““Άραγε θε ν’ αξιωθώ, τον κάβο να πατήσω, την Παναγιά του Χωραφιού να πα’ να λειτουργήσω”, τραγουδάει με πόνο και λαχτάρα ο ξενιτεμένος του ακριτικού μας Καστελλόριζου.
Η Παναγιά του Χωραφιού και η Παναγιά η Θαλασσινή, η Παναγιά η Σπηλιανή και η Παναγιά η Καστριανή, η Παναγιά η Γκρεμιώτισσα και η Παναγιά του Χάρου, η Παναγιά η Θεοσκέπαστη κι αυτή που δεν έχει επίθετο προσδιοριστικό και είναι μόνο η Κυρα-Παναγιά. Κάθε όνομα Παναγίας και μια ιερή εικόνα συνδεδεμένη μ ένα θαύμα κι ένα θρύλο που ρχεται από παλιά. Κάθε εικόνα, στολίδι και προσκύνημα σε μια εκκλησιά που χτίστηκε να τη στεγάσει.
Το Αιγαίο, το αρχιπέλαγος των ονείρων και των αναστεναγμών της ελληνικής ψυχής, κάθε δεκαπενταύγουστο απ’ άκρη σ’ άκρη γιορτάζει το Πάσχα του καλοκαιριού του. Κάθε νησί με τη δική του Παναγιά , την αποκλειστικά δική του Ελεούσα και Παρηγορήτρα και Μεσολαβήτρα μεταξύ θεού κι ανθρώπου, λατρεμένη απ τους ψαράδες και τους ξωμάχους πότε σε κάποιο ταπεινό ξωκλήσι σκαρφαλωμένο στο βράχο ή κρυμμένο μέσα σε σπηλιά, πότε σε εκκλησιά αρχόντισσα με καμάρες εκατό και καμπαναριά ψηλά σαν κατάρτια καραβίσια.
Οι αιγαιοπελαγίτισσες Παναγιές, κομμάτι της πονεμένης ελληνικής ψυχής και της συλλογικής ιστορίας του λαού μας, τραγουδήθηκαν από τους ποιητές μας με στίχους μοναδικής ομορφιάς και τέχνης. Θρησκευόμενοι ή όχι τη βλέπουν ως την Ελπίδα των κατατρεγμένων και των ταπεινών αυτού του άδικου κόσμου, ως μια αγκαλιά ανοιχτή για όλα τα παιδιά της γης και ειδικά τα πιο δυστυχισμένα, ως μάνα που με τα δάκρυά της γεμίζει τα άνυδρα πηγάδια για να χουν νερό να πιουν οι διψασμένοι…
“Δεν είναι μια ξένη η Παναγιά σ αυτόν τον τόπο” γράφει ο ποιητής. “Είναι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού… με φτωχά καΐκια αραγμένα…”, ” ένα άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο απ’ την αντηλιά”. “Είναι η Παναγίτσα ηλιόκαλη, η δική μας, παρηγοριά και καταφυγή μας..”
Είναι η δύναμη του Καλού, η δύναμη του δίκιου και του αλληλέγγυου, του θάρρους που οδηγεί «στον κόσμο του μέλλοντος δίχως όρια / Δίχως βιγλάτορες και δεσμωτήρια / Όπου η αγάπη εκτείνεται ως το άσμα του κορυδαλλού.»
Ο. Ελύτη: “Ο μικρός Ναυτίλος” (απόσπασμα)
«Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου
Ε, ε, Χρυσομαλλούσα/ ε, ε, Χρυσοσκαλίτισσα
Να ξεπετιέται πάλι το βουνό με τ’ άσπρο σπίτι στην πλαγιά
τ’ άλογο με τα δύο φτερά/ και η άγρια φράουλα της θάλασσας
Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπόρτιανή μου
θα δεις την πράσινη ψαρόβαρκα σκαμπανεβάζοντας να χάνεται
μέσα στ’ αραποσίτια
τον Μήτσο με τις τρίχες και με τ’ αλυσιδάκι στο λαιμό
Ε, Παναγιά Τα Μάγκανα/ ε, Παναγιά Τόσο Νερό
Να βλαστημάει και ν’ ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του
τέσσερα – πέντε αρχαία ελληνικά
το τέλλεσθε και το νησί, το μέλεα και το κρίναι σα
Καρυστιανή κι Ακλειδιανή/ Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα
Που μια στιγμή τα παίζεις πάνω στην κιθάρα σου
κι απ’ τ’ αναμμένο πέλαγο αντικρύ σου ακούς
Έι, Κρουσταλλένια, έι Δροσιανή/ έι Παναγιά του Νίκους
Να σχίζεται στα δύο τ’ ουρανού το καταπέτασμα
κι ένας παμπάλαιος έφηβος απαράλλαχτος εσύ
να κατεβαίνει- κοίτα:
Στα κύματα μ’ ένα καμάκι ορθός και στους αφρούς να πλέει
Σπηλιώτισσα και Μερσινιά και Θαλασσίστρα μου έι!»
* * *
Μουντέ Ματθαίου: Τα Οθόνια κείμενα (απόσπασμα)
Διαδόθηκε πως είδαν την Παναγία να υφαίνει
μικρά ράσα για τα παιδιά των σκλάβων.
Κάθεται λένε παράμερα, κάτω από ένα σκίνο,
υφαίνει και κλαίει. Ποιος ξέρει, ίσως ν’ άκουσε
για την προδοσία, ίσως να λυπάται ακόμα για
τις μικροσκοπικές δεσποινίδες που τις έδιωξαν
από τον Πύργο και κατεβαίνουν τρεκλίζοντας προς τα βράχια.
Η Παναγία δεν είναι μια ξένη σε τούτο τον τόπο.
Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τα φιλόπτωχα ταμεία
ούτε με τα κλουβιά, ούτε με τα πυροτεχνήματα.
Όμως κάτι παιδιά είπαν πως την είδαν να κοιμάται
πολλές βραδιές σ’ εκείνα τα χαλάσματα στο ρέμα.
Άραγε πληροφορήθηκε για τη λόγχη;
Τα πηγάδια – ευτυχώς– φέτος γέμισαν.
Λένε πως βοήθησαν σ’ αυτό πολύ τα δάκρυά της.
* * *
Τάκη Παπατσώνη: Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου (Απόσπασμα)
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
…..
Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτο.
Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά.
Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι’ αντίς γι’ αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.
Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.
***
Ματθαίου Μουντέ: Δέηση του Δεκαπενταύγουστου
«Έχει μια λύπη η δέησή μας,
από έναν παιδικό καιρό που ξανάνθισε
μια τρυφερότητα νησιώτικης ακρογιαλιάς
που καθρεφτίζει τους οικτιρμούς σου.
Κατέβα από τους λόφους,
φέρε την πηγή του ελέους σου, ν’ αναβλύσει πλάι στην πληγή μας.
Μάζεψε πάλι εκ περάτων
τα μηνύματα της χαράς,
φόρτωσέ τα πάνω σε δειλινές καμπάνες
που σημαίνουν την Παράκληση
και φέρτα να τα καρφώσεις
στεφάνι στην πόρτα μας.»
Τάκη Βαρβιτσιώτη: Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία»
Αχτίδα εσύ του ρυακιού
Σύσκιο πασίχαρο κρινάκι
Ζεστό φτερό περιστεριού
Στο πέτρινό μας το σπιτάκι.
Ω Παναγίτσα ηλιόκαλη δική μας
Παρηγοριά μας και καταφυγή μας.
***
Νίκου Καζαντζάκη:
Ύμνος στην Παναγία (Απόσπασμα)
Ω Δέσποινά μου Υποταγή, τον πόνο δέξου τον
και συ, σαν το σταυρό, και γείρε το κεφάλι
με υπομονή, κατά γης χαμογελώντας –
να μην πνιγεί, Κυρά, στα κλάματά σου ο κόσμος.
Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι,
κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας
στον άγριον ουρανό κατάφορτη ανεβαίνεις
κι αχνογελώντας στέκεσαι δεξά στο γιό σου
Εσύ ’σαι το ανθισμένο κλαρί στην άβυσσο
της δύναμής του.
Εσύ ’σαι ο στοχασμός ο πράος
μες στο φλεγόμενο καμίνι της οργής του.
Αναμεσός στης Ζωής το δέντρο και της γνώσης,
στον κήπο του Θεού συ φύτεψες, Κυρά μου,
το αφράτο, της Καλοσύνης δέντρο
κι ως πότιζές το με το κλάμα, επήρε μπόι,
πετάει κλαριά, σκεπάζει τ’ άλλα δέντρα, ανθίζει
ρίχνει καρπό, σαν την καλή ελιά, και φέγγει-
Κι ο Παντοδύναμος στον ίσκιο του αναπαύεται.
Κι η Δεύτερη φριχτή σαν έρθει Παρουσία
κι οι αρχάγγελοι άσπλαχνα τα ερίφια θα χωρίζουν
απ’ τ’ αρνιά, θα σκύψεις τότε εσύ στο γιό σου,
παρακλητικά, να μεσιτέψεις, Ελεούσα!
Τ’ αδάμαστα μεμιάς θα του μερώσουν φρένα
Κι οι τάξες θα χαλάσουν οι διπλές, και δίκαιοι
θ’ αγκαλιαστούν με αμαρτωλούς, κι αγνές παρθένες
με τις γυναίκες που πολύ στη γη αγάπησαν.
Νικάς τη Δικαιοσύνη Εσύ με την αγάπη.
κι όλοι μαζί θα σύρουμε χορό, και θα’ σαι
στον κάβο του χορού, Κυρά, και θα χορεύεις
στον αβασίλευτο ήλιο του Θεού χαρούμενη
και ταπεινή πολύ, σαν την καρδιά του ανθρώπου!