O γλυκός, ο τρυφερός, ο ποιητής των παιδικών μας αναμνήσεων. Ποιος απ’ τη γενιά των πενήντα και πάνω δεν απάγγειλε στα σχολικά του χρόνια το “Χώμα Ελληνικό”, και δεν τραγούδησε την “Ανθισμένη μυγδαλιά”;
Ανανεωτής της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας
Ξεπερασμένος σήμερα για πολλούς, όμως στην εποχή του υπήρξε μεταρρυθμιστής, ένας από τους πρωτοπόρους της γενιάς του που απαρνήθηκε τον στόμφο, τη μεγαληγορία, τις ακραίες υπερβολές, το πομπώδες, τη ρητορική έπαρση του ακραίου ρομαντισμού της Αθηναϊκής σχολής ανοίγοντας δρόμους για κάτι καινούργιο και στην έκφραση και στο περιεχόμενο. Ποιος ξέρει αλήθεια ότι ο Δροσίνης έγραψε και τύπωσε στίχους στη δημοτική γλώσσα πριν από τον Παλαμά και πολύ πριν από τον Ψυχάρη;
Ο Δροσίνης αφήνοντας πίσω του ό,τι θεωρούσε ψεύτικο κι άρα παρωχημένο, αγκαλιάζει την περιφρονημένη δημοτική και την παραμελημένη μας λαϊκή παράδοση. Τραγουδάει με στίχους δροσερούς, παιχνιδιάρικους και ερωτικούς τη φύση και τη ζωή. Μπορεί να του λείπει η συνθετική πνοή, να στέκεται στη λεπτομέρεια και ίσως στα πάνω πάνω των πραγμάτων, μπορεί κάθε του ποίημα να εκφράζει μια μεμονωμένη ιδέα, να περιγράφει ενθουσιασμούς της στιγμής, όμως η ποίησή του γραμμένη στη γλώσσα της καθημερινής κουβέντας μιλάει με αβρότητα, αίσθημα και γνήσια συγκίνηση για τον έρωτα, για τις ομορφιές του κόσμου, για όλα τα αληθινά και ουσιαστικά της ζωής, που τα κάνει να φαίνονται απλά αλλά όχι και απλοϊκά.
Ποιητής των βιωμάτων
Είναι ποιητής εμπειρικός. Μια εικόνα, μια στιγμή έντονα βιωμένη, ένα περιστατικό που έζησε, ένας όμορφος ήχος κι αμέσως γίνεται υλικό, γίνεται ερέθισμα για ένα στίχο, ένα ποίημα. “Ό,τι βρίσκεται στα ποιήματά μου, είχε πει κι ο ίδιος, πρόσωπα, εικόνες, περιγραφές, τα είδα και τα έζησα”.
Ο ποιητικός του λόγος είναι παρήγορος, δεν καταθλίβει, δεν απελπίζει, δεν έχει αγωνίες σκοτεινές. Τίποτα το πολύπλοκο, τομπερδεμένο, το σπαραχτικό, το βίαιο και οδυνηρό. Δεν έχει ηρωικές εξάρσεις, ασυγκράτητα και οδυνηρά πάθη. Καταπράσινες πλαγιές,πολύκαρπες ελιές, αυγουστιάτικα φεγγάρια, μαγιάτικες αστερωμένες νύχτες και μαζί “αγαθοί άνθρωποι με πρόσχαρα μάτια και λιγομίλητοστόμα,” συνθέτουν χωριστά και όλα μαζί τον κόσμο του ποιητή.
Ο Δροσίνης, ποιητής του μέτρου και της εγκράτειας στη θεματική του αλλά και στον τρόπο που εκφράζεται δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Η γλώσσα του ομοιόμορφη, ο στίχος του καλοδουλεμένος, εικόνες που μοιάζουν πίνακες ζωγραφικής, όλα προσεγμένα και σε αρμονική ισορροπία.
Ελληνολάτρης καθώς ήταν επιθυμούσε να θεωρείται εθνικός ποιητής και για το θέμα αυτό έγραψε: Θεωρούν εθνικό ποιητή αυτόν που γράφει πολεμικά τραγούδια.
“Γι αυτό και το δικό μου έργο είναι παρεξηγημένο, ενώ αποτελεί έναν ύμνο στην Ελλάδα. Είναι εθνικό σύμφωνα με τη δική μου αντίληψη, που βλέπει και συμπεριλαμβάνει ως εθνικό κάθε τι ελληνικό κι ωραίο, το χωράφι, το αλέτρι, τη θάλασσα, τον ουρανό, το δάσος, τη ζωή των ανθρώπων μέσα σ΄ αυτές τις ομορφιές.”
Ο Βάρναλης για το Δροσίνη
Γράφει ο Κώστας Βάρναλης: “
Ο αιωνόβιος Γιώργος Δροσίνης, ο ερημίτης του θαλερού προαστίου της Κηφισιάς, θαλερός ως τα τελευταία του, ρομαντικός, ωραιόπαθος, καλοσυνάτος, ο ποιητής της γαλήνης, ζώντας μακριά από τον ταραγμένο κόσμο των άλλων ανθρώπων, στο δικό του ανθισμένο κόσμο της φαντασίας και του ωραίου πέθανε γεμάτος χρόνια και τιμές. Είναι ο τελευταίος της γενιάς του μετά τον Πολέμη, τον Προβελέγγιο και τον Παλαμά, που φεύγει από τη ζωή, αφού την είχε αφιερώσει ολόκληρη στην ποίηση, στην πεζογραφία, στην παιδεία και στη μόρφωση του λαού….”
Σεμνός συνοδοιπόρος σε ελάσσονα κλίμακα
Κι όταν ο Παλαμάς θα του γράψει :
Πώς αλλιώς να σε πω; ο συνοδοιπόρος…; εκείνος θα απαντήσει με διακριτική σεμνότητα:
“Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα όμως με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε του καθενός μας χωριστός ο δρόμος Εσύ στης δάφνης τ΄ ακροκλώναρα άπλωσες κι εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα λίγο θυμάρι του βουνού μου φτάνει.”
Μια μακριά ζωή αφιερωμένη στην ποίηση
Ο ποιητής της “ανθισμένης αμυγδαλιάς” γεννήθηκε σαν σήμερα το 1859 και άφησε την τελευταία του πνοή στα ενενήντα δύο του χρόνια έχοντας αφιερώσει όλη τη μακριά του ζωή σε μια ποίηση ειδυλλιακή που υμνούσε τη φύση, τη ζωή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Μ΄ ένα όμορφο μικρό του ποίημα, ρέκβιεμ περισσότερο ζωής παρά θανάτου, ο Δροσίνης δίνει μέσα από δυνατές στη σύλληψή τους εικόνες μια πορεία ζωής συνειδητής που τελειώνει με την περηφάνεια του ανθρώπου που μόχθησε, κουράστηκε αλλά έκανε καλά τη δουλειά του
Με το ξημέρωμα της νιότης κίνησα
για της ζωής τη χερσωμένη χώρα.
Τον χέρσο αγρό μου όργωσα, έσπειρα και θέρισα
και με το βράδιασμα γυρίζω τώρα.
Πονεμένο το κορμί μου από τον κάματο,
λυγισμένα τα γόνατά μου,
η όψη φρυγμένη απ τα λιοπύρια κι ανεμόδαρτη,
τα χέρια μου το δρεπάνι έχει κόψει.
Μα πάνω απ΄ όλα ψηλά κι αλύγιστο
προς τ΄ άστρα αναστηλώνω το κεφάλι
κρατώντας των κόπων μου δεμάτι
χρυσά στάχυα στην αγκάλη