Για να απολαύσει κανείς έναν εμπρεσιονιστικό πίνακα θα πρέπει να σταθεί σε κάποια απόσταση. Σε απόσταση επίσης -χρονική- θα πρέπει να σταθεί κανείς για να μπορέσει να εκτιμήσει σε βάθος το κίνημα των εμπρεσιονιστών, που ξεκίνησε στο Παρίσι το 1863 με το “Σαλόνι των Απορριφθέντων“.
Σε μια κοινωνία που συγκλονιζόταν τότε από αλλαγές, η ζωγραφική συνέχιζε να εκφράζεται με τον παλιό κλασσικό τρόπο. Οι νέοι ζωγράφοι δεν μπορούσαν να αποδεχθούν τον παλιό, συμβατικό τρόπο έκφρασης, που σε μεγάλο βαθμό εκφραζόταν ψεύτικα. Οι εξελίξεις της καπιταλιστικής παραγωγής, της επιστήμης και της Τεχνολογίας στη Γαλλία του Αυτοκράτορα Ναπολέοντα του 3ου είχαν αναπόφευκτα την αντανάκλασή τους στην τέχνη. Το καινούργιο αγωνιζόταν να αντικαταστήσει το παλιό. Τι αμφισβητούσε όμως το καινούργιο και γιατί;
Το τέλος του Ακαδημαϊσμού.
Την εποχή εκείνη τα συμφέροντα του κατεστημένου στην τέχνη τα εξέφραζε ο Ακαδημαϊσμός, που απέδιδε με αυστηρά κλασικό τρόπο τέλειες μορφές. Αποτελούσε δηλαδή μια ψεύτικη “αυτοπροσωπογραφία” του κατεστημένου. Τα ανερχόμενα νέα στρώματα της αστικής τάξης δε μπορούσαν να ανεχθούν αυτό το μασκάρεμα, αυτή την έκφραση της ακινησίας, σε μια εποχή, που τη συγκλόνιζαν οι αλλαγές στον τρόπο παραγωγής, η άνοδος νέων κοινωνικών στρωμάτων και οι εφαρμογές στη ζωή των επιστημονικών ανακαλύψεων. Δεν μπορούσε να διαιωνισθεί η ωραιοποίηση της αποκρουστικού προσώπου της άρχουσας τάξης της εποχής.
Ο νέος τότε ζωγράφος Μανέ, δε ζωγράφισε την “Ολυμπία” του σαν μια αρχαιοπρεπή Αφροδίτη, αλλά την παρουσίασε σα με γυναίκα με ατέλειες. Αξιοσημείωτο είναι πως η απόδοσή της ενδιέφερε τον καλλιτέχνη περισσότερο σαν σχήμα (φόρμα) παρά σαν πλαστική αξία. Ο Ακαδημαϊσμός της εποχής, που επεδίωκε την εξιδανίκευση, την ωραιοποίηση του προσώπου της κοινωνίας την… απέρριψε. Αρνήθηκε στους νέους “αντιφρονούντες” ζωγράφους να εκθέσουν τα έργα τους στο Λούβρο και αυτοί αναγκάστηκαν να τα εκθέσουν στο “Σαλόνι των Απορριφθέντων”. Τις νέες αντιλήψεις και τάσεις εξέφρασαν και άλλοι νέοι ζωγράφοι της εποχής, γράφοντας με αυτό τον τρόπο την πρώτη πράξη της εξέλιξης προς τον μοντερνισμό.
Η ρήξη αυτή με το κατεστημένο ήρθε από στρώματα που εκπροσωπούσαν την ανερχόμενη αστική τάξη, από τα κατώτερα τμήματά της (Μανέ, Μοριζό, Σεζάν, κ.α. ) μέχρι τους γόνους αριστοκρατικών οικογενειών (Ντεγκά, Τουλούζ Λοτρέκ). Πολλοί από αυτούς δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να απορρίψουν μαζί με τον Ακαδημαϊσμό και την αντικειμενική πραγματικότητα. Να αντικαταστήσουν την επιστημονική ερμηνεία της ζωής με μια ηδονιστική αισθησιοκρατία της στιγμής.
Η έκφραση του εμπρεσιονισμού
Ο εμπρεσιονισμός δανείζεται το πρώτο δομικό υλικό του από το ίδιο το παλιό που πέθαινε, τον ρομαντισμό. Πήρε το όνομά του από τον πίνακα του Κλωντ Μονέ: Impression, soleil levant. Ακριβώς, η λέξη impression, δηλαδή “εντύπωση” ήταν αυτό που χαρακτήριζε τον πίνακα. Ο Μονέ δεν αντέγραψε με νατουραλιστικό τρόπο το τοπίο. Απέδωσε την εντύπωση που δημιουργείται από τον ανερχόμενο ήλιο. Η αποτύπωση της πραγματικότητας δίνει τη θέση της στην φευγαλέα εντύπωση που δημιουργεί η πραγματικότητα. Το “φαίνεσθαι” παίρνει τη θέση του “είναι”.
Ο Πωλ Σινιάκ στο βιβλίο του “Από τον Ευγένιο Ντελακρουά στον Νεο-εμπρεσιονισμό” χαρακτηρίζει τον Ντελακρουά, σαν τον τελευταίο ρομαντικό ζωγράφος της ιστορίας, που άφησε υποθήκη στους εμπρεσιονιστές το νόμο των συμπληρωματικών χρωμάτων και τους χρωματισμούς της σκιάς. Ο Ντελακρουά αυτοανακηρύσσεται εχθρός των γκρίζων χρωμάτων. Παροτρύνει το ζωγράφο να χρησιμοποιεί τις αποχρώσεις του πράσινου και του βιολέ, βγαλμένες καθαρές στο φως, σπαρμένες εδώ κι εκεί, χωρίς να τις αναμειγνύει. Αν πραγματικά ο νέος ζωγράφος γνωρίζει τους νόμους της αρμονίας των χρωμάτων, τον συμβουλεύει να μη φοβηθεί ποτέ να ξεπεράσει το μέτρο. Σχεδόν τον διατάζει να χρωματίζει μέχρις εσχάτων. Θέλει όλους τους τόνους, τις αποχρώσεις, τις ημιαποχρώσεις να είναι υπερβολικοί σε ένταση. Προτείνει τη μέγιστη λάμψη των χρωμάτων, την αρμονία της οποίας εγγυάται η συστηματική εφαρμογή των νόμων που διέπουν τα χρώματα.
Με αυτές τις οδηγίες του Ντελακρουά γίνεται φανερό ότι η ανακάλυψη από τον Μάξγουελ στη Φυσική των νόμων που διέπουν τα χρώματα βρίσκει εφαρμογή στη ζωγραφική.
Οι εμπρεσιονιστές χρησιμοποίησαν την υποθήκη του Ντελακρουά φιλτραρισμένη με τον τρόπο που τους επέβαλε η δική τους αντίληψη για τη ζωή στο καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι από άποψη μορφής στην παλέτα τους χρησιμοποιούν μόνο αγνά χρώματα. Αρνούνται κάθε ανάμιξη χρωμάτων, εκτός από εκείνα που είναι συνεχόμενα στον χρωματικό κύκλο. Δίνουν εκπληκτικά χρωματικά αποτελέσματα, που μέχρι σήμερα προκαλούν θαυμασμό. Γι αυτούς η γνώση του κόσμου βασίζεται περισσότερο σε μια δυνατότητα οξείας παρατήρησης, δηλαδή στην οπτική εμπειρία του καλλιτέχνη.
Η ανακάλυψη της φωτογραφίας μερικές δεκαετίες πριν είχε δύο συνέπειες: Από τη μια καλύπτει ένα ζωτικό χώρο της ζωγραφικής, δηλαδή την απεικόνιση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Από την άλλη η ίδια η “στιγμιαία δράση” της φωτογραφίας επηρεάζει τη “στιγμιαία οπτική“ της ζωγραφικής. Είναι η κυριαρχία πάνω στη διάρκεια, η αίσθηση του φευγαλέου, η απεικόνιση μιας στιγμής που δεν θα επαναληφθεί.
Εμπρεσιονισμός και κοινωνία
Αυτό όμως το φευγαλέο, το παιχνίδισμα στιγμών χωρίς συνέχεια, αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα του εμπρεσιονισμού. Με τη φιλοσοφία της στιγμής ο εμπρεσιονισμός αντανακλούσε την αμφισβήτηση των αξιών της ίδιας της ζωής στο αναπτυσσόμενο καπιταλιστικό σύστημα. Η καλλιτεχνική εικόνα κατασκευαζόταν με αόριστους, ατελείς και νεφελώδεις υπαινιγμούς. Η λατρεία της εντύπωσης έγινε μοχλός, που ώθησε τον άνθρωπο σε μια εσωστρέφεια, σε ένα αδιέξοδο εγωκεντρισμό.
Η κοινωνική κριτική που έκαναν οι εμπρεσιονιστές καθορίστηκε και από ένα νέο εικαστικό κοινό, που αποτελούσαν τα ανερχόμενα κατώτερα και μεσαία αστικά στρώματα. Η στάση τους χαρακτηρίζεται από την ουδετερότητα και την απάθεια μπροστά στα διαδραματιζόμενα. Αυτό στην ουσία δεν είναι άλλο παρά η αντανάκλαση της ουσίας του καπιταλισμού, στον οποίο αξία δεν έχει ο άνθρωπος αλλά η εργατική του δύναμη.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι στο έργο του “Η εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού, ο Μανέ δεν ενδιαφέρεται για την τραγικότητα της εκτέλεσης αλλά για το χρωματικό πλάσιμο των μορφών. Η τέχνη ενδιαφέρεται περισσότερο για την τέχνη, “αυτοσημαίνεται”. Η νέα αυτή κατεύθυνση της τέχνης είναι ο προάγγελος της ανεικονικής ζωγραφικής. Η έκφραση που αναδυόταν μέσα από τα έργα τέχνης στην Αρχαία Ελλάδα θυσιάζεται στο βωμό της “καθαρής ζωγραφικής”. Ο άνθρωπος διατηρεί τη μορφή του και αρχίζει να εξοστρακίζεται σαν περιεχόμενο. Ο Α΄ παγκόσμιος πόλεμος σε λίγα χρόνια μετέφερε αυτό το σφαγιασμό από το πεδίο των χρωμάτων στο πεδίο των μαχών.
Η αμφισβήτηση του εμπρεσιονισμού
Στοχεύοντας οι εμπρεσιονιστές στην ανανέωση της τέχνης άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου και οδήγησαν την τέχνη στη μανία επιβολής του νεωτερισμού για χάρη του νεωτερισμού, της καινοτομίας για χάρη της καινοτομίας. Κάτι που δεν είναι δυνατόν να σταθεί όρθιο για πολύ. Η μορφή δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθεί από το περιεχόμενο. Ο Πως Σεζάν λίγα χρόνια μετά την πρώτη ομαδική εμφάνιση στο Σαλόνι των Απορριφθέντων, αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο, διαχωρίζει τη θέση του και αποστασιοποιείται. Επιμένει στη μελέτη των αντικειμένων, χρησιμοποιώντας τις υποθήκες του Ντελακρουά σε ότι αφορά την καθαρότητα των χρωμάτων, ενώ προσπαθεί να δώσει στα αντικείμενα τη χαμένη τους σταθερότητα. Η ζωγραφική δεν αρνείται την επιστήμη, όπως δεν αρνείται και την παράδοση. Η ανατομία και το σχέδιο είναι παρόντα σε κάθε μορφή.
Ο 20ος αιώνας συχνά χαρακτήριζε τον Σεζάν “πατέρα” της σύγχρονης ζωγραφικής. Πολλά όμως αυτοαποκαλούμενα “παιδιά” του ακολουθούν αυτοκαταστροφικούς δρόμους. Νέα καλλιτεχνικά κινήματα κάνουν την εμφάνισή τους εκφράζοντας και αυτά τις κοινωνικές αλλαγές. Καλλιτέχνες, κριτικοί και ιστορικοί της τέχνης μάταια θα προσπαθήσουν να θεωρητικοποιήσουν αυτή την εξέλιξη της αυτοσήμανσης της τέχνης. Η εμπορευματοποίηση της τέχνης, το κυνήγι του κέρδους, η γρήγορη προβολή και καταξίωση από τα ΜΜΕ και τα εμπορικά κυκλώματα θα συνθέσουν το ρέκβιεμ της εξέλιξης του μοντερνισμού στην τέχνη της Δύσης. Ο μεταμοντερνισμός που θα γεννηθεί πριν το τέλος του 20ου αιώνα αμφισβητεί την αμφισβήτηση.