“Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα. Οι βασιλιάδες κουβάλησαν
τ΄ αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστρεμμένη Βαβυλώνα, ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές;
Σε τι χαμόσπιτα της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελειώσανε, που πήγανε οι χτίστες;
Η μεγάλη Ρώμη είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε; Πάνω σε ποιούς
θριαμβεύσανε οι Καίσαρες;
Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Ακόμα και στη μυθική Ατλαντίδα τη νύχτα, που τη ρούφηξε η θάλασσα, τ΄αφεντικά
βουλιάζοντας , με ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.
Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες. Μονάχος του;
Ο Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες. Δεν είχε ουτ΄ ένα μάγειρα μαζί του;
Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε όταν η Αρμάδα του βυθίστηκε. Δεν έκλαψε τάχα
άλλος κανένας;
Ο Μέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Εφτάχρονο τον Πόλεμο. Ποιος άλλος τόνε
κέρδισε;
Κάθε σελίδα και μια νίκη. Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας. Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;
Πόσες και πόσες ιστορίες! Πόσες και πόσες απορίες!”
Ερωτήσεις που πρέπει να πάρουν απαντήσεις, απορίες που πρέπει να βρούνε λύσεις στηριγμένες όμως στη σημαία της αντιστασιακής δύναμης της αλήθειας των πολλών, αυτών που γράφουν την ιστορία και όχι των κάθε φορά και σε κάθε ιστορική περίοδο λίγων και ισχυρών, που την καπηλεύονται για τα συμφέροντα της τάξης τους.
Φυλλομετρώντας τα βιβλία της Ιστορίας βρίσκεις ονόματα πανίσχυρων βασιλιάδων, ηρωικών στρατηγών, μεγάλων ηγετών, πολιτικών και ισχυρών ανδρών που με τις αποφάσεις τους καθόριζαν τις τύχες των λαών τους και ανήκαν όλοι στις άρχουσες τάξεις της κοινωνίας της κάθε εποχής. Μαθαίνεις για τη ζωή τους, για τις μάχες τους, για τις νίκες τους, για τη δύναμή τους να επιβάλλουν την εξουσία τους σε μάζες καταπιεσμένων ανθρώπων, από τους οποίους είχαν φροντίσει και είχαν αφαιρέσει και την υλική τους υπόσταση και την ελεύθερή τους βούληση. Και στις μάζες αυτές ανήκαν οι αμέτρητοι δούλοι, πλουτοπαραγωγικά εργαλεία του αρχαίου δουλοκτητικού κόσμου, που μόχθησαν σκληρά για να κτίσουν τα λαμπρά παλάτια, να υψώσουν τους τεράστιους ναούς, τις πανύψηλες πυραμίδες και τα πελώρια ταφικά κτίσματα ικανοποιώντας έτσι των αρχόντων τους τη διάθεση για δόξα και μεγαλοπρέπεια. Όπως και οι εκατοντάδες χιλιάδες αθώοι, που άφησαν τα κορμιά τους στα πεδία των μαχών για τα συμφέροντα, τα κέρδη και τη δύναμη των αρχηγών τους. Όπως και οι ατέλειωτες χιλιάδες των ανθρώπων που με τον καθημερινό τους αγώνα παράγουν, συντηρούν και αυγαταίνουν τον πλούτο, που ενώ έπρεπε να ανήκει σ αυτούς και τα παιδιά τους, ιδιοποιείται από τους εκμεταλλευτές τους.
Πουθενά δε βρίσκεις όμως λέξη για όλους αυτούς. Οι άνθρωποι του δημιουργικού μόχθου δεν έχουν όνομα, βρίσκονται πάντα στο περιθώριο, δεν υπάρχουν κι ας είναι αυτοί που αποτελούν την ενεργητική δύναμη για τη γενικότερη ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί αυτοί οι σιωπηλοί “σκαπανείς”, οι πραγματικοί διαμορφωτές της ιστορίας, δεν πρέπει να αποκτήσουν επίγνωση της δύναμής τους και του ρόλου τους στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να συνειδητοποιήσουν και να επιβάλλουν την ιστορική τους προοπτική.
Αν όμως αυτοί που γράψανε και γράφουν τις επίσημες ιστορίες έχουν κάθε λόγο να αποκρύπτουν και να αλλοιώνουν την αλήθεια παρουσιάζοντας ως παρίες και κομπάρσους της ιστορίας τους πραγματικούς της πρωταγωνιστές, εμείς έχουμε επίσης τους δικούς μας λόγους να τη φωτίζουμε και να την αναδείχνουμε. Γιατί η αλήθεια αυτή, η δικιά μας αλήθεια, είναι αντικειμενική, πραγματική, αναπόδραστη κι έχει μέσα της τη δύναμη της αντίστασης και της ανατροπής. Οι άνθρωποι με τα χέρια τους και το μυαλό τους και μέσα από τις δοσμένες κάθε φορά παραγωγικές σχέσεις δημιουργούν την ιστορία τους και η ιστορία τους δημιουργεί με τη σειρά της την ανθρώπινη πραγματικότητα.
“Ο εργάτης” του Μπρεχτ ρωτάει και τις απαντήσεις δε θα τις πάρει απ΄ τους εκμεταλλευτές του αλλά από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα, από τη δύναμή του να τη διαμορφώνει και από την απόφασή του αυτή την κολοσσιαία δύναμη να μην την εκχωρεί ούτε ατομικά ούτε και συλλογικά, ως τάξη, πουθενά και σε κανέναν.