβαρα πανηγυριού, σειώντας σπαθιά,
γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας,
ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα.
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού.
*
Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε η βροντή της.
Η γενιά μου καταδιώχτηκε.
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πέθαιναν
Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι.
Στα εκτελεστικά αποσπάσματα
τα χέρια τους ήταν μαγνήτες
Τρώγαν πικρό ψωμί,
καπνίζαν φημερίδες
ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτήν τη γη
*
Όπου κι αν στάθηκαν,
οι σκιές τους ριζώναν.
Άδικα προσπαθείτε.
Δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα
Καταλάβαμε τη δύναμή μας
Και για τούτο μιλώ
με σπασμένη φωνή, που κλαίει
κάθε φορά στη θύμησή τους