Οι λέξεις έχουν ζωή. Έχουν ήχο, τόνο, βάρος, ένταση, βηματισμό. Είναι μουσική και εικόνα. Κουβαλάνε με υπομονή βάρος ασήκωτο από έννοιες περίπλοκες και διχασμένες, ντύνουν με σώμα το νόημα από αφηρημένες σκέψεις, υπολογισμούς και γενικεύσεις, κάνουν το πνεύμα ύλη.
Οι λέξεις υπάρχουν από μόνες τους; Είναι αυθύπαρκτες; Είναι όμορφες ή άσχημες, καλές ή κακές, μικρόψυχες ή μεγαλόψυχες, σεμνές ή άπρεπες; Πώς παίρνουν ζωή και χρώμα οι λέξεις; Πώς γίνεται η ίδια λέξη άλλοτε να λάμπει και να ακτινοβολεί κι άλλοτε να χλωμιάζει και να μαραζώνει; Τί είναι αυτό πού τις κάνει κάποιες φορές να γίνονται πολεμοχαρείς και αγχέμαχες και κάποιες άλλες φορές παρηγορητικές και παραμυθητικές;
Υπάρχουν λέξεις έκπτωτες, που μπορούν και ανασταίνονται και γίνονται πάλι αποδεκτές και αγαπημένες; “ Μουσική στο στόμα” λένε τις λέξεις αλλά και “πρόκες που καρφώνονται” και “αργυρές κλωστές δεμένες στα καμπανάκια των άστρων” κι “αρμαθιές από αντικλείδια για ν ανοίγουν πόρτες κλειστές σ ερημωμένα σπίτια” …
Είναι όμορφο το ταξίδι στον κόσμο των λέξεων που μας προτείνει ο Γιάννης Ρίτσος στο παρακάτω κείμενο από το βιβλίο του “ Όχι μονάχα για σένα”, όπου μας δίνει τη δική του μοναδική εμπειρία στο ατέλειωτο πάρε-δώσε του με τις λέξεις .Αλλά εκτός από όμορφο είναι συγχρόνως και ένα ταξίδι ευθύνης. Σ αυτό το ταξίδι όλοι μας και καθένας χωριστά είμαστε συνυπεύθυνοι, γιατί οι λέξεις παίρνουν ζωή από τη ζωή μας, ομορφιά από την ομορφιά μας, ανθρωπιά από την ανθρωπιά μας.
Οι λέξεις είμαστε εμείς και η ανθρώπινη ιστορία μας. Κι όταν θα αφήσουμε πίσω μας το ξεπερασμένο ιστορικά σήμερα περνώντας από τη βαρβαρότητα στον πραγματικό ανθρώπινο πολιτισμό και στην κοινωνία των ελεύθερων, κοινωνικά ισότιμων κι ευτυχισμένων ανθρώπων, οι λέξεις θα αλλάζουν κι αυτές μαζί με μας, θα γλυκαίνουν, θα εξανθρωπίζονται , θα γίνονται ο καθρέφτης της νέας μας ζωής.
….Υπάρχουν και λέξεις που για ένα χρονικό διάστημα μπορεί να μας είναι αποκρουστικές και ξαφνικά κάτω από άλλο φωτισμό να μας γίνουν αξιολάτρευτες. Εξαρτάται κι απ΄ το πότε, πού, πώς και από ποιους τις ακούμε..Τα λόγια δεν είναι άκαμπτα, είναι υπερβολικά ευλύγιστα. Δεν έχουν μόνο νοήματα αλλά και αισθήματα και ιστορία και μουσικές κλίμακες και εικόνες….Εξάλλου η ονομασία πολλών πραγμάτων τυχαίνει συχνότατα να μη συμφωνεί με τα ίδια τα πράγματα. Π.χ. Αυτό το κόκκινο, σχεδόν αυτοφυές, άνθος, το πρώτο άγγελμα της άνοιξης ονομάζεται παπαρούνα. Απαράδεχτο. Οι πρώτες δύο συλλαβές παπα σου φέρνουν την εικόνα ενός παπά με μαύρο ράσο και μαύρο καλυμμαύκι, που κάποιοι άνθρωποι του λαού το θεωρούν γρουσουζιά και πιάνουν κρυφά τ αχαμνά τους για να εξουδετερώσουν το κακό και τα κοριτσόπουλα μόλις συναντήσουν ρασοφόρο τρέχουν και χτυπούν η μια τον ώμο της άλλης λέγοντας “πάρτον” για να μεταθέσουν την κακοτυχιά. Εγώ βέβαια ποτέ δεν κάνω κάτι τέτοιο. Απεναντίας, μου εμπνέει πάντα κάποιο σέβας η εμφάνισή τους και μάλιστα όταν ήμουν μικρός , μόλις έβλεπα ιερέα του ασπαζόμουν το χέρι και τον αποκαλούσα πάτερ. Ωστόσο ποτέ δεν μπορούσα να τον σκεφθώ σαν εκπρόσωπο ή εξάγγελο της άνοιξης.
Όσο για την κατάληξη ρουνα, μου ΄φερνε στο νου το θλιβερό πουλί κουρούνα, ΄μια λασπωμένη γουρούνα μ εκατό βυζιά. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να συνδυάσουμε αυτά τα σκοτεινά με το κατάφωτο, δροσοποπαγές έαρ; Έτσι για χρόνια ολόκληρα απέφευγα να χρησιμοποιήσω τη λέξη παπαρούνα κι έγραφα σαν πρωτάρης στιχουργός “τα πορφυρά, επίγεια άστρα της άνοιξης” ή “οι ανθισμένες στάλες απ το αίμα του Άδωνη” .Όταν όμως ένα πρωινό είδα στους αγρούς τα κορίτσια Ερατώ, Μαριάνθη, Μαργαρίτα, Κρινιώ, Ελευθερία, Κυάνη να μαζεύουν αγριολούλουδα για τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς κι ύστερα να στεφανώνουν οι ίδιες τα μαλλιά τους με μαργαρίτες, χαμομήλια, παπαρούνες να κυνηγιούνται γύρω απ τα δένδρα με επιφωνήματα και γέλια, τις είπα ξαδέλφες της Άνοιξης, γιατί ιδιαίτερα οι παπαρούνες ρίχναν στα δροσερά τους πρόσωπα κόκκινες ανταύγειες και πορφύρωνε η μέρα, πορφύρωνε κι ο κόσμος. Τότε άρχισα να χρησιμοποιώ άνετα κι ανεπιφύλακτα τη λέξη παπαρούνα και πάλι παπαρούνα, ξεχνώντας τον ήχο της λέξης και αντικαθιστώντας την με την εικόνα της λέξης, ώσπου στο τέλος ήχος και εικόνα ενώθηκαν αξεχώριστα χωρίς τα ενδιάμεσα ερωτηματικά τους. Πολλές τέτοιες αναθεωρήσεις, ανακατατάξεις και αναεκτιμήσεις των λέξεων γίνονται στο πέρασμα των χρόνων.
Μα πάντα και πιότερο απ΄ όλα τη γλώσσα τη μαθαίνουμε απ΄ τους αγρότες, τους ψαράδες, τους εργάτες, τους ανθρώπους το λαού, πουβρίσκονται σε στενότερη επαφή με τα πράγματα κι έχουν στην αφή των χεριών τους την ονομασία των πραγμάτων.
Ναι, απ΄ τους ανθρώπους του μόχθου κι απ΄ τις πολύπαθες φαφούτισσες γερόντισσες που γνώρισαν στο πετσί τος χίλιες φορές τη γέννηση και το θάνατο , που μάθαν και φτιάξαν τα παραμύθια και τα τραγούδια της πατρίδας, καρφωμένες με τη ρόκα τους, τριγυρισμένες από σταμνιά κι ανέμες, στρίβοντας κάτω απ το λύχνο τ αδράχτι τους κι έξω να μπουμπουνίζει ο Θεός, να βρέχει με τα τουλούμια και να κυλάνε αφηνιασμένα τα ποτάμια. Κάποτε μια λέξη αμελημένη, κακοπαθημένη ή και ταπεινωμένη περνάει από΄να ωραίο ποίημα ή απ τα καθάρια χείλη ενός ωραίου ανθρώπου και ξαφνικά αποχτάει μια μοναδική λαμπρότητα…. Μα πρέπεικάθε φορά τις λέξεις να τις ξαναανακαλύπτουμε και να τις καθαρίζουμε.
Υπάρχουν λέξεις γεμάτες θλιμμένη ευγένεια που κακοτύχισαν από κάποια ανεύθυνη και γελοία μεταχείριση κι αχρηστεύτηκαν και διαγράφηκαν απ το λεξιλόγιο…. Τί παρεμβάσεις θα χρειάζονταν ύστερα για να ξαναβρούν οι έκπτωτες λέξεις το δρόμο τους, άγνωστο. Ώσπου ερχόταν μια στιγμή, που απαιτούσε αυτή, μόνο αυτή τη λέξη κι εκείνη η απόλυτη αναγκαιότητα ξανάδινεστη λέξη την ταυτότητά της, έστω και με την ανάμνηση των περιπλανήσεών της. Κι άλλοτε πάλι μια λέξη αδρή, αποκρουσμένη, προφερμένη σωστά, χωρίς ελιγμούς από τίμια χείλη , έλαμπε ξαφνικά σαν αστραψιά από τζάμι παραθύρου, που ανοίγει σ΄ ένα ατημέλητο φοιτητικό δωμάτιο. Θυμάμαι τον πλατύστερνο Μιχάλη, αντάρτη του ΕΛΑΣ, στην Κατοχή και τώρα εξόριστο στη Λήμνο ένα απογευματάκι μιλώντας για τον καπετάνιο του, είπε: “Ρε , τον πουτσαρά, τί ατρόμητο παλικάρι, ήταν!” και τότε ο Μίλτος, ο πιο σεμνόπρεπος απ΄ όλους τους εξόριστους, που ποτέ λέξη αταίριαστη δε βγήκε από το στόμα του, φώναξε σε ασυνήθιστη έξαρση, σα βουνίσιος αντίλαλος στη φωνή του Μιχάλη: “ Ε, ρε, πουτσαρά θεέ, τί όμορφη πλάση μας εχάρισες και πώς την καταντάνε”. Κι ο αξούριστος εδώ και δυο βδομάδες μπαρμπα-Πανούσης , που του ΄χανε σκοτώσει το γιο του στα βουνά, φώναξε με άχτι: “Πες το, χρυσόστομε, να κουδουνίσει ο ντουνιάς, ναν το γροικήσουνε κι οι αποθαμένοι”.
Λέξεις, λέξεις, λέξεις, χαιρετισμοί, ανταμώματα, χεροσφιξίματα, αναστάσεις, έρωτες, φιλιά, ποιος θα πει τη βαθύτερη ιστορία σας; Ω, εσείς που αγγίξατε με τον αντίχειρα τα χείλη της αθανασίας. Έτσι κατάλαβα κι εγώ πως κάποτε από μια λέξη κρέμεται ο κόσμος.