image_print

Ο αγώνας δεν έχει τέλος. Κι εκεί που λες πως τα βάσανα τελειώσανε, να ‘σου καινούργια χτυπήματα από τους “έχοντες και κατέχοντες”. Τα παραδείγματα από την πρόσφατη ιστορία το ένα διαδέχεται το άλλο. Ένα από αυτά ήταν και το μεγάλο χτύπημα που δέχτηκε ο Ελληνικός λαός, που οργανωμένος στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ αντιστάθηκε στους φασίστες καταχτητές.

Η ηγεσία της Βρετανίας μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ξεκίνησε τον πόλεμο ενάντια στο μεγάλο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης και στόχευε στον αφοπλισμό και στην υποταγή του. Φαίνεται ξεκάθαρα από το τηλεγράφημα, που έστειλε ο Βρετανός πρωθυπουργός στον υποστράτηγο και διοικητή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, Ρόναλντ Σκόμπυ, ξεκαθαρίζοντας τις προθέσεις της τότε υπερδύναμης: “Ενεργήστε σαν να επρόκειτο για κατακτημένη πόλη, στην οποία είχε ξεσπάσει τοπική εξέγερση.” Πάλεψαν, πόνεσαν και μάτωσαν οι μπαρουτοκαπνισμένοι ακόμη αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης κι έβγαλαν ένα σοβαρό δίδαγμα. Ο λαός δεν πρέπει να έχει αυταπάτες και να θεωρεί συμμάχους του τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Ο αγώνας για το δίκιο και τη λευτεριά είναι πριν και πάνω από όλα ταξικός αγώνας και σαν τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται. Έτσι συνεχίζουν οι λαϊκοί αγωνιστές τον αγώνα τους πάντα πιστοί στον όρκο που δόθηκε τότε: “Θα τη φτιάξουμε πάλι την Αθήνα μας… Θα χτίσουμε τη σοσιαλιστική Αθήνα…”

Μάθημα ας μας γίνουν τα παθήματα. Οι άσπονδοι φίλοι και σύμμαχοι που μας τσάκισαν τότε σήμερα δήθεν υπερασπίζονται τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Η αντίσταση και πάλι καλεί τους ανθρώπους του λαού να σηκώσουν το κεφάλι.

Έτσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης

(απόσπασμα από το «Οι γειτονιές του κόσμου»)

“…Έτσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Έριξε ο Λαός τον μπόγο του στον ώμο

κι έφυγε ο Λαός. Δεν τον σηκώνει ο τόπος.

Όπου δεν είναι λευτεριά δεν τον σηκώνει ο τόπος.

Τραβάει πιο πάνου να στήσει τοπ ταμπούρι του.

Έτσι τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Η Αθήνα απόμεινε έρημη.

Κλεισμένα τα γραφεία του κόμματος, κλεισμένα τα γραφεία του ΕΑΜ

Κλεισμένα τα σπίτια, κλεισμένα τα στόματα, κλεισμένες οι καρδιές.

Κατέβηκαν οι σημαίες απ’ τα μπαλκόνια.

Κι η οδός Σταδίου μετονομάστηκε σε οδό Τσώρτσιλ.

…Οι γειτονιές είναι έρημες. Είναι γυμνές οι γειτονιές.

Τα σπίτια είναι καμένα. Κείνο το ηρώο με τις ασβεστωμένες πέτρες

που κουβάλαγαν οι γριούλες έγινε στάχτη τώρα. Τον ξύλινο σταυρό

με τα πολλά ονόματα των λαϊκών ηρώων τον κάψαν στην πλατεία.

Μονάχα το κράνος το ελασίτικο δεν έλιωσε στη φλόγα-

απόμεινε πεταμένο στο δρόμο της έρημης γειτονιάς.

Μα εμείς θυμόμαστε τα ονόματα… Έβαλε ο Λαός τούτα τα ονόματα

στην καρδιά του… Έτσι νικήσαμε, Τομ, τους Γερμανούς-

με τούτα τα χέρια της κυρα- Λένης, με τούτη τη φούστα της κυρα- Καλής

με τούτα τα θλιμμένα αστέρια του Αλέκου, με τούτα τα γαλάζια μάτια του Βάσου

με τούτη τη στάχτη της Ηλέκτρας, με τούτο το χωνί, με τούτο το τραγούδι

με τούτο το χελιδόνι, με τούτα τα αγκάθια, με τούτη την ελπίδα των συντρόφων…

έτσι θα σας νικήσουμε και σας, τους τελευταίους εχθρούς μας

για να ανασάνει ο ήλιος μας μέσα στις γειτονιές του κόσμου…

δεν κάναμε τίποτα κ. Τσώρτσιλ. Τι να σκοτώσεις; Πόσους να σκοτώσεις;

Τούτη η πολιτεία δε χαμπαρίζει το θάνατο…”!

(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 5ος, εκδ. Κέδρος)

image_print