ΔΙΧΩΣ SOS
Λιμανάκι ρομαντικό,
αραξοβόλι της γαλήνης και της νύχτας
αδελφή της Χίμαιρας και της Απάτης
ποτέ μου δε σ αγάπησα.
Η αγκαλιά σου είναι θλιμμένη και θλιβερή,
σαν τον καημό του ψαρά που επιστρέφει με άδεια δίχτυα
σαν τα φιλοδωρήματα που άφησαν οι έχοντες αντί για μεροκάματο
σαν τη δυσοσμία της ακινησίας
που χαϊδολογιέται
με τους ρύπους των αδιάφορων.
Στο αραξοβόλι της ηρεμίας σου
μικρά βαρκάκια μπαινοβγαίνουν ελπίζοντας
να μεταμορφωθούν σε τρικάταρτες φρεγάτες
Το λίκνισμά τους, σα βαλς μονότονο και αργό
τέκνο πρωτότοκο της μέθης και του ύπνου
ναυτία μου φέρνει
και σα μάνας χάδι το μυαλό μου νανουρίζει.
Δε σ’ άντεξα άλλο.
δε μου ήταν μπορετό
τη γλύκα της ματιάς σου να υπομένω.
Ξημέρωμα, χαράματα
Βούτηξα κι άρχισα ν ανταμώνω τα παγωμένα τα νερά
Από το σφιχταγκάλιασμά σου απαλλάχτηκα
χωρίς σωσίβιο επιστροφής
χωρίς το φυλαχτό του sos
τράβηξα αποφασιστικά για τα άγνωστα,
για τα βαθειά,
Εκεί που κόκκινο το κύμα
από των πατεράδων μου τις τιτανομαχίες
δίνει τη μάχη ενάντια στα στοιχειά της φύσης
Εκεί που αντί για πλάνες μελωδίες
θροΐζει ο ρόγχος του θανάτου
των μεταναστών που σάλπαραν
αυτών που τράφηκαν με την ελπίδα σωτηρίας
Εκεί που οι καγχασμοί των πειρατών
ξυπνούν το μίσος των δούλων της γαλέρας που αντιστέκεται.
Εκεί που τα σκοτεινά φύκια θάβουν
τους θησαυρούς της ματαιοδοξίας και του ναρκισισμού.
Εκεί που μόνη βοήθεια
είναι ο πολικός αστέρας
που δείχνει νύχτα μέρα ένα αλλιώτικο αύριο.
Αντώνη Δημητρίου Τσιλάκη